Η Ευρώπη στην πολιτική δίνη του τέταρτου κύματος


Του Κώστα Ράπτη

Όλα δείχνουν ότι το καλοκαίρι του 2021 δεν θα είναι το καλοκαίρι της επιστροφής στην κανονικότητα για την Ευρώπη. Αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε "τέταρτο κύμα" της πανδημίας ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του με σημαντικούς αριθμούς νέων κρουσμάτων, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τους σχεδιασμούς τους, ενώ αντίστοιχα επηρεάζεται το συνολικό κοινωνικό και πολιτικό κλίμα.

Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να αποδοθεί στη "συνέργεια" δύο παραγόντων. Από τη μια, της εν πολλοίς αναμενόμενης εμφάνισης της νέας μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού, που είναι ιδιαίτερα μεταδοτική (αν και όχι απαραίτητα πιο επιθετική ως προς τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης ή θανάτου). Από την άλλη, της άρσης των περιοριστικών μέτρων, που επιτρέπουν ξανά αρκετά μαζικές συναθροίσεις ή τη νυχτερινή διασκέδαση. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση των κρουσμάτων κυρίως σε νεότερες ηλικίες, που δεν έχουν υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης, κάτι που αποτυπώνεται και στο ότι δεν έχουμε ανάλογη αύξηση των σοβαρών περιστατικών και των θανάτων, εφόσον ούτως ή άλλως σε αυτές οι ηλικίες ο σχετικός κίνδυνος ήταν πολύ μικρότερος. Αντίθετα, οι περισσότερο ευάλωτες ηλικίες φαίνεται ότι σε σημαντικό βαθμό προστατεύονται από τη μέχρι τώρα εμβολιαστική προσπάθεια.

Ο εγκλωβισμός των κυβερνήσεων

Παρότι η κατάσταση συνδυάζει την ανησυχητική αύξηση της μεταδοτικότητας του κορονοϊού με την καθησυχαστική διαπίστωση της σχετικά μειωμένης επιθετικότητάς του, για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν είναι εύκολο να αλλάξουν ριζικά ένα αφήγημα που θεμελιώθηκε στον περιορισμό της γενικής διασποράς (παρά στη μείωση των θανάτων) και άρα να δεχθούν να αφήσουν το "κύμα" να εξελιχθεί, επικεντρώνοντας στην ολοκλήρωση του εμβολιασμού. Την ίδια ώρα, όμως, τους είναι πολύ δύσκολο να επαναλάβουν το εγχείρημα των λοκντάουν, ιδίως όταν γνωρίζουν καλά ότι αυτό θα σήμαινε και ακύρωση της προσπάθειας για επιστροφή σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.

Σε αυτό το φόντο επιλέγεται ως στρατηγική ο συνδυασμός ανάμεσα σε στοχευμένα μέτρα, κυρίως με την επιστροφή περιορισμών στην νυχτερινή κυκλοφορία, με την κλιμάκωση του ρυθμού εμβολιασμών, που πλέον αφορούν όλο το ηλικιακό φάσμα, συμπεριλαμβανομένων των εφήβων. Ειδικά το θέμα του εμβολιασμού ανάγεται σε κομβικό, καθώς υπάρχει η διάχυτη αίσθηση ότι φτάνουμε σε ένα σημείο καμπής όπου τα τμήματα των κοινωνιών που ήθελαν να εμβολιαστούν το έχουν ήδη πράξει και τα τμήματα που δεν έχουν εμβολιαστεί είτε ανήκουν σε ηλικίες που βρίσκονταν εκτός της αρχικής εμβολιαστικής στοχοθεσίας είτε έχουν αντιρρήσεις για τον ίδιο τον εμβολιασμό. Σε αυτή την κάμψη των εμβολιαστικών ρυθμών στην Ευρώπη συνεισέφεραν και οι ίδιες οι κυβερνήσεις, κυρίως με τα ιδιαίτερα αντιφατικά μηνύματά τους για το εμβόλιο της AstraZeneca.

Όμως αυτό, με τη σειρά του, γεννά νέους πολιτικούς πονοκεφάλους. Τα μέτρα που άμεσα ή έμμεσα καθιστούν τον εμβολιασμό υποχρεωτικό προκαλούν αντιδράσεις −κάτι που ήδη έχει οδηγήσει σε επανειλημμένες διευκρινίσεις της γερμανικής κυβέρνησης ότι δεν θα καταστεί υποχρεωτικός ο εμβολιασμός−, αλλά και διαδηλώσεις (με την υποστήριξη τμημάτων της ακροδεξιάς) στη Γαλλία και την Ελλάδα.

Τα αναπάντητα ερωτήματα

Σε αυτά προστίθεται μια ορισμένη ασάφεια και ανασφάλεια για τους επόμενους μήνες. Το εάν θα εφαρμοστούν και σε ποια κλίμακα αρνητικές διακρίσεις σε βάρος των ανεμβολίαστων, ως μοχλός πίεσης για να εμβολιαστούν, ή το τι θα γίνει με τους μαθητές που θα επιστρέψουν στα σχολεία και ποια μορφή θα πάρει η σύσταση και για μαζικό εμβολιασμό των εφήβων είναι δύο παραδείγματα. Όμως το βασικό ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό ο συνδυασμός ανάμεσα στα έστω και πεπερασμένης κλίμακας περιοριστικά μέτρα και την επιστροφή ενός κλίματος φόβου θα έχει μια αρνητική επίπτωση στην οικονομία και άρα θα οδηγήσει σε αντιστροφή των όποιων αναπτυξιακών ρυθμών καταγράφονται τώρα.

Ειδικά για τον ευρωπαϊκό Νότο, αυτό έχει να κάνει και με την αγωνία για τις πιθανές επιπτώσεις στον τουρισμό. Ο αναλυτής Τζέικομπ Νελ της Morgan Stanley έχει υποστηρίξει ότι οι απώλειες με όρους ΑΕΠ θα είναι 1,5% για την Ιταλία, 1,7% για την Πορτογαλία, 2,3% για την Ελλάδα και 2,5% για την Ισπανία. Αυτό, με τη σειρά του, θα γεννήσει και νέες αποκλίσεις εντός της Ε.Ε.: η Ιταλία και η Ισπανία θα πρέπει να περιμένουν να μπούμε για τα καλά στο 2022 για να δουν επιστροφή στα προ πανδημίας οικονομικά επίπεδα, την ώρα που η Γερμανία θα έχει καλύψει το κενό μέχρι το τέλος του 2021 και εμφανίζει ακόμα και στοιχεία "υπερθέρμανσης". Παράλληλα, σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο καταγράφονται σημαντικά υψηλότερα επίπεδα χρέους σε σχέση με το 2019.

Πώς ανατρέπονται οι σχεδιασμοί κατά χώρα

Όλα αυτά συνδέονται και με ιδιαίτερους πολιτικούς σχεδιασμούς σε κάθε χώρα. Στη Γαλλία η προσπάθεια του Εμανουέλ Μακρόν να "πάρει επάνω του" την υπόθεση του μαζικού εμβολιασμού, συμπεριλαμβανομένης της αναγγελίας ότι καθίσταται υποχρεωτικός για ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες, έχει να κάνει και με τη ρευστότητα που αποτύπωσαν τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών, όπου το προσκείμενο στον πρόεδρο κόμμα δεν τα πήγε καθόλου καλά, ενώ, αντίθετα, φάνηκε να ανεβαίνουν ξανά οι πολιτικές μετοχές της παραδοσιακής Δεξιάς, συμπεριλαμβανομένης της δυναμικής που δείχνει να έχει η υποψηφιότητα του Ξαβιέ Μπερτράν.

Στη Γερμανία οι εκλογές του Σεπτεμβρίου, που θα σηματοδοτήσουν τη μετάβαση στη μετα-Μέρκελ εποχή, μπορούν να εξηγήσουν γιατί η Χριστιανοδημοκρατία αποφάσισε ότι δεν είχε κάποιο λόγο να πάει σε αυτές σε ανοιχτή σύγκρουση με το υπαρκτό στη Γερμανία ρεύμα κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού.

Στην Ισπανία η κυβέρνηση του Σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ, πλάι στα διλήμματα που έχει για την αντιμετώπιση του νέου κύματος (που ήδη απειλεί να έχει κόστος στον τουρισμό), έχει να αντιμετωπίσει και την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που με οριακή πλειοψηφία έκρινε ότι η απόφαση για το λοκντάουν του 2020 ήταν αντισυνταγματική εφόσον δεν είχε πρώτα κηρυχθεί "κατάσταση εξαίρεσης" με σχετική γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, απόφαση που ενισχύει τις θέσεις της ακροδεξιάς.

Αλλά και στην Ιταλία, όπου ο κομματικός ανταγωνισμός συνεχίζεται εντός της κυβέρνησης Ντράγκι, ο Ματέο Σαβίνι της Λέγκας επιμένει ότι τα κριτήρια πλέον δεν πρέπει να είναι τα κρούσματα (που ανεβαίνουν), αλλά τα σοβαρά κρούσματα και οι διασωληνωμένοι.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια