Sponsor

ATHENS WEATHER

Ο πραγματικός ρόλος της Τουρκίας για τη Δύση και στο «βάθος» το Ιράν


Του Υποναυάρχου (εα) Δημήτρη Τσαϊλά ΠΝ *
και της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου *

Η ερώτηση που τίθεται, αν και ρητορική, είναι ιδιαίτερα υποβοηθητική, ώστε να κατανοηθούν πολλά από τα σημερινά τεκταινόμενα στην περιοχή μας και κυρίως σχετικά με τον τρόπο που ενεργεί το τουρκικό κράτος. Άραγε, έχει καμία σχέση ο νεο- οθωμανισμός του Ερντογάν με το Πολιτικό Ισλάμ, έτσι όπως πρεσβεύεται και υιοθετείται από την πλειονότητα των αραβικών κρατών; Η απάντηση είναι αρνητική, καθώς το «ερντογανικό μοντέλο» κάθε άλλο παρά βασίζεται στο Μουσουλμανισμό ως πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης. Παρενθετικά, είναι αναγκαίο να κατατεθούν κάποιες βασικές αρχές τόσο του Ισλάμ όσο και της νέο- οθωμανικής πολιτικής του Ερντογάν, ώστε κύρια και μοναδικά να γίνει αντιληπτό τι επιδιώκει ο Τούρκος Πρόεδρος και πώς το Παγκόσμιο Σύστημα και κυρίως η Δύση αντιλαμβάνονται διαχρονικά το ρόλο της γειτονικής χώρας.

Όσοι γνωρίζουν τη θρησκειολογία του Μουσουλμανισμού, το Πολιτικό Ισλάμ, όπως «εκμαιεύεται» από το Ιερό Βιβλίο των Μουσουλμάνων, πόρρω απέχει από το νέο- οθωμανισμό που έχει υιοθετήσει ως νέο εθνικό όραμα (μετά τη Γαλάζια Πατρίδα) το τουρκικό κράτος, καθώς το τελευταίο αποτελεί την επαναφορά της πολιτειακής διακυβέρνησης που υφίστατο στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Και αυτό γιατί, ο Μουσουλμανισμός, όπως μπορεί να γνωρίζουμε οι περισσότεροι, ως  θρησκεία είναι ένα σύστημα θεσμικών, πολιτικών και πολιτειακών αρχών που «εμπνέεται» και βρίσκει εφαλτήριο ως προς τη θεϊκή του διάσταση στο Χριστιανισμό και τον Ιουδαϊσμό.

Η πιο σημαντική ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο Πολιτικό Ισλάμ των Αράβων (που το βλέπουμε κυρίως μέσα από το πλαίσιο που κινούνται οι μουσουλμανικές οργανώσεις) από το νέο- οθωμανισμό του Ερντογάν είναι ότι στόχος του πρώτου καθίσταται η «καθυπόταξη» όλων ανεξαίρετα των Μουσουλμάνων στο μόνο, καθαρό (ορθόδοξο) δόγμα που είναι η Σούνα. Για το λόγο αυτό, η Τζιχάντ, δηλαδή ο Ιερός Πόλεμος στρέφεται πρώτα και κύρια εναντίον των απίστων, που θεωρούνται οι Μουσουλμάνοι των άλλων δογμάτων και ταγμάτων. Αντίθετα, ο οθωμανισμός (και τώρα ο νέο- οθωμανισμός) αποτελεί πρώτα και κύρια, πολιτειακό μοντέλο διακυβέρνησης.

Για να κατανοηθεί η παραπάνω θέση, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στο Οθωμανικό Κράτος (από τον 15ο αι.- μέχρι περίπου τον 18ο αι. που ήταν η περίοδος της ακμής του), το οποίο θεωρούνταν ένα πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό περιβάλλον, δομημένο αυστηρά στη βάση μίας κοινωνικής (πολυπολιτισμικής, ταξικής) πυραμίδας που απλά το «περιέβαλε το πέπλο» της μουσουλμανικής θρησκείας. Ενδεικτικά παραδείγματα ενός γενικότερου πλαισίου κατανόησης των ανωτέρω αποτελούν οι Γενίτσαροι και οι Φαναριώτες.

Με λίγα λόγια, το νέο- οθωμανικό μοντέλο του Ερτντογάν στοχεύει στην καθυπόταξη οποιουδήποτε έθνους, ανεξάρτητα της θρησκείας και του δόγματος που ασπάζεται, κάτω από ένα αχανές πολιτειακό μόρφωμα. Κι έτσι, ενώ στην πλειονότητα της Διεθνούς Κοινότητας υπήρχε (αν και σε πολλές Κοινωνίες συνεχίζει να υφίσταται ακόμη) η αντίληψη ότι ο Τούρκος Πρόεδρος συνεπικουρείται από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, ωστόσο οι δεύτεροι αντιλαμβανόμενοι το διαφορετικό πλαίσιο κάτω από το οποίο ο Ερντογάν αντιμετωπίζει την Πολιτεία του Ισλάμ, αρχίζουν και απομακρύνονται από αυτόν.

Παρενθετικά, οφείλουμε να σημειώσουμε, ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι αποτελούν ένα πανισλαμιστικό κίνημα που προσπαθεί με «λάβαρο» τη θρησκεία (κι όχι το δόγμα) να εισχωρήσει σε όλες τις μουσουλμανικές κοινωνίες μέσω των κοινωνικών και μορφωτικών ιδρυμάτων, πρεσβεύοντας κυρίως την αναγκαιότητα συνένωσης όλων ανεξαίρετα των ισλαμικών ομάδων, προκειμένου να αποτελέσουν το θρησκευτικό- ιδεολογικό αντίβαρο απέναντι στη Δύση. Αντίθετα, όπως σημειώθηκε παραπάνω, ο Τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποιεί τη θρησκεία κατά το δοκούν, για το λόγο αυτό υφίσταται πλέον διάσταση ανάμεσα σε ένα πανισλαμιστικό κίνημα και σε μία εθνική πολιτική, η οποία στοχεύει στη δημιουργία εθνικιστικών οραμάτων. Όταν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κατανόησαν, ότι η Τουρκία δεν ενδιαφέρεται για τον πανισλαμισμό, αλλά χρησιμοποιεί ενίοτε τη θρησκευτική πτυχή στα πλαίσια του εθνοκεντρισμού της, άρχισαν να λαμβάνουν αποστάσεις.

Λοιπόν, στη βάση της παραπάνω συνοπτικής επεξήγησης του Πολιτικού Ισλάμ, όπως πρεσβεύεται κατ’ ουσίαν από τα αραβικά πολιτειακά μορφώματα και καθίσταται τελείως διαφορετική ιδεολογία από το νέο- οθωμανισμο που υιοθετεί η Τουρκία, πρέπει να προβούμε σε μία ουσιαστική διαπίστωση.

Αν και ο Ψυχρός Πόλεμος ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται, ωστόσο θα ξαναζήσουμε την ακραία πόλωσή του (που ήταν από το 1958- 1979) στη βάση, όμως, όχι των δύο οικονομικών μοντέλων διακυβέρνησης, αλλά ως στοιχείο ανάσχεσης του νέο- οθωμανισμού του Ερντογάν από τη Διεθνή Κοινωνία. Και η ερώτηση που μπορεί να τεθεί είναι: τι θέλει να πει η παραπάνω προβληματική;

Η Δύση με την άστοχη πολιτική της από το 1990 και μετά, αντιμετωπίζοντας τη Ρωσία ακόμη και μετά την Πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού ως τη μόνη αντίπαλο και προσπαθώντας να προσελκύσει με οποιοδήποτε τρόπο τα πολιτειακά μορφώματα που ως τότε βρίσκονταν στο «άρμα» της δεύτερης, «εξέθρεψε» ένα θηρίο, την Τουρκία. Και σε αντίθεση με όσους υποστηρίζουν, ότι η Τουρκία χρησιμοποιείται ως το φυσικό και διπλωματικό προπέτασμα της Δύσης με τη Ρωσία, αυτό που πρέπει στην πραγματικότητα να κατανοηθεί είναι, ότι απλά οι Δυτικοί εναπόθεσαν τις προσδοκίες στο τουρκικό κράτος, ότι αυτό θα εμπόδιζε τον Ισλαμισμό (μπορεί η έννοια της λέξης να μεταφραστεί και να αναλυθεί κατά το δοκούν) να εισχωρήσει στα δικά τους περιβάλλοντα. Κάτω από τη συγκεκριμένη οπτική οφείλουμε να προσεγγίσουμε τον πραγματικό ρόλο που λαμβάνει η Τουρκία για τη Δύση. Με πιο απλά λόγια, ανέκαθεν οι Δυτικοί θεωρούσαν ότι η Τουρκία θα τους «προστατεύσει» από το Μουσουλμανισμό. Η άποψη αυτή γίνεται καταφανής, αρχής γενομένης από τη χρονιά που η γειτονική χώρα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ (δηλαδή το 1952), όταν ξέσπασαν οι Μεγάλες Επαναστάσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών στη Μέση Ανατολή, φάνηκε δε, και μέσα από το Σύμφωνο της Βαγδάτης (1955), όπου τη χρησιμοποίησε ως ρυθμίστρια ανάμεσα στα μουσουλμανικά κράτη- μέλη που έφεραν μεταξύ τους ιδεολογικές και δογματικές διαφορές.

Σε αυτό που οφείλουμε να σταθούμε και να κατανοήσουμε είναι, ότι η Τουρκία για τη Δύση αποτελούσε (μέχρι πολύ πρόσφατα) ένα πολιτειακό μόρφωμα που επειδή δεν εκφράζει ακραία το θρησκευτικό αίσθημά του (άλλωστε, ο ίδιος ο διαμορφωτής της Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ περιθωριοποίησε τον άκρατο θεοκρατισμό στη δομή της Πολιτείας του) θα μπορούσε να χειριστεί για το λόγο αυτό όλους ανεξαίρετα τους Μουσουλμάνους (λχ. Σουνίτες, Σιίτες, Μπεκτασήδες, Αλεβίτες κτλ), κρατώντας τους σε κατευνασμό, ώστε να μην εκδηλώσουν εξάρσεις εναντίον των δυτικών κοινωνιών.

Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να καταθέσουμε την άποψη, καθώς ως γνωστό η Σύγχρονη Διπλωματία δεν «τετραγωνίζει τον κύκλο» με τις αποφάσεις της, αλλά υιοθετεί «πεπατημένες» του ιστορικού παρελθόντος (κατά βάση), ότι η Δύση του 1990 και χρονικά μετά, ασπάστηκε επί της ουσίας το μοντέλο της Ιερής Συμμαχίας του Μέττερνιχ, που με γνώμονα τότε την Οθωμανικής Αυτοκρατορία υπήρχε η πεποίθηση, ότι δε θα διασαλευτεί η διεθνής καθεστηκυία τάξη από τα τότε επαναστατικά κινήματα. Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο, εστιάζουμε το ρόλο της σημερινής Τουρκίας, έτσι όπως τον αντιλήφθηκε η Δύση.

