Πρωτοβουλία της Ε.Ε. για την εξασφάλιση σταθερότητας στα Σκόπια και κινήσεις των ΗΠΑ για ομαλή υλοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών προσδοκά η Αθήνα μετά τον ισχυρό κλονισμό της κυβέρνησης Ζάεφ και την απειλητική επανεμφάνιση των υπερεθνικιστών του VMRO.
Από τον Αλέξανδρο Τάρκα *
Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο πρόβλημα, που ήδη αντιμετωπίζει η ελληνική
πλευρά, είναι ότι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι διπλωμάτες την καθησυχάζουν πως ο
κ. Ζάεφ θα παραμείνει πιστός στη λογική των Πρεσπών. Ιδιαίτερα, αν λάβει
εξωτερική στήριξη με έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών με την Ε.Ε. Ωστόσο,
παρά την έντονη φημολογία, δεν γίνεται καμία σχετική κίνηση στις Βρυξέλλες.
Εκτιμάται δε πως η αναζωογόνηση των διαδικασιών θα έχει μικρό αντίκτυπο στην
κοινή γνώμη και στους βουλευτές της λεγόμενης Βόρειας Μακεδονίας. Άλλωστε οι
τρέχουσες διαβουλεύσεις στις Βρυξέλλες (έξι ολόκληρους μήνες μετά την
τελευταία εκτενή συζήτηση των υπουργών Εξωτερικών για τα Δυτικά Βαλκάνια)
δεν αφορούν τα Σκόπια και επικεντρώνονται στη Βοσνία και στον διάλογο
Σερβίας – Κοσόβου.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι αρμόδιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι προτρέπουν
την Αθήνα να μην αυστηροποιήσει την πολιτική της έναντι των Σκοπίων. Το
επιχείρημά τους είναι ότι, όσο παραμένει στην εξουσία ο κ. Ζάεφ, ίσως δεν
σημειωθεί πρόοδος στην υλοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά σίγουρα δεν
θα υπάρξει οπισθοδρόμηση. Προβλέπουν, επίσης, ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή ούτε
επί πιθανής ηγεσίας Μίτσκοσκι, επειδή αναγνώρισε δημόσια την «πραγματικότητα
των Πρεσπών». Όμως, όποιος παρακολουθεί τη σύγχρονη (από το 1991) πτυχή του
Μακεδονικού γνωρίζει ότι ανάλογες δηλώσεις δεν έχουν αξία μακροπρόθεσμα.
Γιατί δεν συνοδεύονται από πρακτικές πολιτικές κινήσεις και έρχονται σε
αντίθεση με την κομματική βάση και τη βούληση των στελεχών του VMRO. Ακόμα
και ο γνωστός Ν. Γκρούεφσκι στην αρχή της πρωθυπουργίας του, το 2006, έκανε
μετριοπαθείς δηλώσεις τις οποίες γρήγορα αναίρεσε, οπότε η Ελλάδα τον
εξουδετέρωσε, το 2008, με την απειλή βέτο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ.
Η ελληνική κυβέρνηση διαμήνυσε προ ημερών στην Ουάσινγκτον ότι θα
εγκαταλείψει την πολιτική πλήρους υποστήριξης των Σκοπίων στην Ε.Ε. σε
περίπτωση αμφισβήτησης της Συμφωνίας των Πρεσπών. Προς το παρόν πάντως, δεν
υπάρχει αλλαγή (ούτε πρόθεση αλλαγής) της ελληνικής πολιτικής και είναι
αμφίβολο αν οι ήπιοι τόνοι του μηνύματος συγκρατήθηκαν από την Ουάσινγκτον.
Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι εδραιώνεται στα Σκόπια η -διακομματική- αντίληψη
ότι δεν υπάρχει λόγος βιασύνης για την εφαρμογή των Πρεσπών. Το σκεπτικό
είναι ότι επιτεύχθηκαν τα ουσιώδη («μακεδονική» ταυτότητα, ένταξη στο ΝΑΤΟ
και δρομολόγηση σχέσεων με την Ε.Ε.) και τα υπόλοιπα θα έρθουν με τον χρόνο.
Μεταξύ άλλων, και οι ενταξιακές συνομιλίες των οποίων η έναρξη είναι φυσικά
άκρως επιθυμητή, αλλά όλοι γνώριζαν στα Σκόπια (όπως και αποδείχθηκε) ότι ο
ακριβής χρόνος εξαρτάται από τις ισορροπίες Γαλλίας – Γερμανίας, τη σύνδεση
με την υποψηφιότητα της Αλβανίας και τη γενικότερη πολιτική των Βρυξελλών
στα Βαλκάνια.
Παράλληλα, οι δυσκολίες της ελληνικής διπλωματίας εντείνονται από το γεγονός
ότι οι ανησυχίες της Αθήνας αντιμετωπίζονται από τις ισχυρές χώρες σαν μία
μόνον από τις πολλές πτυχές ρευστότητας στα Βαλκάνια. Η περιοχή βρίσκεται
στο επίκεντρο των διαφορών ΝΑΤΟ – Ρωσίας, που οι σχέσεις τους διολίσθησαν σε
χαμηλό σημείο, χωρίς επιστροφή. Η Μόσχα, ως πρόσφατα, αναγνώριζε τις
διαφορετικές προτεραιότητες ΝΑΤΟ και Ε.Ε. στα Βαλκάνια, αλλά τώρα
ισχυρίζεται ότι ταυτίζονται στο κεφάλαιο του αμυντικού σχεδιασμού. Το δε
Πεκίνο προωθεί -απροκάλυπτα- τις πρωτοβουλίες BRI και «16+1», διασπώντας την
ενότητα και τα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε., χρησιμοποιώντας και το
πλεονέκτημα της COSCO στον Πειραιά.
Δικαιώνεται, με λίγα λόγια, η προειδοποίηση του Κων. Καραμανλή το 1992. Είχε
υπογραμμίσει ότι «αν τα Σκόπια δεν αποτελούν απειλή αυτή τη στιγμή, κανείς
δεν μπορεί να προβλέψει και εγγυηθεί ποιοι συνδυασμοί δυνάμεων θα προκύψουν,
στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον, στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη περιοχή. Αν
θελήσουν να χρησιμοποιήσουν και πάλι το Μακεδονικό, γιατί η διεθνής κοινότης
θα πρέπει να τους έχει δώσει τίτλο νομιμότητας για να το πράξουν;» Πριν από
σχεδόν 30 χρόνια κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί πως μία από τις
εμπλεκόμενες δυνάμεις θα ήταν ακόμα και η Κίνα.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων
εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
0 Σχόλια