Σε κάλπες προς το τέλος της τετραετίας ή νωρίτερα, το φθινόπωρο του 2022, προσανατολίζεται τώρα το Μαξίμου - Τα ρίσκα της αυτοδυναμίας και ο πήχυς του 38% για 151 βουλευτές με τον νέο εκλογικό νόμο.
Είναι βέβαιο ότι σε λίγα πράγματα συμφωνούν ο Μητσοτάκης και ο Τσίπρας. Γι’ αυτό και συνιστά έκπληξη ότι συμπίπτουν οι απόψεις τους σε ένα ζήτημα και μάλιστα μείζονος πολιτικής σημασίας: τον χρόνο των εκλογών.
Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αντιμετωπίζει το 2021 ως εκλογική χρονιά. Παρότι αρκετοί σύμβουλοι και συνεργάτες τους δεν διστάζουν να προεξοφλήσουν ότι το προσεχές φθινόπωρο «βλέπουν» κάλπες.
Ομως οι συγκλίσεις των δύο ηγετών σταματούν εδώ. Αλλωστε ο χρόνος των εκλογών αποτελεί θεσμικά προνόμιο του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Η αντιπολίτευση το μόνο που μπορεί να κάνει είναι προβλέψεις και εκτιμήσεις, επεξεργαζόμενη αντίστοιχα τον δικό της πολιτικό σχεδιασμό.
Αρα το κύριο ερώτημα είναι γιατί ο Μητσοτάκης δεν δείχνει διατεθειμένος να αναλάβει την πρωτοβουλία για εκλογές εντός του 2021. Σε μια στιγμή μάλιστα που όλες οι δημοσκοπήσεις τού δίνουν «αέρα» νίκης και προεξοφλούν μια άνετη επικράτηση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αγωνίζεται να αποκτήσει έναν σταθερό αντιπολιτευτικό βηματισμό.
Σημείωση αναγκαία. Παρότι ο Μητσοτάκης δείχνει ειλικρινής στις διαβεβαιώσεις ότι δεν πηγαίνει σε εκλογές, αυτό δεν συνεπάγεται ότι έχει φύγει οριστικά από το τραπέζι το χαρτί του εκλογικού αιφνιδιασμού.
Οι ενδείξεις είναι αρκετές. Υπάρχουν στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού που εισηγούνται εκλογές το φθινόπωρο. Μέχρι πρόσφατα αρκετοί «θερμοκέφαλοι» προέκριναν ακόμη και κάλπες στις αρχές του καλοκαιριού, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο.
Υπέρ της βάσιμης υποψίας ότι ο Μητσοτάκης ακόμη ψάχνεται και ουδείς μπορεί να αποκλείσει κατηγορηματικά το σενάριο ενός εκλογικού αιφνιδιασμού το φθινόπωρο συνηγορούν και κάποιες αθόρυβες πρωτοβουλίες του ίδιου του πρωθυπουργού. Για παράδειγμα, η επιστράτευση στο Μέγαρο Μαξίμου του Θεόδωρου Λιβάνιου με αυξημένες αρμοδιότητες στην επικοινωνία και τον πολιτικο-εκλογικό σχεδιασμό δεν είναι μια κίνηση άσχετη με την πιθανότητα ενός εκλογικού αιφνιδιασμού.
Παρ’ όλα αυτά, όλοι οι συνομιλητές του πρωθυπουργού αποκομίζουν την εντύπωση ότι δεν είναι στο μυαλό του η προοπτική για εκλογές το 2021. Απλώς επιδιώκει να έχει στη διάθεσή του και ένα εναλλακτικό σχέδιο εφόσον προκύψουν νέα δεδομένα και άλλες συνθήκες.
Εκπλήξεις
Ας επανέλθουμε λοιπόν στο ερώτημα γιατί ο Μητσοτάκης δεν σχεδιάζει άμεσα πρόωρες εκλογές. Οι προφανείς λόγοι αφορούν την εξέλιξη της πανδημίας. Είναι δεδομένο ότι στις αρχές του καλοκαιριού η χώρα ακόμη θα δυσκολεύεται να εξέλθει από το σκοτεινό τούνελ. Ακόμη και για το φθινόπωρο οι προοπτικές είναι συγκεχυμένες και οι αστάθμητοι παράγοντες πολλοί. Η κατάσταση πραγμάτων στην οικονομία και την κοινωνία άγνωστη και με σημαντικούς βαθμούς επικινδυνότητας. Ποιος λοιπόν αναλαμβάνει το ρίσκο με βάρκα την ελπίδα ότι και η πανδημία θα έχει τελειώσει και η κοινωνία θα πιστεύει τα ίδια που «φωτογραφίζουν» τώρα οι δημοσκοπήσεις;
Επιπρόσθετα,το ρίσκο διευρύνεται από μια πρόσθετη παράμετρο: οι εκλογές ούτε προεξοφλούνται εκ των προτέρων, ούτε μοιάζουν με περίπατο στην εξοχή. Ολες, ακόμη και οι πιο «σίγουρες», ενέχουν κινδύνους και υποκρύπτουν εκπλήξεις. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν είναι ποτέ μια εύκολη απόφαση για έναν πρωθυπουργό.
Μια επιφανειακή ματιά στη σύντομη εκλογική προϊστορία στη χώρα μας αποδεικνύει ότι οι εκλογές σημαίνουν εκπλήξεις και είναι μια δύσκολη δουλειά για τους «προφήτες».
Ορισμένα παραδείγματα εκ του προχείρου: Περίμεναν πολλοί στις πρόσφατες εκλογές ότι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ θα προσέγγιζε το 32%; Ούτε καν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ηταν αναμενόμενα τα ποσοστά του δημοψηφίσματος, οι σχεδόν μηδενικές απώλειες (σε ποσοστά) του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 σε σχέση με τις εκλογές του Ιανουαρίου; Για να μην πάμε πιο πίσω, στον διπλό εκλογικό σεισμό του 2012. Οι εκλογές, λοιπόν, λόγω του ρευστού κοινωνικού και πολιτικού τοπίου την τελευταία δεκαετία ευνοούν τις εκπλήξεις και το απρόοπτο. Και, ως γνωστόν, τα λάθη μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου δεν αναγνωρίζονται.
Αυτοδυναμία
Οι επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν, διαθέτουν μια πρόσθετη ιδιομορφία. Θα είναι διπλές, καθώς στην πρώτη εκλογή «θα καεί» ο νόμος της απλής αναλογικής που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Παρότι είναι βέβαιο ότι δεν θα προκύψει κυβερνητική πλειοψηφία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα δημιουργηθούν πολιτικά δεδομένα. Η αναλογική ψήφος συνήθως ενισχύει τα μικρά κόμματα, μειώνει τη δύναμη των κομμάτων εξουσίας και συμβάλλει στον κατακερματισμό του πολιτικού πεδίου. Ας το έχουμε κι αυτό στο μυαλό μας για πιθανές απρόβλεπτες εξελίξεις.
Στις δεύτερες εκλογές που θα γίνουν με τον νέο εκλογικό νόμο, το πολιτικό στοίχημα είναι η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Ολα τα υπόλοιπα, η δύναμη και τα ποσοστά των υπόλοιπων κομμάτων είναι ασφαλώς σημαντικά, αλλά δευτερεύοντα σε σχέση με τον σχηματισμό μιας σταθερής κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Ας αρχίσουμε λοιπόν την «αριθμητική», γιατί καλά τα σχέδια, αλλά στην πολιτική πάντοτε οι αριθμοί είναι αυτοί που μετράνε στο τέλος.
Με βάση τον νέο εκλογικό νόμο δύο παράμετροι καθορίζουν την αυτοδυναμία. Το ποσοστό του πρώτου κόμματος και το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων, αυτών δηλαδή που δεν θα ξεπεράσουν το φράγμα του 3%. Ολα τα υπόλοιπα, όπως είναι η διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, δεν παίζουν ρόλο.
Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 προέκυψε μια Βουλή επτακομματική και τα εκτός Βουλής κόμματα πήραν 8,6%.Τον Σεπτέμβριο του 2015, η Βουλή ήταν οκτακομματική και το ποσοστό εκτός Βουλής 6,4%. Τον Iούλιο του 2019, είχαμε εξακομματική Βουλή και ποσοστό 8,1% για τα κόμματα που δεν ξεπέρασαν το 3%.
Αν στις επόμενες εκλογές δεχτούμε ότι το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων παραμείνει στα ίδια επίπεδα του 8%, τότε η αυτοδυναμία των 151 βουλευτών εξασφαλίζεται με ποσοστό 38% για το πρώτο κόμμα.
Αν, για παράδειγμα, πρώτο κόμμα είναι η Ν.Δ., αυτή κατοχυρώνει 20 βουλευτές, επειδή ξεπερνά το 25%. Στη συνέχεια παίρνει 1 βουλευτή ανά 0,5 ποσοστιαία μονάδα άνω του 25%, άρα σύνολο 26 βουλευτές. Στη συνέχεια κερδίζει άλλους 105 βουλευτές με βάση τον κανόνα «ποσοστό Α’ κόμματος/100 - ποσοστό εκτός Βουλής * έδρες που έχουν απομείνει», δηλαδή 38/100-8=92*300-46=254. Σύνολο, δηλαδή, 20+26+105= 151 βουλευτές.
Με τον ίδιο κανόνα, αν το πρώτο κόμμα κερδίσει 37%, παίρνει 147 βουλευτές και με 36%, 143 βουλευτές.
Μπορεί αυτοί οι αριθμοί να αφήνουν παγερά αδιάφορους συμβούλους και σχολιαστές που εμφανίζονται μητσοτακικότεροι από τον Μητσοτάκη, αλλά είναι βέβαιο ότι προβληματίζουν τον ίδιο. Μια μικρή φθορά μετά από σχεδόν 24 μήνες κυβερνητικής θητείας, ακόμη και δύο ποσοστιαίων μονάδων, φέρνει τη Ν.Δ., από το 38,95% που απέσπασε στις εκλογές του Ιουλίου 2019, κάτω από το κατώφλι της αυτοδυναμίας. Το ρίσκο λοιπόν δεν είναι διόλου αμελητέο.
Εξ ου και οι δεύτερες σκέψεις για εκλογές προς το τέλος της τετραετίας ή το φθινόπωρο του 2022, όταν θα απομένει πάνω-κάτω ένα εξάμηνο για τη λήξη της κυβερνητικής θητείας. Και πάντα με το μάτι ανοιχτό για τη στάθμιση όλων των αστάθμητων εξελίξεων που μπορεί να προκύψουν.
Θανάσης Τσεκούρας
0 Σχόλια