Οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη (αμερικανική, βρετανική,
ελβετική) προειδοποιούν με διαδοχικά μηνύματά τους: ο πληθωρισμός θα κινηθεί
το αμέσως επόμενο διάστημα σε επίπεδα υψηλότερα από τα επιθυμητά και αρχικώς
νομιζόμενα – και επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Όμως αυτό δεν είναι όλη η ιστορία. Άλλωστε, οι πάντες βιώνουν ήδη τις
πληθωριστικές πιέσεις που εκδηλώνονται διεθνώς, από την αγορά ενέργειας και
στέγης μέχρι τις πρώτες ύλες και τα τρόφιμα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι άλλο:
πρόκειται για παροδικό άλμα, οφειλόμενο πρωτίστως στην πανδημική κρίση και
την εξ αυτής διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων ή για εκδήλωση βαθύτερης
τάσης;
"Παραμονεύουν αβεβαιότητες"
Από αυτή την άποψη, η έκθεση, που συνέταξαν για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας οι Φίλιπ Λέιν και Ιζαμπέλ Σνάμπελ, αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς οι συντάκτες της υποστηρίζουν
αντικρουόμενες ο καθένας θέσεις.
Αμφότεροι βέβαια συμφωνούν καταρχήν στην διαπίστωση (που είναι και η
προβαλλόμενη θέση της Φραγκφούρτης) ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα
αμβλυνθούν το επόμενο έτος, λόγω του ξεπεράσματος της πανδημικής κρίσης.
Όμως η Σνάμπελ υποστηρίζει, όπως το έθεσε σε συνέδριο που διοργάνωσαν από
κοινού η ΕΚΤ και η Cleveland Federal Reserve, ότι "παραμένουν πολλές πηγές
αβεβαιότητας οι οποίες θα μπορούσαν να συνεπάγονται περισσότερο επίμονες
πληθωριστικές πιέσεις". Ειδικότερα έκανε λόγο για πιθανές ανατροπές στις
προσδοκίες για τη διαμόρφωση των τιμών και στη συμπεριφορά των οικονομικών
παικτών κατά τον καθορισμό των μισθών.
"Δεν είμαστε στο σκοτάδι"
Ο Λέιν, από την πλευρά του, απέκρουσε την λογική του "ποιος ξέρει;",
διαφωνώντας με μία εκτίμηση ότι η αβεβαιότητα ξεπερνά την προβλεπτική μας
ικανότητα. Όπως τόνισε στο ίδιο συνέδριο, πολλά από αυτά που παρακολουθούμε
τώρα (λ.χ. η εκτίναξη των τιμών των καυσίμων) έχουν χαρακτήρα μεταβατικό και
αφορούν την έξοδο από την πανδημική ύφεση, αλλά και από τα συνακόλουθα
πακέτα στήριξης.
Όλα αυτά ασφαλώς δεν είναι φιλολογικός προβληματισμός, αλλά προσδιορίζουν
και την πολιτική που πρόκειται να ακολουθήσει η ΕΚΤ σε ό,τι αφορά τον ρυθμό
περιστολής από τον Μάρτιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων. Τα
"γεράκια" που επιδιώκουν ταχύ τερματισμό του προγράμματος, υποστηρίζοντας
ότι οι αγορές τον έχουν προεξοφλήσει, είναι πάντα παρόντα στη διοίκηση της
ΕΚΤ, έστω και αν δεν πλειοψηφούν. Ήδη τα πρακτικά της συνεδρίασης
Σεπτεμβρίου της νομισματικής επιτροπής της Φραγκφούρτης υποδεικνύουν μιαν
ορισμένη νευρικότητα, όσο και η Κριστίν Λαγκάρντ εμφανίστηκε καθησυχαστική
στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε.
Η προηγούμενη αστοχία
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκείνης της συνεδρίασης, η ΕΚΤ αναμένει πλέον να
διαμορφωθεί στο 2,2% φέτος, στο 1,7% του χρόνου και στο 1,5% το 2023 –
ακολουθώντας δηλαδή τροχιά επιστροφής σε επίπεδα κάτω από τον καθιερωμένο
στόχο του 2%.
