Είτε το θέλουμε είτε όχι, ζούμε σε εποχές όπου κανένας κεντρικός κυβερνητικός σχεδιασμός δεν είναι πλέον ασφαλής όσα Σχέδια Β και αν διαθέτει, καθώς αυτά στις περισσότερες των περιπτώσεων κρίνονται στην πράξη ανεπαρκή.
Κανένας οικονομικός σχεδιασμός δεν είναι ευθύγραμμος, καθώς οι οικονομίες παγκοσμίως ετεροκαθορίζονται από συχνότερους απρόβλεπτους παράγοντες.
Το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας διαπιστώσαμε με ανακούφιση πως ακόμα και μέσα στην πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα, η οικονομία μας όχι μόνο έδειξε αντοχές αλλά επέδειξε και πρωτοφανή αντανακλαστικά που αποτυπώνονται στους δείκτες της ανάπτυξης. Όλοι οι πρόδρομοι δείκτες δείχνουν πως η χρονιά θα κλείσει με ένα μεγάλο θετικό αποτύπωμα που μπορεί να ισοσκελίσει σε μεγάλο βαθμό την ύφεση του προηγούμενου έτους και όλοι μιλούν και προσδοκούν ευλόγως ένα απτό στο πορτοφόλι μέρισμα αυτής της ανάπτυξης.
Κι όμως, εκεί που το βασικό πρόβλημα ήταν η αντιμετώπιση της πανδημίας για να επιστρέψουμε σε ρυθμούς πλήρους κανονικότητας, αίφνης η αγωνία όλων έχει γίνει η παγκόσμια ενεργειακή κρίση και οι πρωτοφανείς αυξήσεις στο πετρέλαιο, στο φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό, που με τη σειρά τους συμπαρασύρουν προς τα πάνω τις τιμές όλων των προϊόντων σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι νεότεροι ίσως να μη θυμούνται τις δύο ενεργειακές κρίσεις που έγιναν το 1973 και το 1979, τότε που ακόμα δεν υπήρχε η παγκοσμιοποίηση και η οικονομίες σε μεγάλο βαθμό ήταν περιχαρακωμένες.
Εκείνες οι πετρελαϊκές κρίσεις βύθισαν κρατικούς προϋπολογισμούς, οδήγησαν τις τιμές στα ύψη και ανέτρεψαν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς σε όλο τον αναπτυγμένο τότε κόσμο και φυσικά οι τιμές του πετρελαίου δεν επανήλθαν ποτέ στα προ κρίσεων επίπεδα, αναγορεύοντας τον ΟΠΕΚ στον υπ’ αριθμόν 1 διαμορφωτή της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτές οι εφιαλτικές μνήμες είναι που στοιχειώνουν σήμερα τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και τρομάζουν για έναν βαρύ χειμώνα καθώς, όπως είπε και η Κριστίν Λαγκάρντ, δεν βλέπει αποκλιμάκωση τιμών πριν από τα μισά του επόμενου χρόνου.
Στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι το θέμα που απασχολεί και θα απασχολήσει όχι μόνο τα όργανά της αλλά και τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών προς την κατεύθυνση μιας κοινής γραμμής αντιμετώπισης των συνεπειών στους πολίτες και τα νοικοκυριά.
Ενα θέμα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως ένας από τους βασικούς λόγους που αυξάνεται η τιμή του φυσικού αερίου είναι η Ρωσία που «εκδικείται», στο πλαίσιο της γνωστής κόντρας με την Ε.Ε., τις χώρες που δεν έχουν κλειστά σταθερά συμβόλαια μαζί της, ασκώντας ασφυκτική οικονομική πίεση σε βαθμό να κινδυνεύει να ξεπαγιάσει η μισή Ευρώπη.
Στα καθ’ ημάς, για την κυβέρνηση πλέον έχει γίνει ο νέος βραχνάς και ένας δυσεπίλυτος γρίφος το πώς δεν θα πληγούν σε μεγάλα βαθμό τα ελληνικά νοικοκυριά από τα κύματα ακρίβειας που έρχονται στα ενεργειακά τιμολόγια αλλά και να μη χαθούν στην ενεργειακή μαύρη τρύπα όσα κερδίζονται με τόσον κόπο από την ανάπτυξη.
Μια δύσκολη εξίσωση από τη στιγμή που δεν υπάρχει καν σκέψη για μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, που είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της τιμής καταναλωτή.
Και τούτο γιατί αυτοί οι φόροι είναι και οι πιο σίγουροι και αποδοτικοί για τα κρατικά ταμεία. Δεδομένου, δε, πως η κρίση της πανδημίας οδήγησε την κυβέρνηση στην αναστολή σσειράς φορολογικών υποχρεώσεων και σε ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων στα κορωνοχρέη, υπάρχει ο φόβος πως αν κοπεί κι αυτή η πηγή είσπραξης φόρων, τότε κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα ο Προϋπολογισμός.
Γι’ αυτό ψάχνουν μαθηματικούς τύπους επιδότησης στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο θέρμανσης, που όμως στην ουσία απλώς θα αμβλύνουν λίγο τις διεθνείς αυξήσεις και επ’ ουδενί θα τις απορροφούν.
Και εν τέλει για άλλη μια φορά καλείται η κυβέρνηση να αποδείξει πως είναι για τα δύσκολα, τα οποία δεν έλειψαν ούτε μια στιγμή στους 27 μήνες που βρίσκεται στην εξουσία.
Βασίλης Στεφανακίδης
0 Σχόλια