Ποια είναι τα περιθώρια επιβίωσης του συστήματος Ερντογάν με την αλλαγή στάσης των ΗΠΑ;
Οι Τούρκοι όταν θέλουν να επισημάνουν, και μάλιστα εμφατικά, μία αλλαγή στάσης με θεαματική διακοπή μιας έντονης δραστηριότητας χρησιμοποιούν τη φράση «Yelkenleri suya Indirdi». Στα ελληνικά μεταφράζεται ως «κατέβασε τα πανιά στο νερό», δηλαδή ακινητοποίησε το πλοίο.
Δημοσιογραφικά και ως προς τον χαρακτηρισμό της στάσης του Ταγίπ Ερντογάν από το Σάββατο που μας πέρασε, χρησιμοποιείται η επίσης ναυτική έκφραση «Tornistan Yapti» που σημαίνει «Κράτει και ανάποδα πάση δυνάμει». Στην αγοραία διπλωματική γλώσσα του διεθνούς πεζοδρομίου χρησιμοποιείται ενίοτε και η έκφραση «την έκανε πλαγίως, με ελαφρά πηδηματάκια».
Όλα αυτά για να περιγραφεί όσο το δυνατόν πληρέστερα η αντίδραση του προέδρου της Τουρκίας μετά την τηλεφωνική του επικοινωνία, την οποία ανέμενε εναγωνίως εδώ και τρεις μήνες, με τον Τζο Μπάιντεν ο οποίος του ανακοίνωσε αυτό που οι πάντες ήδη γνώριζαν. Οι ΗΠΑ μετά από ένα κρυφτούλι δεκαετιών και ύστερα από ελιγμούς που έσπασαν τα νεύρα της Ιστορίας, αναγνώρισαν επίσημα τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Αναγνώρισαν δηλαδή τη μεθοδικά και συστηματικά, με κεντρικό κρατικό συντονισμό και πλήρη συνείδηση των κρατούντων, εκτέλεση σχεδίου εξολόθρευσης ενός λαού ο οποίος κατοικούσε επί αιώνες στην Ανατολική - Βορειανατολική Τουρκία, στην Καππαδοκία και στα μεγάλα αστικά κέντρα της σημερινής Τουρκίας.
Η αιματοβαμμένη αυτή καταιγίδα μίσους και φυλετικού όσο και θρησκευτικού μένους σάρωσε κι άλλες μειονότητες οι οποίες είτε σφαγιάστηκαν επιτόπου, είτε εκτοπίστηκαν και εξολοθρεύτηκαν με αυτόν τον τρόπο από εξάντληση και ασιτία, είτε εξωθήθηκαν βιαίως να αυτοεξοριστούν. Όλες αυτές οι μειονότητες, εκτός των Αρμενίων, ήταν χριστιανικές. Έλληνες Ορθόδοξοι και Ασσύριοι Μονοφυσίτες κυρίως. Αυτά για την ιστορία.
Για τις πολιτικές τώρα επιπτώσεις αυτής της κομβικής, για τις εξελίξεις στην Εγγύς Ανατολή, ενέργειας του Τζο Μπάιντεν τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως σύνθετα και ιδιοτύπως πολύπλοκα.
Οι Τούρκοι διπλωμάτες με εμπειρία στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ανέμεναν έως και την έσχατη ώρα πως το αμερικανικό «Βαθύ Κράτος», ιδιαίτερα όσον αφορά τους μηχανισμούς του Πενταγώνου, θα φρέναρε τους «αντιτουρκικούς θύλακες», όπως τους κατονομάζουν, στον Λευκό Οίκο και το State Department. Όπως, δηλαδή, παραδοσιακά συνέβαινε τις τελευταίες πολλές δεκαετίες. Τελικά οι ελπίδες των Τούρκων διπλωματών διαψεύστηκαν οικτρά και κυρίως ολοσχερώς. Το αμερικανικό «Βαθύ Κράτος» αυτή τη φορά και τουλάχιστον προς στιγμήν, από το Υπουργείο Άμυνας και το αμυντικοβιομηχανικό κατεστημένο (παραγωγή των μαχητικών F 35), στο Κογκρέσο το οποίο επέβαλε τις κυρώσεις στην τουρκική αμυντική βιομηχανία λόγω της προμήθειας των ρωσικών συστημάτων S400 και στο Υπουργείο Εξωτερικών το οποίο προβάλλει όλες τις υποθέσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία πήρε θέση. Είναι όμως και η αμερικανική Δικαιοσύνη η οποία διαχειρίζεται την ωρολογιακή βόμβα για τον ίδιο τον Ταγίπ Ερντογάν και το άμεσο περιβάλλον του, την υπόθεση της κρατικής τράπεζας Halk Bank μέσω της οποίας το καθεστώς της Άγκυρας τορπίλισε το αμερικανικό εμπάργκο στο Ιράν αποκομίζοντας τεράστια κέρδη σε μαύρο χρήμα από τη λαθραία διακίνηση του περσικού χρυσού.
Με λίγα λόγια, μετά την τετραετή περίοδο ασυλίας την οποία απολάμβανε το «Σουλτανάτο του Λευκού Παλατιού» της Άγκυρας, αυτός ο ισχυρός πυρήνας εξουσίας που ελέγχει όλες τις πολιτικές και οικονομικές δραστηριότητες της χώρας, έφθασε η ώρα της συνολικής καταβολής του τιμήματος εκ μέρους του καθεστώτος Ερντογάν. Το τίμημα είναι βαρύ.
Ο μέσος έλληνας πολίτης δεν είναι και δικαίως σε θέση να αντιληφθεί το μέγεθος της ανασφάλειας που έχει καταλάβει το τουρκικό «Βαθύ Κράτος» μετά την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Ας αναλογιστούμε πως μόνο η υπόθεση «Bakalian», η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη στα αμερικανικά δικαστήρια, αφορά τα περιουσιακά δικαιώματα επί της τεράστιας στρατιωτικής βάσης του «Ιντσιρλίκ». Οι απόγονοι των σφαγιασθέντων Αρμενίων της οικογένειας των Bakalian που είναι αμερικανοί πολίτες διεκδικούν την περιουσία του προπάππου τους επί της οποίας λειτουργεί η αμερικανική στρατιωτική βάση. Η διεκδικούμενη έκταση είναι 500 στρέμματα. Δηλαδή 500.000 τετραγωνικά μέτρα. Εφιάλτης για το τουρκικό κρατικό σύστημα.
«Οι μεγάλες χώρες αργούν να καταρρεύσουν αλλά όταν έρθει η στιγμή τότε η κατάρρευση προκαλεί μεγάλο θόρυβο».
Με αυτά τα λόγια ο Τσενγκίζ Ακτάρ, επισκέπτης καθηγητής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και γνωστός ακαδημαϊκός δάσκαλος και δημοσιογράφος στην Τουρκία, περιγράφει τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του. «Θα αργήσει η πτώση του Ερντογάν, και λόγω της κεκτημένης ταχύτητας με την οποία λειτουργεί το τουρκικό κράτος αλλά και διότι στο πολιτικό προσκήνιο αλλά και στο παρασκήνιο δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική, αξιόπιστη και πολιτικά βιώσιμη πρόταση που να είναι ορατή ακόμη και στον ορίζοντα».
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Το τουρκικό άχθος» (το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Τίνα Πλυτά και ήδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίμετρο) βάζει κάποιο, απαραίτητο, φρένο σε όλες αυτές τις προσεγγίσεις που επιμένουν πως το τέλος του Ταγίπ Ερντογάν είναι προ των πυλών. Δεν υπάρχει χώρος για αμετροεπείς συναισθηματισμούς. Κανένα τέλος του Ερντογάν δεν είναι προ των πυλών και αυτό το γνωρίζουν καλύτερα από τον οποιονδήποτε ο Τζο Μπάιντεν και οι σύμβουλοί του. Η αποσύνθεση του προσωποπαγούς συστήματος εξουσίας του Ταγίπ Ερντογάν έχει πολλές αντοχές και ευρύ φάσμα εφεδρειών στο εσωτερικό της χώρας την οποία διοικεί επί 16 χρόνια.
Ο Ερντογάν δεν είναι απλώς ένας ισχυρός πρόεδρος της Τουρκίας. Είναι και ένας θεοκρατικού τύπου «manager» με τον ιδεολογικό μανδύα του Ισλάμ που ελέγχει μία νέα τάξη οικονομικών και στρατιωτικών πραγμάτων στη χώρα της οποίας η κοινωνία έχει γαλουχηθεί σε έναν εσαεί αυταρχισμό. Από τον αυταρχικό κεμαλισμό πέρασε στον στρατοκρατικό μετακεμαλισμό για να καταλήξει στον στρατοκρατικό και αποδυτικοποιημένο ιδιότυπο σημερινό ισλαμισμό. Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο σύστημα εξουσίας με μία νέα κοινωνική τάξη επιχειρηματιών και διοικητικών παραγόντων που έχουν συνδέσει άρρηκτα την ευημερία τους και το μέλλον τους με την τύχη του Ερντογάν. Μιλάμε για ένα ολιστικό σύστημα αυταρχικής, με προσωποπαγή χαρακτήρα, εξουσίας.
Αυτό το σύστημα Ερντογάν, παρά την καθεστωτική αμφισβήτησή του από κέντρα όπως οι ΗΠΑ (σε αυτή τη χρονική στιγμή) ή από τη σημερινή ηγεσία της Γαλλίας, τη Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο και τα Αραβικά Εμιράτα, αλλά σε έναν βαθμό και από το Ισραήλ με τα σημερινά πάντα δεδομένα, διαθέτει περιθώρια επιβίωσης μέχρι την τελική κατάρρευση.
Διαθέτει επίσης δυνατότητα εσωτερικής συστράτευσης, αν επικαλεστεί έναν ευδιάκριτο για τους παραδοσιακούς εθνικιστές και ακόμη παραδοσιακότερους ισλαμιστές ορατό εχθρό. Με πραγματικό τρόμο παρακολούθησε η διεθνής κοινή γνώμη το πώς συσπειρώθηκε το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της Τουρκίας, με μοναδική εξαίρεση το πολιτικά ανίσχυρο κουρδικό κόμμα του HDP, απέναντι στις ΗΠΑ που αναγνώρισαν τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Τελικά ενδεχομένως να νομιμοποιείται πλέον ο κάθε αναλυτής να κάνει χρήση του όρου «ομόσταυλη πολιτική νομενκλατούρα της Τουρκίας» μετά την καθολική σχεδόν αντίδραση των τελευταίων ημερών. Ένας βαθιά ριζωμένος εθνικισμός, γαρνιρισμένος από φανατικό ισλαμισμό, με μία γενναία δόση ιστορικής ανασφάλειας. Το χειρότερο δυνατό κοκτέιλ. Ένα εκρηκτικό μίγμα που ιδεοληπτικά καλύπτει μία ευρεία κοινωνική πλειοψηφία στη σύγχρονη Τουρκία.
Η κρίσιμη ημερομηνία από την οποία θα κριθούν τα πάντα είναι η πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ με τον Σουλτάνο της Άγκυρας στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ
Μέχρι στιγμής, λοιπόν, ο Ταγίπ Ερντογάν υιοθετεί ένα πολύ χαμηλό προφίλ με εξαιρετικά προσεκτικές διατυπώσεις έναντι των ΗΠΑ και του Τζο Μπάιντεν.
Μετά το Υπουργικό Συμβούλιο που συγκάλεσε τη Δευτέρα που μας πέρασε, ο πρόεδρος της Τουρκίας περιορίστηκε σε μία «ιστορικού περιεχομένου αντιπαράθεση» με παράδοση σε ύφος επαρχιώτη δασκαλάκου, μαθημάτων ιστορίας για ανίδεους που είναι και το «εκπαιδευμένο» ακροατήριό του. Πέραν τούτου ουδέν.
Ο Ερντογάν και οι σύμβουλοί του ξέρουν καλύτερα από τον καθένα πως η κρίσιμη ημερομηνία από την οποία θα κριθούν τα πάντα είναι η πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση του προέδρου των ΗΠΑ με τον Σουλτάνο της Άγκυρας στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου.
Η ατζέντα αυτής της συνάντησης είναι κάτι περισσότερο από βαριά. Ζητήματα κρίσιμα και κομβικά όπως αυτό της Συρίας, του Ιράκ και της Λιβύης. Η Ανατολική Μεσόγειος. Η Μαύρη Θάλασσα και η αντιπαράθεση του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Το Ουκρανικό. Οι σχέσεις Τουρκίας με το Ιράν και τη Μόσχα. Οι S400 και η συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία. Σπανίως σε διμερείς σχέσεις η διπλωματική ατζέντα είναι τόσο βαριά και πολύπλοκη.
Σε αυτή τη συνάντηση θα αποσαφηνιστεί εν μέρει το εάν η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να θεωρεί σημαντική τη στρατηγική θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια σκακιέρα υπό τις παρούσες τεχνολογικές και στρατιωτικές συνθήκες. Θα διαλευκανθεί (εν μέρει) εάν οι Αμερικανοί διάβηκαν πραγματικά τον Ρουβίκωνα στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις ή απλά «έβρεξαν τα πόδια τους» διατηρώντας το δικαίωμα να αποτραβηχτούν από τη γλιστερή όχθη.
Στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ θα αντιληφθούμε τις πραγματικές προθέσεις του αμερικανικού Πενταγώνου έναντι της Τουρκίας. Μέχρι τότε, λοιπόν, μέτρο και προσοχή. Άλλωστε τα επόμενα εικοσιτετράωρα στη Γενεύη θα είναι ενδεχομένως αποκαλυπτικά για τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας ως προς τις άμεσες στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές της. Οι άτυπες συνομιλίες για το Κυπριακό είναι ένα πρώτο τεστ. Όχι μόνον για τους Τούρκους αλλά και για όλους τους άλλους.
0 Σχόλια