φωτ. A.P. Photo / Patrick Semansky |
Γράφουν Γ. Παγουλάτος και η κ. Κ. Σώκου *
Μετά την επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, η Ελλάδα έχει αναδειχθεί σε βασικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να συμβάλει στην αναζωογόνηση της διατλαντικής συνεργασίας και στη σταθεροποίηση μιας περιοχής κρίσιμης για την ασφάλεια της Δύσης.
Τα τελευταία χρόνια, η στρατηγική συνεργασία Ελλάδας – ΗΠΑ χαίρει διακομματικής στήριξης και στις δύο χώρες και συνιστά παράδειγμα συνέχειας στην εξωτερική πολιτική, παρά την αλλοπρόσαλλη προεδρία Τραμπ. Από το 2018, η θέσπιση ενός ετήσιου στρατηγικού διαλόγου αποτελεί πυξίδα για τις σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ, συμβάλλοντας στην πρωτοφανή σύσφιγξή τους, καθώς έχει διευρύνει τη συνεργασία των δύο χωρών στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και σε όλες τις πτυχές της διμερούς ατζέντας, με αιχμή την αμυντική συνεργασία.
Στο πλαίσιο της στρατηγικής της δέσμευσης στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα έχει υποστηρίξει την ευρωατλαντική πορεία των Δυτικών Βαλκανίων και έχει συμβάλει θετικά στην περιφερειακή συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο. Μεταξύ των περιφερειακών συμπράξεων, η τριμερής εταιρική σχέση Ελλάδας – Ισραήλ – Κύπρου υποστηρίζεται από την αμερικανική κυβέρνηση και το Κογκρέσο, στο πλαίσιο της νομοθεσίας East Med Act. Παράλληλα, με τη χρηματοδότηση της αμερικανικής αναπτυξιακής τράπεζας DFC, η Ελλάδα αναπτύσσει υποδομές που συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια και στην ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων.
Και βέβαια, η Ελλάδα τοποθετείται ξεκάθαρα στη Δύση και υπεραμύνεται των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών και του κράτους δικαίου. Παράλληλα με τις αξίες της Δύσης προωθεί αποφασιστικά και τα δυτικά συμφέροντα, εστιάζοντας στην αντιμετώπιση κάθε κακόβουλης πολιτικής επιρροής ξένων δυνάμεων, τη διασφάλιση των δυτικών δικτύων 5G και την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων.
Αυτές είναι σημαντικές εξελίξεις για τις προτεραιότητες της κυβέρνησης Μπάιντεν. Ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν αναγνωρίζει τη σημασία της ενδυνάμωσης της σχέσης ασφάλειας με την Ελλάδα για τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ το Κογκρέσο προτρέπει την εκτελεστική εξουσία για ακόμη στενότερη αμυντική και ενεργειακή συνεργασία.
Υπό την προεδρία Μπάιντεν, οι ΗΠΑ έχουν την ευκαιρία να εμβαθύνουν περαιτέρω τη στρατηγική τους συνεργασία με την Ελλάδα, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τις προκλήσεις και τις απειλές για τη σταθερότητα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου. Μέσω των περιφερειακών συνεργασιών στις οποίες συμμετέχει, η Ελλάδα μπορεί να προωθήσει με αξιοπιστία τον στρατηγικό της ρόλο ως παράγοντα ασφάλειας στην περιοχή. Παράλληλα, η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει δημιουργικά σε μία κοινή διατλαντική προσέγγιση που θα περιορίσει την εξάπλωση της ρωσικής επιρροής και θα βάλει όρια στην επεκτατική πολιτική της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο – χώρας που με τις μονομερείς επιλογές της υπονομεύει το ΝΑΤΟ. Τα σαφή και ξεκάθαρα όρια πρέπει να είναι προϋπόθεση για τη βελτίωση των σχέσεων της Τουρκίας όχι μόνο με τις χώρες της περιοχής, αλλά και με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η «απαραίτητη χώρα» και η εμβάθυνση της συνεργασίας τους με τους πλέον σταθερούς και αξιόπιστους συμμάχους τους μπορεί να ενισχύσει το αναδυόμενο σύστημα περιφερειακής ασφάλειας. Η περαιτέρω επέκταση των εταιρικών σχέσεων ασφάλειας και ενέργειας στην περιοχή θα ήταν ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επίσης την ευκαιρία να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μεταφέροντας τεχνογνωσία και επενδύσεις που υποστηρίζουν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και προωθώντας έργα υποδομής, που φέρνουν νέους προμηθευτές ενέργειας στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ πρέπει να συνεχίσουν να ενδυναμώνουν την Ελλάδα ως βασικό σύμμαχο στις προσπάθειές τους να ενσωματώσουν τη Νοτιοανατολική Ευρώπη στην Ε.Ε. Αυτό θα πρέπει να συνεχίσει να περιλαμβάνει εργαλεία, όπως τη χρηματοδοτική υποστήριξη της DFC για την ενίσχυση στρατηγικά σημαντικών υποδομών στην περιοχή, την ενθάρρυνση των αμερικανικών επενδύσεων στον ψηφιακό τομέα και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης.
Τέλος, προτείνουμε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει την ενθάρρυνση της κυβέρνησης Μπάιντεν στις προσπάθειες επίλυσης της ελληνοτουρκικής διαφοράς για τις θαλάσσιες ζώνες, με βάση το διεθνές δίκαιο. Παράλληλα με την υποστήριξή της στις διερευνητικές επαφές, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να παροτρύνει τις δύο πλευρές να προσφύγουν σε διεθνή διαιτησία σε περίπτωση που δεν καταφέρουν να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω του διαλόγου, όπως έχει προτείνει η Αθήνα. Δεν πρέπει, ωστόσο, οι ΗΠΑ να πιέσουν για μία διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών ή έναν συμβιβασμό στο Κυπριακό που θα αντιστρατευόταν το διεθνές δίκαιο. Μία τέτοια εξέλιξη θα επιβράβευε την αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας και θα υπονόμευε τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ και η κ. Κ. Σώκου είναι nonresident senior fellow στο Atlantic Council.
0 Σχόλια