Στις 7 Οκτωβρίου η Βουλή αναμένεται να κυρώσει την Αμυντική Συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας αλλά το κλίμα μέσα στο οποίο διαφαίνεται ότι θα διεξαχθεί η όλη συζήτηση, επιβεβαιώνει γι’ ακόμη μια φορά πως το Ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται να «ενηλικιωθεί» και δυστυχώς αποδεικνύεται ανίκανο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να συνειδητοποιήσει επαρκώς το πραγματικό εύρος των προκλήσεων με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα…
Του Κ. Κυριακόπουλου
Η κυβέρνηση, επιμένει να εξαντλεί το ενδιαφέρον της σε πρακτικές που αναλώνουν κρίσιμο πολιτικό κεφάλαιο της συμφωνίας σε πανηγυρισμούς, έχοντας το βλέμμα στραμμένο κυρίως στο εσωτερικό ακροατήριο. Και αυτό, παρά τους προγενέστερους κλυδωνισμούς που μεσολάβησαν, με τον πρωθυπουργό της χώρας να σέρνεται ταπεινωμένος πίσω από τις ολέθριες επιλογές που υπαγόρευε ο πανταχού παρών Αμερικανός πρέσβης στην «διοίκηση του Προτεκτοράτου».
Η αντιπολίτευση από την άλλη, αδυνατεί να αποστασιοποιηθεί από την μίζερη λογική της μικρότητας και της «καταγγελίας για την καταγγελία». Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα προσανατολίζεται στην καταψήφιση της συγκεκριμένης Συμφωνίας, με γελοία προσχήματα και με εμφανή την πρόθεσή του να «ρεφάρει» την καταψήφιση της απαράδεκτης Συμφωνίας των Πρεσπών. Το αποτέλεσμα, είναι να στήνεται και αυτήν την φορά με ευθύνη όλων, το γνωστό γαϊτανάκι της πολιτικής αμπελοφιλοσοφίας για τα δευτερεύοντα, σε μια ιστορική συγκυρία κατά την οποία απαιτείται να υπάρξει ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός και...φυσικά να ληφθούν κρίσιμες πολιτικές και άλλες αποφάσεις.
Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας, η οποία «αναβαθμίζεται» πλέον στο επίπεδο του τυχοδιωκτισμού σε ότι αφορά στα διαδραματιζόμενα στο πεδίο, αλλά και οι αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του Τουρκικού ΥΠΕΞ, με τις οποίες επιδιώκεται να φιλοτεχνηθεί ο κίβδηλος διεθνοδικαιικός φερετζές των αναθεωρητικών της διεκδικήσεων, θυμίζουν στο Ελληνικό πολιτικό σύστημα, που συνεχίζει προκλητικά περί άλλων να τυρβάζει, ότι η συγκεκριμένη συμφωνία, ΔΕΝ είναι μόνο και ΔΕΝ είναι κυρίως οι ρητές (ή οι κατ’ άλλους ασαφείς) προβλέψεις οι οποίες ενσωματώνονται στα άρθρα της. Είναι πέρα και πάνω απ΄ όλα, μια σειρά από κρίσιμα στοιχήματα τα οποία επείγει να κερδηθούν για λογαριασμό της πατρίδας μας, συνυπολογίζοντας φυσικά και τους αμείλικτους όσο και ασφυκτικούς περιορισμούς που θέτει ο πυκνός γεωπολιτικός χρόνος.
Στο περιβάλλον αυτής της ιδιότυπης αντιπαράθεσης χαρακωμάτων, η οποία είναι πολύ πιθανό να εξελιχθεί ακόμη και σε θερμό επεισόδιο, η Τουρκία επιδιώκει να πλήξει τον σκληρό πυρήνα της Ελληνογαλλικής συμφωνίας καταδεικνύοντας - εί δυνατόν - πως είναι ανενεργή ή έστω δυσλειτουργική κατά την διαδικασία της εφαρμογής της, ενώ την ίδια στιγμή, οι προκλητικές δηλώσεις διαφόρων Τούρκων επιτελών, προϊδεάζουν για το ότι θα επιχειρηθεί να ισχυροποιήσουν το αφήγημά τους ΚΑΙ με την απόπειρα επιβολής νέων τετελεσμένων επί του πεδίου.
Φυσικά, μια πιο προσεκτική ανάγνωση της Τουρκικής «απαντητικής» τακτικής, αποκαλύπτει ότι οι πραγματικές στοχεύσεις των Τούρκων είναι πολύ ευρύτερες. Μέσα από την επιλογή της κλιμάκωσης στην οποία καταφεύγουν, αυτό που επιδιώκουν -μεταξύ άλλων- είναι να καθηλώσουν την χώρα μας σε μια εκφυλιστική κατάσταση διπλωματικής και επιχειρησιακής κατατριβής, η οποία παραπέμπει σε μια τρόπον τινά μεροδούλι – μεροφάι διαχείριση των προκλήσεων.
Έτσι… Θα χαθεί πολύτιμος χρόνος και θα παρέλθει ουσιαστικά αναξιοποίητη η επόμενη κρίσιμη περίοδος κατά την διάρκεια της οποίας η πατρίδα μας οφείλει να αξιοποιήσει στο έπακρο το συγκριτικό πλεονέκτημα της στιγμής, στην βάση του οποίου οφείλει να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αποδείξει ότι διαθέτει βούληση, αποφασιστικότητα αλλά και την απαραίτητη στρατηγική ευελιξία, προκειμένου να διεκδικήσει ρόλο πρωταγωνιστικό στην ευρύτερη περιφερειακή διεργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη και η οποία μπορεί να τροποποιήσει συνολικότερα τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η Ελλάδα, ΔΕΝ θα πρέπει να παγιδευτεί (με μοναδικά εργαλεία τις διπλωματικές απαντήσεις και την ανάσχεση) σε αυτόν τον αδιέξοδο φαύλο κύκλο, ως άβουλο διαχειριστικό παρακολούθημα της Τουρκικής προκλητικότητας, η οποία επιδιώκει την στρατηγική της αυτοακύρωση και εν τέλει τον εξοβελισμό της από την θέση του εν δυνάμει συνδιαχειριστή των υποθέσεων της περιφερειακής σκακιέρας.
Αντιθέτως, αυτό που οφείλει να κάνει, είναι να οργανώσει την δική της ολοκληρωμένη στρατηγική απάντηση, με την αυτοπεποίθηση του σοβαρού μικρομεσαίου περιφερειακού γεωπολιτικού δρώντα ο οποίος, όπως ήδη τονίσαμε σε σχετικό μας άρθρο, οφείλει να απογαλακτιστεί άμεσα και οριστικά από την μίζερη και νοσηρή ψυχολογία του δεδομένου που ψάχνει εναγωνίως φουστάνι να γραπωθεί σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και αυξημένων κινδύνων.
Από την άποψη αυτή, το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας, έχει την υποχρέωση να υποδεχτεί την συγκεκριμένη συμφωνία όχι ως ένα κείμενο στο οποίο μπορούν μεταξύ άλλων να καταγραφούν ακόμη και οι όποιες ασάφειες στις διατυπώσεις, τροφοδοτώντας έτσι με υλικό τις αδιέξοδες διαχρονικές και μίζερες πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά ως την απαρχή μιας αλυσίδας εποικοδομητικών προκλήσεων, καινούριων στρατηγικών ευκαιριών αλλά και νέων προσαυξημένων δυνατοτήτων.
Η πατρίδα μας έχει πλέον την δυνατότητα να δει «πέρα» από τις διατυπώσεις της Συμφωνίας και να κινηθεί στην περιφερειακή σκακιέρα δυναμικά και με αυτοπεποίθηση, αναλαμβάνοντας συνδυασμένες πρωτοβουλίες, πολλαπλών επιδιώξεων μέσα από τις οποίες θα μπορεί να διεκδικήσει αλλά και να «κλειδώσει» - για πρώτη φορά μεταπολεμικά - έναν ευρύτερο ρόλο, που θα ισχυροποιεί την θέση της και θα αναβαθμίζει σημαντικά την στρατηγική της βαρύτητα στην νέα περιφερειακή Αρχιτεκτονική ισχύος. Αυτό πρακτικά σημαίνει τρία πράγματα:
Πρώτον: Οι αναγκαίες προσαρμογές «βιωσιμότητας» τις οποίες καλείται να ενσωματώσει στον σχεδιασμό του το ΝΑΤΟ, δημιουργούν ένα πεδίο καινούριων ευκαιριών για την Ελλάδα και αυτό το γάντι θα πρέπει να το σηκώσουν με αποφασιστικότητα οι Έλληνες επιτελείς. Όχι για να διεκδικήσουν ρόλο στους εν εξελίξει ή στους μελλοντικούς πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς του, αλλά για να διασφαλίσουν την ανοχή και την συγκατάθεση όλων σε μια ισχυρή Ελληνική περιφερειακή αεροναυτική παρουσία, η οποία σε συνδυασμό με την αμέριστη Γαλλική στήριξη, θα μπορεί να αναγορεύεται σε παράγοντα σταθερότητας και σε εγγυητή της ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή.
Δεύτερον: Η μερική ανατροπή του status η οποία έχει ήδη δρομολογηθεί στο περιβάλλον της ΕΕ και στον απόηχο της Ελληνογαλλικής συμφωνίας, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ενεργοποιήσει μια ευρύτερη διεργασία ανατροπών και ανακατατάξεων, που θα είναι ικανή να εξοστρακίσει τον Γερμανικό ηγεμονισμό και να επαναπροσδιορίσει τους κανόνες αλλά και νέα επίπεδα ισορροπίας.
Τρίτον: Η αναγκαία «επιθετική» μεταστροφή στην διαχείριση των προκλήσεων ασφαλείας με προεξάρχουσες φυσικά αυτές που σχετίζονται με την κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας, είναι απαραίτητο πλέον να συνδυαστεί με σοβαρές αλλαγές που θα αφορούν στην ίδια την φυσιογνωμία και στον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται αυτή η εξίσωση.
Με την υπογραφή της Ελληνογαλλικής συμφωνίας για παράδειγμα, η Ελλάδα - για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες - κατάφερε (αν και δεν το επεδίωξε στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού) να σύρει την Τουρκία πίσω από την δική της ατζέντα. Το αποτέλεσμα το εισπράττουμε ήδη στις σπασμωδικές αντιδράσεις και στην χαμένη ψυχραιμία των πειρατών. Αυτή η ανατροπή των δεδομένων χρειάζεται να παγιωθεί και κυρίως απαιτείται να εγκαινιάσει μια σοβαρή ανατροπή στην διαφορά της κυρίαρχης αντίληψης. Η Ελληνική Εξωτερική πολιτική θα πρέπει, με εργαλείο το Διεθνές Δίκαιο, τις υπερώριμες αποφάσεις που σχετίζονται με τον σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας της αλλά και με την διασφάλιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και φυσικά με σεβασμό στην διαχρονικότητα των Ιστορικών Δικαίων του Ελληνισμού, να πάρει ουσιαστικά, μόνιμα και σταθερά το πάνω χέρι στον προσδιορισμό της ατζέντας, καταδικάζοντας την Τουρκική Εξωτερική πολιτική να βρίσκεται σε μόνιμη άμυνα και σταθερά πολλά βήματα πίσω στην μάχη των εντυπώσεων και στο περιθώριο της Διεθνούς Διπλωματίας.
Με την υπογραφή αυτής της Συμφωνίας και με την πανηγυρική επανενεργοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος που επείγει να ανακηρυχθεί, θα πρέπει να ανατεθεί ρόλος στην Κύπρο, στο πλαίσιο της αναβαθμισμένης της υπόστασης ΚΑΙ με δεδομένη την ισχυροποίηση που μπορεί να της διασφαλίσει η Διεθνής Κοινότητα, ενώ η Ελλάδα, θα πρέπει να διακηρύξει την αυξημένη της ευθύνη για την διασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας και την προοπτική της πλήρους απελευθέρωσής της από τον στρατό Κατοχής.
Τέλος, με την υποδειγματική διαχείριση των προβλέψεων και της δυναμικής που ανακύπτει από αυτήν την Συμφωνία, η Ελλάδα μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην διαδικασία διεύρυνσης του στρατηγικού βάθους που θα πρέπει να διέπει ΚΑΙ τις λοιπές περιφερειακές συνευρέσεις της, επιδιώκοντας έτσι την μετατροπή της Ν.Α. Μεσογείου, σε μια περιοχή που θα είναι:
Α. Απαλλαγμένη πλήρως και οριστικά από το καρκίνωμα του νέο-οθωμανισμού…
Β. Προσανατολισμένη να διεκδικήσει και να θεμελιώσει στην πράξη έναν διευρυμένο στρατηγικό ρόλο που θα την μετατρέπει σταδιακά από περιβάλλον αστάθειας και συγκρούσεων, σε καταλυτική και αναγκαία παράμετρο ισορροπίας και συνεργατικότητας στο επίκεντρο του νέου πολυπολικού κόσμου. Και...
Γ. Αρκετά ισχυρή ώστε να διεκδικήσει την συνολική της αναβάθμιση σε περιφέρεια εφαρμογής ολοκληρωμένων και πολυδύναμων πολυμερών αναπτυξιακών πρωτοκόλλων και πρωτοποριακών προγραμμάτων σε τομείς όπως η Ενέργεια, η Ναυτιλία, η Ναυπηγική βιομηχανία, η κατασκευαστική (από κοινού με ένα διευρυμένο δίκτυο υποκατασκευαστικής) υποδομή κλπ.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν επίγνωση, αποφασιστικότητα, προσανατολισμό, άλλης ποιότητας στρατηγική σκέψη που θα είναι απαλλαγμένη πλήρως από το σαράκι της δουλοπρέπειας, της ατολμίας και του Συμβιβασμού. Προϋποθέτουν πολιτικούς διαχειριστές που συνειδητοποιούν ότι η παράμετρος του χρόνου, ο οποίος θα πρέπει να αξιοποιηθεί δημιουργικά και στοχευμένα, είναι σημαντική, εφάμιλλη της ρήτρας Αμυντικής Συνδρομής για όλους αυτούς που προσεγγίζουν την Ελληνογαλλική Συμφωνία, όχι ως όχημα για την δική τους προσωρινή πολιτική επιβίωση, αλλά ως εργαλείο για την στρατηγική επιβίωση της πατρίδας μας και την ουσιαστική ενίσχυση του περιφερειακού της ρόλου.
Αυτός είναι και ο λόγος που τονίσαμε και επιμένουμε να τονίζουμε πως απαραίτητο βήμα, ενδεικτικό της αποφασιστικότητας του πολιτικού προσωπικού της πατρίδας μας να εναρμονίσει τον βηματισμό του με τις απαιτήσεις των σύνθετων προκλήσεων που σχετίζονται με την εφαρμογή της συγκεκριμένης συμφωνίας, είναι μεταξύ άλλων και η συγκρότηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας... χθες.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της
αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια