Τους Δανούς και τους Φινλανδούς φιλάθλους, ομολογώ, τους ζήλεψα. Όχι τόσο για το πώς αντέδρασαν στην περιπέτεια του Έρικσεν. Με τέτοιο σοκ, όλοι με τον ίδιο τρόπο θα αντιδρούσαν. Αλλά για το πώς, πριν το επεισόδιο, παρακολουθούσαν το ματς. Όλοι μαζί, στις ίδιες κερκίδες, δίπλα οι μεν στους δε, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα.
Γράφει ο Παντελής Καψής
Θα πείτε Σκανδιναβοί είναι αυτοί. Σωστά. Δεν έχουν μόνο καλές σχέσεις μεταξύ τους, τις καλλιεργούν κιόλας, αφήνοντας πίσω τους ανταγωνισμούς της δικής τους ιστορίας. Πριν από κάποια χρόνια μού είχε κάνει εντύπωση ένα κλειστό ενημερωτικό πρόγευμα που είχαν διοργανώσει από κοινού οι εδώ πρέσβεις των χωρών αυτών. Οι γνωστές αλλά και όσες πρόσφατα είχαν τελειώσει με τη Ρωσία. Μια μικρή αλλά πολύ χαρακτηριστική εκδήλωση περιφερειακής συνεργασίας.
Αναπόφευκτα το μυαλό μου πήγε στη δική μας γειτονιά. Όταν έπεσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα λέγαμε ότι η χώρα μας θα αναλάβει ηγετικό ρόλο στην περιοχή. Πολιτικό, βοηθώντας στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας, αλλά και οικονομικό, θα γινόμασταν η πόρτα τους προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Τριάντα χρόνια μετά και μόλις τώρα μοιάζει να έχουμε μπει σε έναν δρόμο επίλυσης των προβλημάτων, τουλάχιστον με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Αυτά ως προς την «σκληρή» πολιτική. Γιατί κατά τα άλλα είμαστε μάλλον στο μηδέν. Ποιος μπορεί να φανταστεί, για παράδειγμα, Έλληνες και Αλβανούς φιλάθλους στην ίδια κερκίδα; Για να μην πούμε για Τούρκους, αν μιλάμε για περιφερειακή συνεργασία στα Βαλκάνια, είναι κι αυτοί αυτονοήτως μέσα.
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρχε μια δυναμική σε πρωτοβουλίες προσέγγισης μεταξύ των δύο λαών. Από τους πρωτοπόρους ο Μίκης Θεοδωράκης. Σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκαν και σήμερα στον δημόσιο λόγο, τον επίσημο κυβερνητικό αλλά και στα μέσα ενημέρωσης έχει επικρατήσει η ρητορική της αντιπαράθεσης, αν όχι της εχθροπάθειας. Ως ένα βαθμό αναμενόμενο, από τη στιγμή που υπάρχουν υπαρκτά και σοβαρά προβλήματα. Από την άλλη πλευρά όμως η ρητορική αυτή κινδυνεύει να γίνει από μόνη της πρόσθετο πρόβλημα στις σχέσεις καθώς εθίζει την κοινή γνώμη των χωρών στην αντιπαλότητα. Κι είναι σαφές ότι ο παράγοντας κοινή γνώμη επηρεάζει άμεσα και την πολιτική. Ακόμα χειρότερα, όταν επικοινωνούμε με στερεότυπα κινδυνεύουμε να χάσουμε μετατοπίσεις στις κοινωνίες που θα στήριζαν μελλοντικά και ανατροπές πολιτικής.
Ένα καλό παράδειγμα είναι η Τουρκία. Μια χαρακτηριστική επωδός των περισσότερων αναλυτών είναι ότι η Τουρκία δεν αλλάζει. Εννοούν ότι οι στρατηγικές της επιδιώξεις παραμένουν οι ίδιες, ανεξάρτητα από το αν το κλίμα στις σχέσεις με την Ελλάδα είναι σε ύφεση ή σε φάση όξυνσης. Η ίδια η τουρκική κοινωνία, ωστόσο, αλλάζει κι έχουμε πολλά δείγματα αυτής της αλλαγής. Πριν από λίγες εβδομάδες η «Διανέοσις» έδωσε στη δημοσιότητα μια έρευνα για τις στάσεις της κοινής γνώμης σε Ελλάδα και Τουρκία. Και στις δύο χώρες, παρατηρούσε ο καθηγητής Γιώργος Παγουλάτος, διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ το οποίο συνδιοργάνωσε την έρευνα, η πλειοψηφία παραμένει δέσμια του «εθνικού αφηγήματος». Στις νεότερες ηλικίες της Τουρκίας ωστόσο «η αρνητική εικόνα, για την Ελλάδα, είναι σχεδόν ανύπαρκτη». Θα είναι σημαντικό, συνέχιζε, «η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση να μην διαποτίσει τις νεότερες γενιές, διότι κάπως έτσι κοινωνίες φανατίζονται κι οι συγκρούσεις καθίστανται αυτοεκπληρούμενες προφητείες».
Εξαιρετικά ενδιαφέροντα αποτελέσματα έχει και μια άλλη έρευνα από τους συνεργάτες του ΕΛΙΑΜΕΠ, τον Ευάγγελο Αρεταίο και τον Γιώργο Αγγελετόπουλο, για τρία κόμματα της τουρκικής αντιπολίτευσης, το κεμαλικό CHP, το DEVA που συγκροτήθηκε από πρώην στελέχη προσκείμενα στον Ερντογάν, και το IYI που προήλθε από τους ακραίους εθνικιστές. Ο τίτλος της έρευνας είναι χαρακτηριστικός «Αλλάζουν οι καιροί»; Βασικό επίτευγμα και πλεονέκτημα των τριών αυτών κομμάτων , σημειώνει ο Αρεταίος, «είναι ότι για πρώτη φορά, δείχνουν ότι έχουν αναπτύξει την ικανότητα να συμβαδίζουν με την κοινωνία και τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στους κόλπους της και να ακολουθούν τον άνεμο της βαθιάς δυναμικής εκσυγχρονισμού που φυσάει στην Τουρκία, πίσω από το πέπλο του ακραίου εθνικιστικού και ισλαμικού αφηγήματος της σημερινής κυβέρνησης».
Αυτή τη δυναμική εξετάζουν οι δύο συγγραφείς σε βιβλίο τους που εκδόθηκε πριν από έναν χρόνο με τίτλο «Το τρένο του μεγάλου εκσυγχρονισμού». Πρόκειται για ένα ταξίδι που κάνουν με τρένο, διασχίζοντας της Τουρκία από τα παράλια ως τα βάθη της Ανατολής, συζητώντας με νέους κυρίως ανθρώπους. Κοινό τους χαρακτηριστικό που διαπερνά τις πολιτικές αντιλήψεις, είναι η επιθυμία μιας πιο ελεύθερης κοινωνίας. «Αυτό που γίνεται στην Τουρκία», σημειώνει συνομιλητής τους που παρακολουθεί αυτές τις αλλαγές, και που ίσως κρίνει το μέλλον της χώρας και της κοινωνίας, μαζί με την έκβαση του Κουρδικού, ζητήματος, «είναι ότι οι νέες γενιές των μορφωμένων συντηρητικών ισλαμιστών αλλάζουν. Αντιστέκονται στις προσπάθειες να τους επιβληθεί ένας συντηρητισμός, ένας τρόπος ζωής που δεν τους ταιριάζει. Κι ακόμα πιο πολύ από τους άντρες αντιστέκονται οι νέες γυναίκες, αυτές που τόσο εύκολα εμείς οι αριστεροί ή εσείς οι ξένοι, τις κατατάσσουμε ως "ισλαμίστριες με μαντήλα". Όλοι αυτοί οι νέοι αστοί... θέλουν έναν άλλο τρόπο ζωής. Και πάνω από όλα θέλουν κοινωνική ηρεμία και ευημερία, και όχι πόλωση».
Παρότι δεν έχουμε στοιχεία, ανάλογες τάσεις είναι περίπου βέβαιο ότι αναπτύσσονται σε όλες τις γειτονικές μας χώρες. Αρκούν για να ανατρέψουν πολιτικές; Σίγουρα όχι. Άλλωστε η τελική τους έκβαση παραμένει αβέβαιη, σε όλες τις χώρες, δίπλα στην πίεση για εκσυγχρονισμό ανθεί και ο ακραίος εθνικισμός μαζί με τη μισαλλοδοξία. Θα είχε ενδιαφέρον ωστόσο αν εμείς τουλάχιστον τολμούσαμε να αλλάξουμε τη ρητορική. Αν κατά κάποιο τρόπο μπορούσαμε να απευθυνθούμε, πάνω και πέρα από τις κυβερνήσεις, απευθείας στην κοινή γνώμη των γειτονικών χωρών. Είμαστε μια χώρα ισχυρή, με ισχυρά επιχειρήματα, έχουμε ή πρέπει να έχουμε την αυτοπεποίθηση να απλώνουμε το χέρι. Καλές οι περισπούδαστες γεωστρατηγικές αναλύσεις, η μελέτη των δηλώσεων του Ερντογάν πριν ή μετά την συνάντηση με τον Μητσοτάκη, μερικές φορές όμως αντί να αναδεικνύουν, κρύβουν την πραγματικότητα.
0 Σχόλια