Τι ακριβώς έγινε στην πρώτη διετία της κρίσης
Πριν από αρκετά χρόνια, το 2016, βρέθηκα σε μια επαρχιακή πόλη για την παρουσίαση ενός βιβλίου. Πήγα μαζί με έναν πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, από τους πρωταγωνιστές της κυβέρνησης Παπανδρέου, ο οποίος μετείχε στο πάνελ. Παρκάραμε το αυτοκίνητό μερικές εκατοντάδες μέτρα από τον τόπο της εκδήλωσης και από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι δεν αισθανόταν άνετα που θα πηγαίναμε με τα πόδια. Πράγματι όταν μπήκαμε στην αίθουσα γύρισε και μου είπε ότι ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που περπατούσε έτσι, χωρίς καμία προστασία, μέσα στον κόσμο. Φοβόταν να βγει από το σπίτι του.
Δεν είναι το μόνο τέτοιο περιστατικό που θυμάμαι. Μια άλλη φορά, το μακρινό 2014, παρακολουθούσα μια εκδήλωση του ΠΑΣΟΚ για τις ευρωεκλογές και πάλι σε μια μικρή πόλη της περιφέρειας. Στην αίθουσα δεν είμαστε πάνω από 20 άτομα. Μετά το τέλος ο τοπικός βουλευτής μας παρακάλεσε όλοι μαζί, 5-6 άτομα δηλαδή, όσοι είχαμε απομείνει, να κάνουμε περπατώντας τον γύρο του τετραγώνου. Ήθελε να περάσουμε μπροστά από το καφενείο να μας δουν, ότι δεν φοβόμαστε πια, ότι μπορούμε να κυκλοφορούμε. Περπατούσαμε για 10 λεπτά, συζητώντας δήθεν αδιάφορα, όλοι σε επιφυλακή για το τι θα μπορούσε να συμβεί.
Θυμήθηκα τα δύο περιστατικά αυτές τις ημέρες με τις συζητήσεις που γίνονται για το ποια ήταν η δική μας στιγμή «Τραμπικοί εισβάλλουν στο Καπιτώλιο». Ήταν άραγε οι αγανακτισμένοι της πλατείας το 2010 και το 2011 ή μήπως οι μακεδονομάχοι το 2018 και το 2019; Για την αριστερά κάθε τέτοια σύγκριση αποτελεί ιεροσυλία. Τι σχέση έχει η «μεγαλειώδης» εξέγερση της πλατείας, ο χαρακτηρισμός πρόσφατος από κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, με τους ακροδεξιούς, πατριδοκάπηλους, εχθρούς της Δημοκρατίας.
Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε. Δεν έχει νόημα να μπλεκόμαστε σε συζητήσεις που τελικά αφορούν το φύλλο των Αγγέλων. Έχει και παραέχει όμως νόημα, κάποια στιγμή να συζητήσουμε τι ακριβώς έγινε στην πρώτη διετία της κρίσης. Όχι μόνο για τις «μεγαλειώδεις» συγκεντρώσεις έξω από τη Βουλή και τους προπηλακισμούς βουλευτών αλλά και για τις απόλυτα οργανωμένες επιχειρήσεις τρομοκράτησης των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ πήγε στις εκλογές στην πραγματικότητα χωρίς να μπορεί να βγει στις πλατείες. Ακόμα και οι συναυλίες του Νταλάρα, πόσο τον έχω θαυμάσει για τότε, μετατρέπονταν σε πεδίο μάχης. Αυθορμήτως βεβαίως, βεβαίως, με τους ακροαριστερούς τραμπούκους να δρουν ανενόχλητοι. Ένα τηλεοπτικό θέαμα που έστελνε το μήνυμα. Και ασφαλώς δεν ξεχνώ μια ομιλία του τότε πρωθυπουργού, στη Σύρο αν δεν κάνω λάθος, ο οποίος κυριολεκτικά φυγαδεύτηκε, κυνηγημένος, με πέτρες από τους γνωστούς αλήτες, με μια φούχτα αστυνομικούς να τα έχουν χαμένα. Πόση διαφορά από τις σιδερόφραχτες ομιλίες του κ. Τσίπρα, όταν υπήρχε η παραμικρή υποψία αντισυγκέντρωσης. Ήξερε τι έκανε όπως και τι είχαν κάνει στους πολιτικούς αντιπάλους του οι σύντροφοί του. Πόση διαφορά όμως και από την προστασία που δόθηκε στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στην Βόρεια Ελλάδα όταν κάποιοι, ακροδεξιοί αυτή τη φορά, τραμπούκοι, προσπάθησαν να τους προπηλακίσουν στα σπίτια και στα γραφεία τους. Η αστυνομία σωστά τους προστάτευσε, όπως δεν είχε προστατεύσει τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Δημοκρατικές ευαισθησίες…
Όση «δικαιολογημένη οργή» κι αν επικαλεστούν κάποιοι, αυτό που έγινε στο πρώτο μνημόνιο ήταν μια συστηματική επίθεση στις δημοκρατικές διαδικασίες. Μια επίθεση με πολύ συγκεκριμένες επιπτώσεις τις οποίες εκμεταλλεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ έτσι κι αλλιώς να ήταν καταδικασμένο. Με τις συνθήκες που έδωσε την εκλογική μάχη ωστόσο δεν είχε την παραμικρή ελπίδα. Δεν ήταν πραξικόπημα, ήταν όμως τρομοκρατία. Και η πραγματική της ιστορία δεν έχει γραφτεί ακόμα.
Ψάχνουμε τις ομοιότητες. Προσωπικά μου προκαλούν εξ ίσου μεγάλη εντύπωση οι διαφορές. Η αστυνομία στην Ουάσιγκτον έχασε την μάχη αλλά δεν παραιτήθηκε από τον πόλεμο. Έχει ξεκινήσει μια τεράστια επιχείρηση εντοπισμού όλων όσοι παρανόμησαν, με βίντεο, φωτογραφίες ακόμα και με πρόσκληση στο κοινό να κατονομάσει όσους αναγνωρίζει. Ξέρουν ότι η αποδοχή της ανομίας γεννά ανομία. Και κάνουν αυτό που δεν έκανε τότε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ούτε καν για την αυτοπροστασία της. Το πλήρωσε ακριβά.
Σήμερα βέβαια η βία έχει επιστρέψει εκεί από όπου ξεκίνησε: μέσα και γύρω από τα πανεπιστήμια. Κι όπως και με τη βία του χθες, η αριστερά έρχεται να αντιταχθεί σε κάθε προσπάθεια αποτελεσματικής αντιμετώπισής της. Έχει ξεσηκωθεί μια μερίδα των πανεπιστημιακών κατά της δημιουργίας αστυνομικού σώματος, με τις γνωστές υπερβολές για χούντες και αστυνομοκρατία. Είναι πολλοί, καλοπροαίρετοι, που δεν μπορούν να απαλλαγούν από την ρητορική του αγώνα και της αντίστασης. Υπάρχει όμως κανείς ο οποίος πιστεύει στ αλήθεια ότι θα απειληθεί ο ελεύθερος διάλογος; Τι φοβούνται ότι η αστυνομία θα παρεμβαίνει στα αμφιθέατρα και θα υπαγορεύει τι θα διδάσκουν οι καθηγητές;
Θα ήταν πράγματι επιθυμητό ή ίδια η πανεπιστημιακή κοινότητα να είχε οργανώσει την φύλαξη των ΑΕΙ. Κι είναι σαφές ότι το υπό συγκρότηση σώμα θα κληθεί να αντιμετωπίσει πρωτόγνωρες καταστάσεις. Θα δούμε αν θα πετύχει ή αν θα είναι μια ακόμα μεταρρύθμιση στα χαρτιά. Ποιος όμως μπορεί να αρνηθεί ότι ως σήμερα οι πανεπιστημιακές αρχές έχουν αποδειχθεί ανίκανες, αν όχι απρόθυμες, να αυτοπροστατευτούν; Και ότι σε ορισμένα τουλάχιστον ιδρύματα, συγκεκριμένες ομάδες, μπορούν και λειτουργούν με απόλυτη ασυδοσία; Μια κατάσταση ανομίας η οποία αναπαράγεται ακριβώς επειδή δρα ανενόχλητη.
Με αφορμή λοιπόν τις επιθέσεις στο Καπιτώλιο μπορούμε πράγματι να ρωτήσουμε ποιος τρομοκρατεί ποιον. Και ποιοι τελικά το έχουν πληρώσει ως σήμερα και μάλιστα πολύ ακριβά.
0 Σχόλια