Αν προσεγγίσουμε το έργο της κυβέρνησης με όρους όχι «δομικής αντιπολίτευσης», αλλά έντιμης, νηφάλιας και εμπεριστατωμένης, βασιζόμενης σε στοιχεία, κριτικής θεώρησης, τότε –έστω και χωρίς να παραγνωρίσουμε κάποια αρνητικά της σε επιμέρους θέματα τα οποία, ακόμη και αν είναι ήσσονα, ενοχλούν σημαντικά για τον τρόπο της διαχείρισής τους*- είμαστε υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουμε πως σε πολλούς τομείς στον ενάμιση χρόνο της θητείας της επιτελέστηκε έργο επικό. Κάτι που οδηγεί σε στεναγμό ανακούφισης, εάν αναλογιστούμε ποια θα ήταν -μέσα σε ένα περιβάλλον έκτακτων και ακραίων υγειονομικών, οικονομικών και διεθνοπολιτικών δυσκολιών- η επάρκεια της εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης.
Μάλιστα οι επιτυχίες της εκτείνονται σε σημαντικό εύρος θεμάτων:
Από τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης, με τρόπο και αποτελέσματα που τουλάχιστον δεν υπολείπονται του μέσου όρου των χωρών του δυτικού κόσμου (χωρίς μάλιστα οι ασφαλώς πολύ επώδυνες εκπτώσεις στις δημοκρατικές ελευθερίες των πολιτών να φτάσουν σε ακρότητες ανάλογες με αυτές άλλων δυτικών κρατών)… Και από τη διασφάλιση πόρων για τη χρηματοδότηση των συνεπειών αυτής της κρίσης… Μέχρι την ψηφιοποίηση του κράτους και τη διευκόλυνση της ηλεκτρονικής διεκπεραίωσης πολλών συναλλαγών με αυτό (και όχι μόνο αυτό: βλέπε ηλεκτρονική συνταγογράφηση)… Σε όλους αυτούς τους τομείς τα κυβερνητικά επιτεύγματα δεν είναι αμελητέα.
Και δεν συζητάμε καν πως αυτή η εξουσία τόλμησε να αγγίξει και θέματα ταμπού, όπως η ευταξία στα πανεπιστήμια ή η πραγματική εφαρμογή της απαγόρευσης του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους.
Πανθομολογουμένως όμως σε κανένα άλλον τομέα η μητσοτακική Ελλάδα δεν έλαμψε τόσο όσο στην εξωτερική πολιτική. Πρωτίστως βέβαια –αλλά όχι μόνο- στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με συνδυασμό αποτρεπτικών κινήσεων και διπλωματικών πρωτοβουλιών τέτοιων που επέτρεψαν στη χώρα μας να διαχειριστεί με σημαντικότατα διπλωματικά ερείσματα την κρίσιμη και εθνικά επικίνδυνη περίοδο του τέλους της προεδρίας Τραμπ. Υπήρξαν στιγμές που ο, έχων ιστορική συνείδηση, απροκατάληπτος παρατηρητής της επικαιρότητας θα μπορούσε να αναρωτηθεί μήπως ο σημερινός πρωθυπουργός κληρονόμησε κάτι από το διπλωματικό τάλαντο του εκ πλαγίου προπάππου του.
Τώρα όμως που, ως επίστεψη αριστοτεχνικών διπλωματικών χειρισμών και με εκμετάλλευση της νέας διεθνούς συγκυρίας, αλλά και με τολμηρό πραγματισμό, σέρνουμε την εξ ανατολών γείτονα σε σοβαρές κατά τα φαινόμενα διαπραγματεύσεις που ίσως θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό, διασφαλιστικό της ειρήνης στην περιοχή (θυμίζω πως ο συμβιβασμός Ελ. Βενιζέλου-Κεμάλ Ατατούρκ του 1930 είχε διασφαλίσει σχέσεις καλής γειτονίας επί ένα τέταρτο του αιώνα, διάστημα στο οποίο πήραμε και τα Δωδεκάνησα χωρίς τουρκική εναντίωση) έρχεται η εκ των έσω υπονόμευση.
Δήλωση-καταπέλτης, καταλυτική: «Με πειρατές δεν κάνεις διάλογο»! «Τον επεκτατιστή δεν τον κατευνάζεις»! Γιατί το ξέσπασμα και τι υποδηλώνει;
Διανοητική καθήλωση πιθανόν; Δολιοφθορά άραγε; (Πάντως ένας από τους καλύτερους σύγχρονους δημοσιογράφους της χώρας έκανε λόγο για «σαμποτάζ»…) Μήπως εμπάθεια; Ενδεχομένως ζηλοφθονία για έναν πολιτικά «τυχερότερο» κάτοχο ενός αξιώματος, το οποίο «εις ημάς» δεν προσέφερε πολλές χαρές; Απλή πολιτική μυωπία; Ίσως, ακόμη περισσότερο, μικρόνοια; Προσπάθεια παραμονής στην επικαιρότητα και διατήρησης κάποιας απήχησης σε πληθυσμιακές κατηγορίες με ιδιαίτερα ιδεολογικοπνευματικά χαρακτηριστικά και ανάλογες ευαισθησίες; Ποιος ξέρει…
Πάντως διαβάζοντας τις δηλώσεις του εθνικού εθναμύντορα –και αναλογιζόμενος την εθνοβλαπτική αδιαλλαξία του στις αρχές της δεκαετίας του 1990 καθώς και την αντιμνημονιακή στάση του στις αρχές της δεκαετίας του 2010- μου ήρθαν στο νου οι πρώτες γραμμές του υπέροχου βιβλίου του Ζ.-Μ. Γκενασιά «Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων». Εκεί ο σημαντικός μαυροπόδαρος Γάλλος συγγραφέας, αναφερόμενος στον Ζ.-Π. Σαρτ απορεί για τη δημοφιλία του σε κάποια κοινωνικά στρώματα γράφει: «Τι παράλογο που είναι να αποτί(ν)εται φόρος τιμής σ’ έναν άνδρα που έπεσε σχεδόν σε όλα έξω, βρισκόταν σε μόνιμη πλάνη, πίστεψε σε μια υπόθεση εξαρχής καταδικασμένη και την υπηρέτησε με όλο του το είναι». (Σημειωτέον πως όταν διάβασα το βιβλίο μού είχε ολοσχερώς διαφύγει πως ο Γάλλος φιλόσοφος είχε υπογράψει και κείμενο υπέρ της παιδοφιλίας που αυτές τις ημέρες ξαναήρθε στην επικαιρότητα με την υπόθεση Κουσνέρ-Ντυαμέλ…)
Πάντως δεν κατατάσσω στα ήσσονα ατοπήματα της κυβέρνησης ούτε την ενδοτικότητα απέναντι σε πράξεις της εκκλησίας επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία (αλλά και προς την εξίσου επικίνδυνη επαναστατική γυμναστική του ΚΚΕ) ούτε την παροχή ρόλου επιδημιολογικής συμβούλου στην καθηγήτρια που θεωρεί ότι η χρήση του ίδιου κοχλυαρίου σε εκκλησιαστικό μυστήριο δεν εμπεριέχει υγειονομική επινδυνότητα.
Θανάσης Διαμαντόπουλος
0 Σχόλια