Δυστυχώς, όμως η Δύση εγκλωβίστηκε στην ιδεοληψία της, χωρίς να αντιληφθεί με εφαλτήριο τα Βαλκάνια του 1990, ποια ήταν η πραγματική πρόθεση της γειτονικής χώρας. Και αυτό γίνεται αντιληπτό, καθώς ήταν, ίσως η πρώτη φορά έως τότε, που η Δύση, ένα περιβάλλον που απαρτίζεται από χριστιανικά κράτη, ουσιαστικά βρέθηκε στο πλευρό των μουσουλμανικών μορφωμάτων. Γιατί θεωρούσε, ότι με τον τρόπο αυτό έδειχνε στην Τουρκία ότι την αντιλαμβάνεται ρυθμίστρια των μουσουλμανικών σχέσεων και ουσιαστικά το κράτος που θα συγκρατούσε τον ισλαμισμό προς τη Δύση. Η Τουρκία, άλλωστε, πάντοτε ιστορικά είχε στραμμένο το βλέμμα της προς τη βαλκανική περιοχή, πόσο δε μάλλον που κατ’ ουσίαν μετά από τη νατοϊκή επέμβαση περιθωριοποιούνταν ουσιαστικά ο ιστορικός ρόλος της Ρωσίας στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Συγχρόνως, όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ερμηνευτούν κοινωνιολογικά- διπλωματικά ως «Συμφωνία Κυρίων», βάσει της οποία υπήρχε μία άτυπη συνθήκη ανάμεσα στις δύο πλευρές, ότι η μία θα προστάτευε τις μουσουλμανικές ομάδες των Βαλκανίων, παγιώνοντας ταυτόχρονα και τη δυναμική παρουσία του τουρκικού κράτους, ενώ η δεύτερη θα ήταν υποχρεωμένη να φέρει σε κατευνασμό τους Μουσουλμάνους που ανήκαν στην πρώην ΕΣΣΔ, ώστε να μην δημιουργήσουν ενδεχόμενα προβλήματα στις δυτικές κοινωνίες κατά την αθρόα μετανάστευσή τους εκεί, μετά την Πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Φυσικά, η ανωτέρω θέση πολύ πιθανό να εκληφθεί ως μία πολύ απλοϊκή ερμηνεία, παρόλα αυτά στοιχειοθετείται και αποδεικνύεται μέσα από δύο παράγοντες: τον χρόνο που ξέσπασε ο πρώτος Εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία και ο τρόπος που κινήθηκε η Δύση απέναντι στην Τουρκία καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 (συμπεριλαμβανομένης και της κατευναστικής στάσης που επέδειξε η πρώτη κατά την Κρίση των Ιμίων το 1996 και γενικότερα, του ελληνοτουρκικού ζητήματος).

Και ερχόμαστε στο σήμερα και στο τώρα. Δυστυχώς, τη δεδομένη στιγμή (και εννοείται κυρίως από το 2016 και μετά) τα δυτικά κράτη έρχονται αντιμέτωπα με τους άστοχους χειρισμούς του παρελθόντος όσον αφορά την πολιτική που άσκησαν και το κατευναστικό «πρόσωπο» που επέδειξαν απέναντι στην Τουρκία.

Όσον αφορά στη διατλαντική συμμαχία του ΝΑΤΟ, ενώ φάνηκαν δείγματα επιδείνωσης ιδιαίτερα στην τετραετή θητεία του Προέδρου Τράμπ, εκτιμάται ότι με τη νέα αμερικανική διοίκηση θα συνεχιστεί η στρατηγική συνεργασία μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ. Αυτή η συνεργασία είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των γεωπολιτικών και τεχνολογικών αλλαγών που σημειώθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο ανανεωμένος διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού θα έχει επιπτώσεις για πολλούς άλλους παράγοντες στη διεθνή σκηνή, κυρίως τη Ρωσία και την Κίνα, καθώς και για φορείς σε περιφερειακό επίπεδο, που δεν είναι άλλοι από την Τουρκία και το Ιράν. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, η αναγνώριση ότι η Τουρκία γίνεται ενοχλητική έχει αυξηθεί, ενώ το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν προβληματίζει έντονα. Ο ευρωπαϊκός-αμερικανικός διάλογος για το θέμα της Τουρκίας είναι ένα πλαίσιο που με κατάλληλους χειρισμούς θα είναι βολικό για την Ελλάδα, καθώς οι διμερείς διαφωνίες με την Τουρκία έχουν πάρει χαρακτήρα διεθνούς προσοχής. Ωστόσο, έτσι όπως λαμβάνουν χώρα τα διάφορα γεγονότα στη μεσανατολική περιοχή και η κινητικότητα που παρουσιάζεται, μπορεί να θεωρηθεί ότι ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος» θα έχει επίκεντρο το Ιράν, μία χώρα σύμμαχο με την Τουρκία. Με πιο απλά λόγια, δεν πρέπει να φανεί διόλου παράταιρο, αν δούμε το ιρανικό κράτος να συμπεριφέρεται στο δυτικό περιβάλλον, όπως αντίστοιχα έπραττε πριν την Επανάσταση του 1979, καθώς αποτελούσε έως τότε το πιο εκδυτικοποιημένο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής.

Η άποψη αυτή, κάθε άλλο παρά, μπορεί να φανεί ανεδαφική, καθώς ήδη η Γαλλία μέσω της πετρελαϊκής εταιρείας της, TOTAL, εδώ και κάποιες εβδομάδες έχει υπογράψει μία από τις πιο μεγάλες επενδύσεις στη μεσανατολική περιοχή, με έτερο συμβαλλόμενο το Ιράν. Το ιρανικό κράτος μετά από μία περίοδο πενήντα και πλέον χρόνων, καθώς από τη δεκαετία του 1950 έπαψαν επί της ουσίας να υφίστανται επενδυτικές συμφωνίες με τα κράτη της Δύσης, υπόγραψε με την πετρελαϊκή, ευρωπαϊκή εταιρεία σύμβαση γεώτρησης και αξιοποίησης για ένα από τα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή.

Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν, ότι το Ιράν βγαίνει ενεργά στη νέα Διπλωματία της Μέσης Ανατολής, σταδιακά υποβοηθούμενο –όσο και τη δεδομένη στιγμή να φαίνεται ανορθολογικό- από χώρες της Δύσης, όπως τη Γαλλία (η οποία ως δείχνει διεκδικεί το δίαυλο ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ιράν), προκειμένου και κυρίως να αντιμετωπιστεί ο νέο- οθωμανισμός του τουρκικού κράτους. Σημειωτέον δε,  η πρόσφατη άστοχη ή πολύ πιθανά ηθελημένη αναφορά του Ερντογάν στους Αζέρους του Ιράν που επί της ουσίας αναδεικνύει ότι τα δύο κράτη άρχισαν να αντιλαμβάνονται κάτω από νέα διάσταση τη μεταξύ τους σχέση.

Τέλος, οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές αυτό. Ακόμα και κράτη, όπως το Κατάρ, που παρόλο που αντιμετώπιζαν με καθαρά επιχειρηματική στάση τη γειτονική χώρα, ωστόσο δεν παύει να επένδυσαν σε αυτήν και  αποτελούσαν επί μακρό στυλοβάτες της οικονομίας της, είναι βέβαιο ότι σταδιακά θα αποσύρονται από το τουρκικό περιβάλλον. Και αυτό, διότι η ενεργειακή Διπλωματία της ΝΑ Μεσογείου ήδη άρχισε να διαμορφώνει νέες συμμαχίες και νέους συσχετισμούς. Αρκεί να αντιληφθούμε, ότι οι «Συμφωνίες Αβραάμ» ανάμεσα σε αραβικά κράτη και το Ισραήλ, στην πραγματικότητα, ένας από τους κυριότερους λόγους που συντέλεσαν στη συνομολόγησή τους ήταν η υποχώρηση του πετρελαίου από το παγκόσμιο ενεργειακό χρηματιστήριο. Όλα τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη ήταν αναμενόμενο, εξαιτίας του φυσικού αερίου, να δεχθούν κραδασμούς, με συνέπεια, εκτός των άλλων, να γίνεται παράλληλα αντιληπτό αφενός ότι οι χώρες που είναι πλούσιες σε φυσικό αέριο να δημιουργούν και να διαμορφώνουν τη νέα Διπλωματία της περιοχής. Και εννοείται, ότι το Ιράν είναι μία από τις χώρες που θα συντελέσουν στη διαμόρφωση των νέων διπλωματικών συσχετισμών. Αφετέρου, αραβικά κράτη που μεταξύ τους είχαν ιδεολογικές διαφορές, να βάζουν αρκετό «νερό στο κρασί» τους και να επανατοποθετούν σε νέο πλαίσιο τις σχέσεις τους (λχ. Κατάρ με Σαουδική Αραβία).

Συμπεράσματα

Όσο η πολιτισμική γεωπολιτική φαινόταν να δουλεύει στην Τουρκία, τόσο σημαντικότερο ρόλο διαδραμάτισε στις πολιτικές των ΗΠΑ προς τη Μέση Ανατολή, όμως αυτό σταδιακά αποξένωσε την Τουρκία από τους δυτικούς συμμάχους της. Η κριτική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ έφτασε σε μια προσέγγιση η οποία αναδείκνυε την διαφορετική, ισλαμική φύση της Τουρκίας ως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ένταξη. Έτσι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ φαινόταν όλο και λιγότερο πιθανή και η Τουρκία άρχισε να δραστηριοποιείται όλο και περισσότερο στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η αυξανόμενη συμμετοχή της Τουρκίας στο Μεσο-ανατολικό ήταν λιγότερο συνέπεια της στρατηγικής απόκλισης από τη “Δύση”, αλλά μάλλον ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι έμενε η Τουρκία ολοένα και πιο απομονωμένη από τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, ο αρχιτέκτονας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 2002, τοποθετεί τη Τουρκία ως το κέντρο μιας πολιτιστικής γεωγραφίας που ορίζεται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκτός από τον μεγαλύτερο οικονομικό και πολιτικό ακτιβισμό στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αυτό συνεπάγεται επίσης αυξημένη πολιτιστική διπλωματία. Η Άγκυρα χρηματοδοτεί μια αρχιτεκτονική ανακαίνιση των πρώην οθωμανικών χωρών σε ολόκληρη την περιοχή. Αυτό περιλαμβάνει επίσης μεγαλύτερη έμφαση στην οθωμανική κληρονομιά της Τουρκίας. Οι νεο-οθωμανικές πολιτικές της ισλαμικής κυβέρνησης αντικατοπτρίζονται στην εκπαίδευση, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, την ένδυση και την πολιτική ρητορική, προκαλώντας πολλές εσωτερικές αντιπαραθέσεις και προωθώντας την πολιτική πόλωση. Πολλοί Τούρκοι ακαδημαϊκοί μιλάνε στο πλαίσιο της ολοένα και ισχυρότερης συμμετοχής της Τουρκίας, στη Μέση Ανατολή. Τονίζουν ότι όχι μόνο η τουρκική εξωτερική πολιτική πρέπει να επικαιροποιείται όλο και περισσότερο με τις πολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, αλλά και σε διεθνές επίπεδο, η Τουρκία ως χώρα όλο και περισσότερο καθορίζεται από τη σημασία της για τις πολιτικές έναντι της Μέσης Ανατολής.

Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η άνοδος των πολιτιστικών συζητήσεων είχε τεράστιο αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση της Τουρκίας, καθώς και στις διεθνείς σχέσεις της. Από το 2010 και μετά, η Τουρκία εισερχόμενη σε έναν νέο κόσμο όπου οι σχέσεις με τους δυτικούς εταίρους και τους συμμάχους της γίνονται όλο και περισσότερο συγκρουσιακές και ενοχλητικές. Ο πρόεδρος Ερντογάν και το κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης εκφράζουν την παν-Ισλαμιστική, πολιτιστική και λαϊκίστικη αντι-δυτικού τύπου ρητορική. Οι αναφορές στην οθωμανική μεγαλοπρέπεια και την έμφαση μιας κοινής κληρονομιάς με τις μουσουλμανικές κοινότητες ήταν σημαντικές για την προώθηση της διεθνούς εικόνας του Ερντογάν και του κόμματος του. Σήμερα, η Τουρκία που δεν συνδέθηκε με ένα Δυτικό πρότυπο ή ευρωπαϊκή χώρα, αν και εξακολουθεί να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και δυνητικά υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ, έχει περάσει τα τελευταία χρόνια στην ανατολή. Από τη σκοπιά της πολιτιστικής γεωπολιτικής, είναι πλέον αντιληπτή ως δύναμη της Μέσης Ανατολής και ένα μουσουλμανικό κράτος.

* Ο Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Τσαϊλάς δίδαξε επι σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου, είναι μέλος και ερευνητής του Ινστιτούτου για την Εθνική και Διεθνή Ασφάλεια.

* Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια της ίδιας Σχολής, Εξωτερική Συνεργάτιδα της Ανώτατης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ), μέλος και ερευνήτρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛ.Ι.Σ.ΜΕ.).


** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια