Η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα, η σκόπιμη και συστηματική εξολόθρευση 1,5 εκατομμυρίων Αρμενίων μετά το 1915, περιμένει ακόμη την καθολική αναγνώριση από τα μέλη του ΟΗΕ.
Γράφει ο Κώστας Λάβδας *
Μέχρι σήμερα, λίγο περισσότερες από 30 χώρες έχουν αναγνωρίσει επίσημα τον διωγμό και την εξολόθρευση των Αρμενίων ως γενοκτονία. Ανάμεσά τους, πέρα από την Αρμενία, την Ελλάδα και την Κύπρο, βρίσκουμε μεταξύ άλλων την Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Πορτογαλία, τον Καναδά, την Ρωσία, την Σουηδία, την Ελβετία, το Βατικανό. Στην ΕΕ υπάρχουν χώρες που ακόμη δεν έχουν αναγνωρίσει, όπως η Ισπανία και η Ουγγαρία.
Στις ΗΠΑ, το ομοσπονδιακό Κογκρέσο προώθησε την αναγνώριση το 2019, αλλά χρειάστηκε να διαδεχθεί τον Τραμπ ο Μπάιντεν για να ενστερνιστεί και ο Πρόεδρος αυτή την πολιτική. Φέτος, στην 106η επέτειο της γενοκτονίας, ο Μπάιντεν δεν μάσησε τα λόγια του.
Στη δήλωση του Λευκού Οίκου, η στηλίτευση της «Αρμενικής γενοκτονίας της Οθωμανικής εποχής» συνοδεύεται από την ανανεωμένη έμφαση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του σεβασμού της ειρηνικής συνύπαρξης.
Ήταν, βεβαίως, μια αναγνώριση που άργησε. Άλλωστε η αναγνώριση τη συγκεκριμένη στιγμή έχει προφανώς και την εργαλειακή της διάσταση. Όμως αυτό δεν μειώνει την μεγάλη σημασία της κίνησης σε πολλά επίπεδα.
Για τις ΗΠΑ, η κίνηση σαφώς αναδεικνύει την εξασθένιση του τουρκικού λόμπυ σε συνδυασμό και με το κόψιμο του ομφάλιου λώρου που συνέδεε (συχνά με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια) τις οικογένειες Τραμπ και Ερντογάν.
Σηματοδοτεί, επίσης, την πεποίθηση της κυβέρνησης Μπάιντεν ότι το καθεστώς της Άγκυρας πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο και ανεξάρτητα από την ευνόητη πρόθεση της Ουάσιγκτον να προσπαθήσει να κρατήσει την Άγκυρα στο ΝΑΤΟ, αντανακλά μια στροφή στα προβαλλόμενα στοιχεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Όπως έγραψα εδώ από τον Φεβρουάριο, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, ασκεί κριτική στο καθεστώς Ερντογάν όχι μόνο σε σχέση με τους S-400 και την επιλεκτική συνεργασία του με το καθεστώς Πούτιν, αλλά –επιτέλους– με αναφορά και στις εντεινόμενες αυταρχικές πρακτικές της Άγκυρας οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τον αξιακό πυρήνα της Δύσης. Άλλωστε τα αυταρχικά καθεστώτα του Πούτιν και του Ερντογάν δεν ήταν μόνα σε αυτό το πλαίσιο κριτικής και προειδοποιήσεων.
Σε ένα βαθμό, παρόμοια αντιμετώπιση από τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον έχει και η Σαουδαραβική απολυταρχία, της οποίας οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Υεμένη δεν υποστηρίζονται πια από τις ΗΠΑ. Παράλληλα, η συζήτηση έχει ξεκινήσει για το εάν θα έπρεπε να προχωρήσουν οι πωλήσεις (που συμφωνήθηκαν επί Τραμπ) οπλικών συστημάτων αξίας 36 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ένα τόσο καταπιεστικό καθεστώς. Ενώ σε αμερικανικές πιέσεις οφειλόταν και η απελευθέρωση της ακτιβίστριας Loujain al-Hathloul τον Φεβρουάριο στο Ριάντ.
Οι αμερικανικές θέσεις για την ελευθερία και τα δικαιώματα ως στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής συνιστούν, αυτή τη στιγμή, ένα ενδιαφέρον μείγμα. Διαφορετικά στοιχεία συνυπάρχουν: επανεπιβεβαίωση των αξιακών διαστάσεων της αμερικανικής πολιτικής, προσπάθεια ανάδειξης ενός φιλελεύθερου υποδείγματος απέναντι στο αναδυόμενο κινεζικό υπόδειγμα εξουσίας αλλά και εργαλειακή αξιοποίηση δικαιωματιστικών κριτηρίων και ανθρωπιστικών επεμβάσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η επίκληση του προφανούς, ότι δηλαδή τα ανθρώπινα δικαιώματα συχνά χρησιμοποιούνται στην εξωτερική πολιτική και με τρόπους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των κρατικών ηγεσιών, δεν μας απαλλάσσει από την ανάγκη αποτίμησης της σημασίας των συνεπειών που προκύπτουν από την αναγωγή των δικαιωμάτων σε γενικές αρχές πολιτικής. H πολύτιμη ιδέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων ως κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας αποτελεί έναν από τους πυλώνες του πολιτισμού μας.
Για τη σύγχρονη Τουρκία, η άρνηση της κριτικής αντιμετώπισης του παρελθόντος της οδηγεί μακριά από αυτόν τον πολιτισμό. Σε όλη την περίοδο της κρίσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσα από την οποία αναδύθηκε, τελικά, η προσπάθεια του μονοκομματικού και αυταρχικού εκσυγχρονισμού του Κεμάλ, όσοι πάσχιζαν για τη νέα Τουρκία δεν έκρυβαν την πεποίθησή τους ότι οι Μουσουλμάνοι θα έπρεπε να αποτελέσουν τον πυρήνα του έθνους.
Γνωρίζουμε ότι, στην πραγματικότητα, οι αρχές στο Ντιγιαρμπακίρ είχαν αρχίσει να σχεδιάζουν τους διωγμούς των Αρμενίων μήνες πριν η Κωνσταντινούπολη εγκαινιάσει επίσημα αυτή την πολιτική τον Απρίλιο του 1915. Οι εκτοπίσεις, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι σφαγές και οι οικειοποιήσεις περιουσιών που ξεκίνησαν το 1915 εναντίων των Αρμενίων συνεχίστηκαν δυτικότερα – σε μικρότερη κλίμακα αριθμητικά αλλά με εξίσου κτηνώδεις μεθόδους και ίδιες τραγικές συνέπειες – με την εκδίωξη των Ελλήνων και συνολικά των χριστιανικών πληθυσμών από την Μικρά Ασία.
Εν κατακλείδι, τι αλλάζει με την ιστορική κίνηση Μπάιντεν για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων;
Όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, το νέο πλαίσιο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είχε σε γενικές γραμμές τεθεί από το δίμηνο Φεβρουάριος – Μάρτιος 2021. Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις, η υπερδραστήρια τουρκική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και τον Καύκασο και η συνεχιζόμενη απομάκρυνση από τις δημοκρατικές αξίες και πρακτικές σφραγίζουν το νέο πλαίσιο.
Ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να σπάσει τον πάγο στη συνάντηση με τον Μπάιντεν τον Ιούνιο, αλλά οι εξελίξεις μέχρι τότε θα είναι κρίσιμες σε όλα τα μέτωπα. Η περίοδος 2021-23, για λόγους που έχω εξηγήσει διεξοδικά κατά καιρούς σε άρθρα, θα σφραγίσει τη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η καθυστέρηση αντιμετώπισης των ζητημάτων και η αναβλητικότητα στην λήψη μέτρων μπορεί να φαίνονται πρόσφορες για μια προσεκτική διαχείριση της δομικά απομακρυνόμενης Τουρκίας, όμως από την άλλη πλευρά, δίνουν χρόνο στην αυταρχική πολιτική και την προπαγάνδα της να ριζώσουν βαθύτερα, μεταξύ άλλων στην τουρκική κοινή γνώμη, η οποία εθίζεται στην εθνικιστική εκλαΐκευση της μαξιμαλιστικής αναθεωρητικής στρατηγικής του τουρκικού κατεστημένου. Από κάθε άποψη, η ιστορική κίνηση Μπάιντεν ήταν πια επιβεβλημένη: επιταχύνει τις εξελίξεις και δίνει ένα σαφέστερο στίγμα.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.
0 Σχόλια