Όμως οι ιθύνοντες της κεντρικής τράπεζας της ευρωζώνης δεν στάθηκαν ικανοί
να προβλέψουν την μέχρι τώρα εκτίναξη του πληθωρισμού στο 3,4%, σύμφωνα με
τα στοιχεία της Eurostat για τον Σεπτέμβριο. Είναι πιθανό οι προβολές που
προκύπτουν από τα χρησιμοποιούμενα μοντέλα να χάνουν ένα κομμάτι της
οικονομικής πραγματικότητας – ιδίως τις διαρθρωτικές μεταβολές που θα έχει
αφήσει πίσω της η πανδημία.
Πώς η κινεζική ενεργειακή κρίση ενισχύει τις πιέσεις
Άλλοι αναλυτές, πάλι, στρέφουν την προσοχή τους περισσότερο στα τεκταινόμενα
στην ανατολική Ασία.
Κατά τον Άμπροζ Έβανς-Πρίτσαρντ της Daily Telegraph, ο "ελέφαντας στο
δωμάτιο" είναι οι ενεργειακές ανάγκες της Κίνας. Ήδη τα αποθέματα άνθρακα
για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έχουν πέσει στο ανησυχητικά χαμηλό
επίπεδο των 18 ημερών και ξέφρενη ζήτηση προς όλες τις πλευρές έχει οδηγήσει
κατά τόπους σε τετραπλασιασμό των τιμών του βασικού καυσίμου μέσα σε έναν
χρόνο, ήτοι 300 δολάρια τον τόνο.
Οι παραγωγοί ενέργειας δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος και απευθύνονται
στις τράπεζες για πιστωτικές γραμμές. Σε επαρχίες που αντιστοιχούν στο 70%
του κινεζικού ΑΕΠ έχει επιβληθεί δελτίο στους βιομηχανικούς χρήστες.
Εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων και υφαντουργίας έχουν κλείσει ενώ στα
βορειοανατολικά της χώρας σημειώνονται διακοπές ρεύματος που αναμένεται να
συνεχισθούν μέχρι τον Μάρτιο.
Πρόκειται για ένα σοκ που βρίσκει την Κίνα ήδη ευάλωτη λόγω των αναταράξεων
στην αγορά ακινήτων από τη χρεοκοπία του ομίλου Evergrande, υπό το βάρος
χρεών ύψους 309 δισ. δολαρίων. Η Nomura προβλέπει υποχώρηση του ΑΕΠ κατά
0,2% το τρέχον τρίμηνο και μηδενική αύξησή του για το υπόλοιπο του έτους.
Δεν είναι αυτή η εικόνα μιας χώρας που οδεύει πλησίστια στη μεταπανδημική
ανάκαμψη – καθοδηγώντας και το διεθνές σύστημα στη φάση της εξόδου του από
τα πακέτα στήριξης. Περισσότερο μοιάζει με "στιγμή Lehmann Brothers" α λα
κινεζικά.
Και όπως και στην αυθεντική Lehmann Brothers, την κατάρρευση δρομολόγησε η
συνειδητή απόφαση του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ να αφήσει τον
υπερδιογκωμένο στεγαστικό κλάδο να εκκαθαρισθεί – με αποτέλεσμα οι πωλήσεις
ακινήτων να έχουν υποχωρήσει κατά 64% τον Αύγουστο σε ετήσια βάση.
Το Πεκίνο θέλει να ρίξει τις δυνάμεις του στην τεχνολογική επανάσταση και
όχι στις κατασκευές που αντιστοιχούν στο 25% του ΑΕΠ. Πρόκειται για επιλογή
συμβατή και με τα δημογραφικά δεδομένα, καθώς η αύξηση του πληθυσμού και η
εσωτερική μετανάστευση έχουν παγώσει. Όμως μια τέτοια μετάβαση δεν γίνεται
ανώδυνα.
0 Σχόλια