Από χθες τα ξημερώματα, με την κήρυξη κατάπαυσης του πυρός, η ηρεμία επανήλθε, μετά από 11 μέρες φονικών συγκρούσεων, στο Ισραήλ και τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Όμως η "ηρεμία" είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την "ειρήνη", η οποία προϋποθέτει μια μόνιμη και δίκαιη διευθέτηση. Με αυτή την έννοια, το νέο αιματηρό κεφάλαιο που μόλις γράφτηκε στο Μεσανατολικό δεν προορίζεται να είναι το τελικό. Διότι, όσο και αν το διεθνές ενδιαφέρον μετατίθεται προς αντιπαραθέσεις που διαπερνούν σε ολοένα και μεγαλύτερη ακτίνα την ευρύτερη περιοχή, το Μεσανατολικό αποτελεί, όπως δηλώνει και η ονομασία του, το κεντρικό της πρόβλημα, που δεν μπορεί ποτέ να παρακαμφθεί.
Η τελευταία αυτή ανάφλεξη το απέδειξε περίτρανα, καθώς ξέσπασε αναπάντεχα (ή, μάλλον, με... μια μικρή "βοήθεια" από πλευράς του Ισραηλινού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου ο οποίος δίνει τη μάχη της πολιτικής του επιβίωσης) σε μία στιγμή κατά την οποία η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση έμοιαζε παντελώς απωθημένη, εφόσον η μία από τις δύο πλευρές είχε σχεδόν επιτύχει το μέγιστο των επιδιώξεών της.
Η κληρονομιά του Τραμπ
Ας θυμηθούμε ότι επί της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, η υπερδύναμη πέραν του Ατλαντικού είχε προχωρήσει σε σημαντικές μετατοπίσεις, ακόμη και στο διακηρυκτικό πεδίο, οι οποίες συνιστούσαν τομή με το διεθνές δίκαιο (και την αμερικανική διπλωματική παράδοση), αναιρούσαν κάθε διαφοροποίηση μεταξύ της Ουάσινγκτον και του εβραϊκού κράτους και ενταφίαζαν κάθε προοπτική ανάδυσης μιας αυθεντικής "λύσης δύο κρατών" κατά τη διεθνή συναίνεση: αναγνώριση της προσάρτησης των Υψωμάτων του Γκολάν, μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, ανοχή στην επέκταση του εποικισμού των κατεχομένων, διακοπή της αμερικανικής χρηματοδότησης της αρμόδιας για τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες υπηρεσίας του ΟΗΕ, παρουσίαση του "ντηλ του αιώνα" με βάση το οποίο η διεκδίκηση ανεξάρτητης Παλαιστίνης αντικαθίσταται από οικονομικά κίνητρα και, τέλος, σύναψη των Συμφωνιών του Αβραάμ για αναγνώριση του εβραϊκού κράτους από αραβικές δυνάμεις όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν, χωρίς πλέον ούτε την προσχηματική παναραβική αλληλεγγύη των προηγούμενων εποχών.
Σε αυτά, η πρόσφατη εκ νέου αναβολή των παλαιστινιακών εκλογών (που διενεργήθηκαν για τελευταία φορά προ 15ετίας), με την επίκληση της αδυναμίας συμμετοχής των Παλαιστινίων της (παρανόμως) προσαρτημένης ανατολικής Ιερουσαλήμ, ήρθε να κατοχυρώσει την αναξιοπιστία της Παλαιστινιακής Αρχής και να διαψεύσει την προσδοκία εθνικής συμφιλίωσης με την ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς, που ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας.
Η παλαιστινιακή υπόθεση έμοιαζε να βρίσκεται στο ναδίρ.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Και όμως: μετά την ανάφλεξη που μεσολάβησε, οι Παλαιστίνιοι, που βγήκαν μαζικά χθες στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την κατάπαυση του πυρός, δεν έμοιαζαν με έναν ηττημένο λαό ο οποίος πλήρωσε για άλλη μία φορά το προφανές (λόγω της ασυμμετρίας δυνάμεων) βαρύτερο τίμημα του αποκαλούμενου "κύκλου της βίας". Ο λόγος έγκειται ακριβώς στο ότι ο "ενταφιασμός" που έμοιαζε να έχει επιτευχθεί μέχρι πρότινος, αποδεικνύεται ανέφικτος. Τι σημαίνει αυτό για τους διεθνείς συσχετισμούς;
Βραχυπρόθεσμα, και οι δύο πρωταγωνιστές της τελευταίας ανάφλεξης ήτοι ο Βενιαμίν Νετανιάχου και η Χαμάς η οποία διοικεί τη Λωρίδα της Γάζας, βγαίνουν νικητές – στο μέτωπο που τους ενδιαφέρει περισσότερο, που δεν είναι άλλο από το εσωτερικό.
Η πιθανότητα σχηματισμού (μετά τις τέταρτες βουλευτικές εκλογές στο Ισραήλ εντός διετίας) μιας κυβέρνησης "οποιουδήποτε εκτός του Μπίμπι", υπό τον εντολοδόχο πρωθυπουργό Γιάιρ Λαπίντ, έχει πρακτικά ακυρωθεί. Αλλά και στην άλλη πλευρά, το κενό που προκλήθηκε από την αναβολή των παλαιστινιακών εκλογών, καλύφθηκε στην πράξη από την ετοιμότητα της Χαμάς να εμπλακεί στην αναταραχή που αρχικά ξέσπασε στην ανατολική Ιερουσαλήμ, κλιμακώνοντας ταχύτατα τις επιθέσεις με ρουκέτες εναντίον αστικών κέντρων του Ισραήλ. Με τον τρόπο αυτό, οικειοποιείται μια σύγκρουση η οποία ξεκίνησε από μια νέα γενιά Παλαιστινίων διαδηλωτών χωρίς οργανωτική ένταξη και αναδεικνύεται ως ο εκπρόσωπος της παλαιστινιακής υπόθεσης που δεν μπορεί να παρακαμφθεί, την ίδια ώρα που η Παλαιστινιακή Αρχή παρακολουθεί αμήχανα.
Οι αραβικές δυνάμεις, πάλι, οι οποίες συνυπέγραψαν τις Συμφωνίες του Αβραάμ, μένουν μάλλον μετέωρες, ενώ αναβάλλεται επ' αόριστον η προσχώρηση της Σαουδικής Αραβίας, πόσω μάλλον που μένει αναπάντητη από το 2002 η δική της πρόταση ("σχέδιο Αμπντουλάχ") για οριστική διευθέτηση του Μεσανατολικού.
Αλλά τα κρισιμότερα ερωτήματα αφορούν την κυβέρνηση Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο διάδοχος του Ντόναλντ Τραμπ ήταν προφανές ότι δεν επιδίωκε να δαπανήσει διπλωματική ενέργεια στα μεσανατολικά ζητήματα, στον βαθμό άλλωστε που οι δικές του προτεραιότητες αφορούν κυρίως την Άπω Ανατολή. Ούτε επίσης σκόπευε να προβεί σε τομές σε σχέση με τις μεσανατολικές επιλογές του προκατόχου του – με τη σημαντική εξαίρεση της προσπάθειας αποκατάστασης της διεθνούς συμφωνίας του 2015 με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Από αυτή την άποψη, οι τελευταίες εξελίξεις αποτελούν έναν δυσάρεστο πονοκέφαλο, στον βαθμό που περιπλέκουν την όλη εξίσωση της περιοχής και επιβάλλουν ανάληψη πρωτοβουλιών που δεν έχουν ωριμάσει (λ.χ. για την αναβίωση της ειρηνευτικής διαδικασίας Ισραηλινών-Παλαιστινίων αλλά και τη διευκόλυνση μιας διάδοχης στον Νετανιάχου κατάστασης).
Εξού και η αντιφατικότητα των αμερικανικών κινήσεων τις τελευταίες αυτές ημέρες, με τον Μπάιντεν να πιέζει τον Νετανιάχου τηλεφωνικά για άμεση κατάπαυση του πυρός (όπως και συνέβη την επομένη), ενώ ταυτόχρονα ενέκρινε νέα επείγουσα αποστολή οπλισμού στο Ισραήλ και βέβαια υπέβαλε τις ΗΠΑ στην (ανάρμοση για υπερδύναμη) "τελετουργία" της θωράκισης του εβραϊκού κράτους από τέσσερα διαδοχικά σχέδια ψηφισμάτων στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Αλλαγή εσωτερικού κλίματος
Σε κάθε περίπτωση, ο κατεξοχήν προσδιοριστικός παράγοντας της αμερικανικής στάσης στο Μεσνατολικό, που είναι το εσωτερικό πολιτικό κλίμα (περισσότερο και από τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς) δείχνει να αλλάζει, όπως προκύπτει και από τη μιντιακή κάλυψη των πρόσφατων γεονότων, αλλά και την απομάκρυνση ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της αμερικανο-εβραϊκής κοινότητας από τη λογική της άνευ όρων στήριξης του Ισραήλ.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα της κομματικοποίησης, με ευθύνη του ίδιου του Νετανιάχου, των μεσανατολικών ζητημάτων στην αμερικανική δημόσια ζωή, ήδη από την εποχή της προεδρίας Ομπάμα. Την ώρα που 44 Ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές ζητούν από τον Μπάιντεν να σταθεί αταλάντευτα πλάι στο Ισραήλ και να διακόψει κάθε διαπραγμάτευση με το Ιράν, που στηρίζει τη Χαμάς, για πρώτη φορά ένα πλειοψηφικό ποσοστό (53%) των Δημοκρατικών ψηφοφόρων δηλώνει, σε έρευνα της Gallup χρονολογούμενη από τον Μάρτιο ότι οι ΗΠΑ πρέπει να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στην ισραηλινή παρά στην παλαιστινιακή πλευρά.
0 Σχόλια