Χωρίς ιδιωτικό τομέα που να ακμάζει ούτε η ευημερία της χώρας διασφαλίζεται αλλά ούτε και τα δικαιώματα των εργαζομένων προστατεύονται.
ην περίοδο των παχιών αγελάδων, όταν η οικονομία παρουσίαζε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, στις αρχές του 2000, οι οικονομολόγοι είχαν εντοπίσει το ακόλουθο «παράδοξο»: ενώ ανέβαινε η οικονομική δραστηριότητα, η ανεργία παρέμενε σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα και η απασχόληση ήταν στάσιμη. Όσοι είχαν δουλειά βελτίωναν τη θέση τους, όσοι αναζητούσαν εργασία πάλευαν.
Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα το παράδοξο. Τα συνδικάτα σε συμφωνία με τους εργοδότες, διασφάλιζαν τα συμφέροντα των «εντός» αδιαφορώντας για τους «εκτός». Έτσι δίνονταν μισθολογικές αυξήσεις αναντίστοιχες με την παραγωγικότητα, με αποτέλεσμα να μη συμφέρει τις επιχειρήσεις να προσλάβουν περισσότερους εργαζόμενους. Ιδίως μέσα σε ένα έντονα γραφειοκρατικό πλαίσιο που αποθαρρύνει τις προσλήψεις. Τη (δανεική) ευημερία της περιόδου τη μοιραστήκαμε πολλαπλώς άνισα.
Ως ένα βαθμό αυτό εξηγεί και την κρίση που ξέσπασε στην ελληνική οικονομία το 2009. Οι μισθοί και το κόστος εργασίας σε εκείνη την περίοδο, οι απολαβές των εντός δηλαδή, αυξήθηκαν πολύ περισσότερο από ό,τι στην Ευρώπη με αποτέλεσμα την κατάρρευση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και το τεράστιο εξωτερικό έλλειμμα. Όλες σχεδόν οι αλλαγές στα εργασιακά που επιβλήθηκαν από την τρόικα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν μέσα από ένα τέτοιο σχήμα. Ήταν δηλαδή μια προσπάθεια η αγορά εργασίας να αντανακλά και να προσαρμόζεται στην οικονομική πραγματικότητα, όχι τις συμβιωτικές σχέσεις συνδικαλιστών και εργοδοτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η θεσμοθέτηση των επιχειρησιακών συμβάσεων οι οποίες αναγκαστικά λαμβάνουν υπόψη τους τις πραγματικές δυνατότητες κάθε μονάδας. Πολλές επιχειρήσεις δεν θα είχαν επιβιώσει χωρίς αυτές και πολλές έκλεισαν ακριβώς επειδή στις συνθήκες της κρίσης δεν μπορούσαν να καλύψουν το κόστος εργασίας.
Ανάλογο παράδειγμα είναι και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Παρέχει τη δυνατότητα ευελιξίας σε ορισμένες επιχειρήσεις χωρίς αναγκαστικά να βλάπτει τους εργαζόμενους. Το να μπορεί να δουλεύει κάποιος 10 ώρες την ημέρα αλλά 4 ημέρες την εβδομάδα, προβλέπεται ήδη από τον νόμο που υπέγραψαν οι Ραγκούσης, Ξενογιαννακοπούλου και Κατσέλη το 2010, με κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Προϋπόθεση ωστόσο είναι η συμφωνία των συνδικάτων. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι εφαρμόζεται σε πολύ μικρότερο βαθμό από ότι ενδεχομένως θα επιθυμούσαν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι. Με τη νέα ρύθμιση θα μπορεί ατομικά ο εργαζόμενος να συμφωνεί με τον εργοδότη.
Ο αντίλογος είναι προφανής: η πραγματικότητα στην αγορά εργασίας είναι η καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Έτσι οι νέες ρυθμίσεις το μόνο που θα κάνουν θα είναι να διευκολύνουν ακόμα περισσότερο τους εργοδότες να επιβάλλουν τους όρους τους στο αδύναμο μέρος της σχέσης, τον εργαζόμενο. Το ότι αυτή είναι οι πραγματικότητα σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί. Το κρίσιμο ερώτημα ωστόσο είναι αν ο σχεδιασμός για την αγορά εργασίας θα γίνει με τους όρους αυτής της παρανομίας, όσο εκτεταμένη και αν είναι, ή αν θα δοθεί προτεραιότητα στις ανάγκες της οικονομίας. Στην ανάγκη δηλαδή να διασφαλιστούν συνθήκες ευελιξίας που θα επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να προσαρμόζονται στα καινούργια δεδομένα που έχουν επιφέρει τόσο η τεχνολογία όσο και η υγειονομική κρίση. Να τους επιτρέπουν δηλαδή να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν σε ένα έντονα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη γιατί ο διαχωρισμός δεν είναι ποτέ τόσο απόλυτος. Μπορούμε ωστόσο να συμφωνήσουμε σε μερικά βασικά.
Πρώτον ότι δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε το πρόβλημα με τους όρους μιας ξεπερασμένης ιδεολογίας σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις είναι γαλέρες όπου κάποιοι ασυνείδητοι εργοδότες βασανίζουν εργαζόμενους. Χωρίς ιδιωτικό τομέα που να ακμάζει ούτε η ευημερία της χώρας διασφαλίζεται αλλά ούτε και τα δικαιώματα των εργαζομένων προστατεύονται.
Δεύτερον ότι αν επαναληφθεί το «παράδοξο» του 2000, αν δηλαδή η ανάκαμψη που αναμένουμε δεν συνοδευτεί και από την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, τότε τα οφέλη της θα είναι περιορισμένα και επισφαλή. Άλλωστε από την εποχή του Μαρξ γνωρίζουμε ότι ο «εφεδρικός βιομηχανικός στρατός» είναι το μεγαλύτερο όπλο του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια μείζον προοδευτικό αίτημα στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι η μείωση της ανεργίας. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να αυξηθούν τελικά και οι μισθοί.
Αν οι συνδικαλιστές μπορούσαν να σκεφτούν διαφορετικά την πρωτοβουλία, θα την είχαν τα ίδια τα συνδικάτα υποχωρώντας εκεί που πραγματικά μπορούν να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις και διασφαλίζοντας ανταλλάγματα που προστατεύουν τα δικά τους συμφέροντα και τις θέσεις εργασίας. Θα είχαν καταλάβει δηλαδή ότι όταν προσπαθούν να σταματήσουν ώριμες μεταρρυθμίσεις τότε το μόνο που πετυχαίνουν είναι αυτές να γίνουν ερήμην τους. Ακριβώς όπως τώρα με την διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Αλλά βέβαια μια τέτοια ταξική συνεργασία είναι ανάθεμα. Αφήστε που είναι και το κόμμα που μας τραβά από το μανίκι.
0 Σχόλια