Το νέο αυστηρό lockdown που επιβλήθηκε στην Αττική μετά την τελευταία έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην πολυανθρωπότερη περιφέρεια της χώρας επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο στις αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας τον βαρύνοντα λόγο θα πρέπει να τον έχουν οι οικονομικές ή υγειονομικές επιπτώσεις.
«Με το συνεχές άνοιξε – κλείσε την οικονομική δραστηριότητα, ακόμη και αν γλυτώσουμε από την πανδημία, κινδυνεύουμε στο τέλος να… πεθάνουμε όλοι από την πείνα», ισχυρίζονται ορισμένοι επιχειρηματίες από τους κλάδους των υπηρεσιών, όπως είναι η εστίαση, που πληρώνουν βαρύτατο τίμημα από την απαγόρευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων τους. Τίμημα το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την κρατική βοήθεια όσο γενναιόδωρη και αν αποδειχθεί.
Αρκετοί είναι, εξάλλου, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το λεγόμενο «σύστημα ακορντεόν» που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση συνιστά ημίμετρο, υπό την έννοια ότι ούτε η έξαρση της πανδημίας τιθασεύεται ούτε η οικονομική δραστηριότητα διασώζεται. Όπως, άλλωστε, μαρτυρούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν τόσο πολύ βαθιά τη χρονιά που πέρασε που είναι αμφίβολο αν το χαμένο έδαφος θα έχει καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Υπό τις καλύτερες συνθήκες, στο ΑΕΠ του 2019 θα επιστρέψουμε το 2022.
Είναι προφανές ότι επισημάνσεις και προβληματισμοί αυτού του είδους βρίσκουν έρεισμα στην πρωτοφανή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας. Πλην, όμως, όποιος δεν εθελοτυφλεί, θεωρώντας ότι το –μικρό ή μεγαλύτερο- «μαγαζί» του αποτελεί τον ομφαλό της γης, αναγνωρίζει ότι κανείς σε αυτόν τον πλανήτη δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια για το δέον γενέσθαι. Ούτε, βεβαίως, υπάρχει στη διεθνή σκηνή κάποιος επιστήμονας ή ηγέτης που να έχει βρει τη χρυσή συνταγή η οποία να επιτρέπει την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας χωρίς να πληγεί η οικονομία.
Ακόμη και χώρες που θεωρούνται οικονομικοί κολοσσοί και διαθέτουν στιβαρές υγειονομικές δομές, όπως είναι η Γερμανία, δεν δίστασαν να καταφύγουν στην άμυνα ενός παρατεταμένου lockdown μόλις ήρθαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο της πανδημίας.
Λίγο ως πολύ, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου που διαρκεί ο εφιάλτης του κορωνοϊού, όλες οι χώρες εφαρμόζουν τα ίδια ακριβώς μέτρα: αυξάνουν τους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κάθε φορά που αυξάνεται το επιδημιολογικό φορτίο και τους χαλαρώνουν όποτε επέρχεται ύφεση. Η αποτελεσματικότητα των μέτρων ποικίλλει, βεβαίως, αλλά κι εδώ είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχει άλλος χρυσός κανόνας πέραν της έγκαιρης και αποφασιστικής δράσης μόλις εμφανιστούν στον ορίζοντα πρόδρομες τάσεις επιδείνωσης των δεικτών της πανδημίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, δίλημμα επιλογής ανάμεσα στην υγεία και στην οικονομία δεν μπορεί να τίθεται. Οι κυβερνήσεις σε όλη την υφήλιο καλούνται από τη μια να προστατεύσουν την υγεία των πολιτών τους και από την άλλη να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους για να μπορέσουν να απαντήσουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις που αναπόφευκτα θα φέρει το τέλος της πανδημίας που αρχίζει σιγά σιγά να προβάλει στον ορίζοντα, καθώς προχωρούν τα εμβολιαστικά προγράμματα.
Με δεδομένη, όμως, την μεγάλη κόπωση που αισθάνονται οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο εξαιτίας της παρατεινόμενης δοκιμασίας, η άσκηση ισορροπίας που απαιτείται να κάνουν οι ηγεσίες σε κάθε χώρα εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Από τη μια, χρειάζεται να κρατήσουν ανοικτά τα κρατικά θησαυροφυλάκια για να στηρίξουν τα πληττόμενα νοικοκυριά και τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις. Και από την άλλη είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν τα απαραίτητα (πολεμ)εφόδια που θα χρειαστεί να ρίξουν στη μάχη για την οικονομική ανάκαμψη που δεν αργήσει να δοθεί.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι κυβερνήσεις και οι λαοί που θα πετύχουν την καλύτερη ισορροπία θα είναι εκείνοι που θα βγουν νικητές και τροπαιούχοι από τον αδυσώπητο πόλεμο κατά της πανδημίας που μαίνεται τον τελευταίο χρόνο. Τι λέτε; Η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες σε ποια πλευρά θα βρεθούμε; Στους κερδισμένους ή στους χαμένους αυτού του πολέμου;
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια