Η πρόσδεση του τουρκικού Ισλάμ στη Δύση και η ελληνική γραμμή


Μπορεί να κάνουν μεγάλες «δουλειές» η Γερμανία και άλλες βιομηχανικές χώρες της Ε.Ε. με την Τουρκία, μπορεί να θέλει σήμερα το ΝΑΤΟ να διατηρήσει στους κόλπους του ως εταίρο τη χώρα του Ερντογάν, μπορεί αύριο να «τιμωρήσει» την Τουρκία ή να βρει άκρη με την «άτακτη» σύμμαχό του. Ομως, πέρα από αυτή την «επικαιρότητα», ένα ερώτημα τίθεται πλέον επιτακτικά εκ των πραγμάτων στο διατλαντικό στερέωμα: Πόσο είναι εφικτό να διατηρηθεί σε ισχύ η στάση της Τουρκίας ως χώρας που θέλει να μετέχει με δικούς της όρους στο σύστημα ασφαλείας της Δύσης και παράλληλα να έχει στρατηγικό στόχο να προωθεί τον ισλαμισμό στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια έως και μέσα στα εδάφη χωρών-μελών της Ε.Ε.;

Το ερώτημα, στο οποίο απαντούν κατ’ αρχήν αρνητικά οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, η Γαλλία και η Αυστρία και απαντά θετικά η Γερμανία, δεν έχει απλώς ένα θεωρητικό ενδιαφέρον για την Αθήνα, διότι συνδέεται άμεσα με την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επί της ουσίας, στο ευρωπαϊκό πεδίο λίγο ενδιαφέρουν την Αθήνα οι «ελιγμοί» των Βρυξελλών και του Βερολίνου και οι «εκθέσεις» του ασήμαντου «ύπατου» κ. Μπορέλ για την Τουρκία.

Αυτά συντηρούν κατά κάποιον τρόπο τον πολιτικό καθωσπρεπισμό της Ε.Ε., η οποία δυσκολεύεται πλέον εξαιρετικά να αντέξει με πολιτική αξιοπρέπεια τον ρόλο της ως σημαντικού οργανισμού της Δύσης που χαριεντίζεται με τον άξεστο Τούρκο αρχηγό, ο οποίος προσφέρει μπίζνες και εκβιαστικό σέρβις στο Μεταναστευτικό.

Σήμερα, η ελληνική εξωτερική πολιτική και η άμυνα της χώρας συνδέονται άμεσα με το ότι δεν δίδεται μια καθαρή απάντηση από εταίρους και συμμάχους για τα όρια της πολιτικής που μπορεί να ασκεί σε βάρος της Ελλάδας η Τουρκία, με ευθεία απειλή πολέμου και με «τραμπουκισμούς» στην ΑΟΖ της Κύπρου.

Αυτό είναι το μείζον πρόβλημα της Αθήνας, όπου οι εγχώριοι κατ’ επάγγελμα κατευναστές της Τουρκίας προκαλούν σύγχυση στην κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη, ενθαρρύνοντάς την ποικιλοτρόπως να κρατά μια γενικώς «ήρεμη» στάση στην Ευρώπη, να μένει γενικώς ανοικτή στον διάλογο με την Αγκυρα, να παρακάμπτει με πολιτική αξιοπρέπεια πολιτισμένης ευρωπαϊκής χώρας τις πολιτικές ύβρεις του Ερντογάν, του Ακάρ και τα τουρκικά «μπούλινγκ» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και να διατηρεί ανοικτή την προοπτική μιας τελικής ιστορικής «συνεννόησης» της Ελλάδας με την Τουρκία.

Η Αθήνα δείχνει κατά στιγμές σημάδια αμηχανίας μπροστά στο παιχνίδι της Γερμανίας με τον Ερντογάν, στην πολιτική αβουλία της Ε.Ε. και στα μετέωρα ερωτήματα για τη στάση της Ουάσινγκτον σχετικά με την πρόθεσή της για την παροχή κάποιων «εγγυήσεων» στο σύστημα ασφαλείας της Ελλάδας.

Ομως, ένα πράγμα δεν αλλάζει: Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας στον χάρτη, που τη φέρνει στην άκρη της Ευρώπης και συνορεύουσα με την ισλαμική Τουρκία. Συνεπώς, ό,τι και αν αποφασίσει κάποτε η Δύση για την Τουρκία, ό,τι κι αν προκύψει τελικά στα χαρτιά για «αναβαθμισμένες» σχέσεις Ε.Ε. - Τουρκίας, όπως κι αν κριθούν σε επόμενη φάση οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Αγκυρα, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εργάζεται συστηματικά για την ενίσχυση της αποτρεπτικής στρατιωτικής μηχανής της και με πάντοτε δραστήρια την πολιτική των συμμαχιών της στην Ανατολική Μεσόγειο.

Την ανάγκη γι’ αυτήν τη «γραμμή» την υπαγορεύει με απόλυτο τρόπο και την καθιστά μονόδρομο η άκαμπτη πολιτική σειράς απαράδεκτων διεκδικήσεων της μεγαλομανούς Τουρκίας από την Ελλάδα. Εως τώρα, η Αγκυρα έχει κερδίσει κάποιους πολιτικούς «πόντους» έναντι των Αθηνών από ελληνικά λάθη, αλλά οι Ενοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας δεν της έχουν επιτρέψει να εξουδετερώσει τη μείζονος στρατηγικής σημασίας ναυτική δύναμη της χώρας μας. Αυτό το πλεονέκτημα δεν πρέπει ποτέ να το χάσει η ελληνική ηγεσία.

Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια