Φθάσαμε να θεωρείται ότι αν αναρωτηθεί κανείς για την ποιότητα της Δημοκρατίας να κρίνεται ασέβεια.
Είμαστε στο στάδιο όπου αν αρνηθείς τα βολικά επιχειρήματα της μονοκομματικής κοινοβουλευτικής μονοφωνίας (των έξι κομμάτων) να θεωρείσαι ύποπτος.
Βρισκόμαστε στην επήρεια μιας επιβαλλόμενης και κατεστημένης αντίληψης ότι η ιστορία ως εννοηματισμένη δράση αποτελεί απολίθωση και καλό είναι να αποφεύγουμε οποιαδήποτε σχέση μαζί της.
Επίσης δοκιμάζεται μεθοδικά, αποτελεσματικά, και με αβάσταχτη ελαφρότητα ενός καθολικού συγχρωτισμού, τα υποβόσκοντα αισθήματα ενοχής που ενδοβάλλονται από τις δέλτους της νέο-εποχής να ακολουθούνται απαρέγκλιτα και να γίνονται οι κλήροι του σκέπτεσθαι και της ζωής.
Αν αρνηθείς τα παραπάνω θα κρίνεσαι στην καλύτερη των περιπτώσεων ένας γραφικός χιμαιροκυνηγός που βρίσκει παρηγοριά στη μνήμη και στο επέκεινα. Αλλά στην πιο συνηθισμένη περίπτωση θα κρίνεσαι ως ύποπτη υποκειμενικότητα που θα πρέπει να ελεγχθεί και αυτό, γιατί αμφισβητείς τις αναγνωρισμένες αιτιότητες.
Βλέπετε η Δημοκρατία έχει σταλεί στη γκιλοτίνα.
Οι κοινωνίες ελέγχου με το pass-word, έδωσαν τη θέση τους στις κοινωνίες των αποκλεισμένων (Social exclusion, social marginalization) εκείνων που δεν συμμορφώνονται με τη δεσποτεία της κυρίαρχης αναπαράστασης.
Στο εξής το περιβάλλον έτσι όπως στήνεται από τις πολιτικές εξουσίες είναι εκείνο της «τιμωρητικής κοινωνίας» (Punitive Society), δηλαδή εκείνο το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον που υπήρχε πριν από τις βασικές κατακτήσεις, στις εποχές των δεσποτικών κοινωνιών.
Τελικά το βέλος της εξέλιξης μας δεν φεύγει μπροστά, αλλά κινείται προς τα πίσω.
Γι’ αυτό θα συναντάμε τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας μας και μαζί του δημοκρατικού πολιτισμού μας.
Η πολιτική ξαναβρίσκει τα αρθρέμβολα του απόλυτου κανόνα και η έλλειψη της ελευθερίας γίνεται δυστυχώς ένα μαρτύριο αμάχητο.
Καταφέρνουμε σήμερα την τιμωρία να την μεταστρέφουμε σε προστασία και επίσης σε θεραπεία. Κάποιος θα πρέπει να πει σ’ όσους σκέφτονται με όρους προστασίας του κοινωνικού συνόλου, ότι και οι ολοκληρωτισμοί ισχυρίζονταν ότι «θεράπευαν» την έλλειψη κοινωνικής ισορροπίας και την καθαρότητα της φυλής.
Πάνω από όλα όμως η «σωρευτική αντίληψη» και οι «αερολογίες διαρκείας» που κτίζουν τα ποικίλα πρωτόκολλα ακτινοβολίας σ’ όλους τους τομείς μαζί με τις νεοφανείς θεωρίες και τα συστήματα προσδοκιών της άρχουσας τάξης.
Είναι όμως τόσο αποτυχημένα όλα αυτά που δημιουργούνται ακραία φαινόμενα αταξίας μέσα από την υποτιθέμενη προστασία. Ο σύγχρονος κοινωνικός αυτοματισμός, το κοινωνικό μίσος, τα εξιλαστήρια θύματα, αποτελούν την ομοιοπαθητική μας αυτοκτονία που διαφυλάσσει την ομοιοστατική ισορροπία του συνόλου και κτίζει την απόλυτη εξουσία των αφεντικών.
Στο όνομα του αμοιβαίου οφέλους και της ισοτιμίας όλα μετατρέπονται σε σωφρονιστικά μέτρα προσαρμογής. Η νομική ευθύνη παραχωρεί τη θέση της στην πραγματική ενοχή, δεν απαιτούνται πλέον αποδείξεις αλλά επιβάλλονται κυρώσεις.
Κάτω από μια τέτοια οπτική η Δημοκρατία εκβαρβαρίζεται και καταλύει όλες τις θεσμοποιημένες ελευθερίες και εκ των πραγμάτων οδηγείται σε μια εκπεσμένη κατήχηση προπαγανδιστικού καταιγισμού και μηδενιστικής καθίδρυσης.
Το πρόπλασμα του μηδενισμού είχε αρχίσει δεκαετίες πριν στήσει τα πλοκάμια του.
Εξάλλου η ψευδαισθητική ιδιώτευση που καλλιεργήθηκε στο αίτημα «εγώ να είμαι καλά και ο ήλιος να βγαίνει για μένα» οδηγούσε νομοτελειακά στον μηδενισμό. (Ο ευρωπαϊκός μηδενισμός θα είναι το μέλλον μας, είχαν προβλέψει σε ανύποπτο χρόνο ο Νίτσε και ο Όσβαλντ Σπένγκλερ). Ένας μηδενισμός που αποτελούσε απόρροια μιας υποκειμενικότητας στην έκταση της και στην αδιαφορία της.
Στο εξής ο πολίτης θα πρέπει να συνηθίζει σε κάθε νέα εξέλιξη και εντολή που θα λαμβάνει. Εξάλλου η συνήθεια αποτελεί προδιαγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Καμύ μας έλεγε ότι συνηθίζουμε να αγαπάμε, συνηθίζουμε να μισούμε.
Σήμερα μας λένε να συνηθίσουμε να ζούμε με περιορισμούς παντού και σε όλους τους τομείς, σε ενέργεια, σε διατροφή, σε γνώση, σε ελευθερία, σε δικαιώματα, κλπ.
Ο απότομος πληθωρισμός όλων των παραπάνω έφερε τον ανασφαλή κύκλο της ζωής μας, θα μας πουν οι ειδικοί της εντεταλμένης υπηρεσίας. Θα οδηγηθούμε όμως εκ των πραγμάτων σ’ έναν τρομοκρατικό υπερρεαλισμό όπου η δαπάνη θα κρίνεται με όρους σταγονόμετρου και θα επιβάλλεται ο περιορισμός ως μέτρο ανακούφισης.
Έτσι λοιπόν αυτό που βλέπουμε από τους πρόξενους δουλείας και τους φορείς της απανθρωπίας είναι ένας ανταγωνισμός για το ποιος θα επιβάλλει περισσότερους περιορισμούς.
Ο κ. Μητσοτάκης ανταγωνίζεται όλους τους Ευρωπαίους πολιτικούς στην επιβολή μέτρων κατά της πανδημίας και τον κ. Μητσοτάκη τον ανταγωνίζεται ο κ. Τσίπρας που απαιτεί περισσότερα μέτρα.
Ο κ. Μητσοτάκης λαμβάνει μέτρα για την πράσινη ανάπτυξη περισσότερα από ό,τι του ζητήθηκαν. Καταργεί λοιπόν τον λιγνίτη, που του ζητήθηκε να γίνει ο περιορισμός του από το 2028 και εκείνος προσανατολίζεται σύμφωνα με δήλωσή του, να τον καταργήσει ακόμη συντομότερα το 2023.
Έχουμε πολιτικούς ή καλύτερα επιβήτορες εξουσίας, που θέλουν να δείξουν ότι είναι καλοί πρόσκοποι της εντεταλμένης απαίτησης, έχουμε πολιτικούς που τα συμφωνημένα με τα αφεντικά τους τα κάνουν εικονοστάσια. Το μέλλον γίνεται έτσι ένα νεκροταφείο ονείρων, μια ζωντανή απελπισία και ένα στρατόπεδο ψυχών. Έχουμε πολιτικούς που επενδύουν στους αναβαθμούς της τιμωρίας αλλά όχι στην αγωγή της ελευθερίας.
Απόστολος Απόστολου. Καθηγητής φιλοσοφίας.
0 Σχόλια