Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Υβ Λε Ντριάν είχε προειδοποιήσει ήδη από τον Νοέμβριο: "Δεν θα επιστρέφουμε στο status quo ante, τις παλιές καλές μέρες τη διατλαντικής σχέσης. Ο κόσμος έχει προχωρήσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η Ευρώπη έχει ξυπνήσει από την αφέλειά της”.
Όσα όμως για τον επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας είναι απλώς (μεγαλόστομες) διακηρύξεις, για την Γερμανία είναι ήδη υπόθεση προληπτικών κινήσεων.
Πράγματι, η έλευση του Τζο Μπάιντεν στο πηδάλιο της αμερικανικής πολιτικής λειτουργεί καθησυχαστικά για τους Ευρωπαίους ιθύνοντες, στον βαθμό που φέρνει στο προσκήνιο έναν παλαιό γνώριμο, θιασώτη της πολυμερούς διπλωματίας.
Όμως η ηγέτιδα δύναμη της ευρωζώνης το δηλώνει ανοιχτά, δια στόματος του υπουργού Εξωτερικών Χέικο Μάας, ότι δεν περιμένει να λείψουν οι τριβές σε ζητήματα που άπτονται κεντρικών της συμφερόντων.
Και ο λόγος είναι απλός: Είναι πρωτίστως η ίδια η Αμερική η οποία δεν θα επιστρέψει στην προτέρα κατάσταση, σαν να μην υπήρξε ποτέ η παρένθεση Τραμπ. Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες γνωρίζουν, παρακολουθώντας την πόλωση στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών ότι οι όποιες διατλαντικές συνεννοήσεις θα τελούν μονίμως υπό την αίρεση του τι θα προκύψει από την αμερικανική κάλπη στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 ή στις προεδρικές του 2024.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η ευρω-αμερικανική σχέση σημαδεύεται από το ότι δεν είναι πλέον δυαδική, αλλά τριαδική. Στις ισορροπίες και συνεργασίες που θα διαμορφώνει η Ε.Ε. με την άλλη άκρη του Ατλαντικού θα παρεμβάλεται πάντα το ερώτημα των σχέσεών της με τις ευρασιατικές δυνάμεις, την Κίνα και τη Ρωσία.
Μία Ευρώπη η οποία φιλοδοξεί να έχει "γεωπολιτική αυτονομία”, όπως το θέτει η "γεωπολιτική Κομισιόν” της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δεν μπορεί να σύρεται αυτόματα στις νεοψυχροπολεμικές αντιπαραθέσεις, που δείχνουν να αποτελούν την πρώτη προτεραιότητα της Ουάσιγκτον.
Πόσω μάλλον όταν στην Ευρώπη ηγεμονεύει μια Γερμανία εξαρτημένη από τις ενεργειακές της ανάγκες και τα εμπορικά της πλεονάσματα.
Εξ ού και ενώ εξελίσσεται περιπετειωδώς η αλλαγή σκυτάλης στην αμερικανική ηγεσία, το Βερολίνο έστειλε δύο μηνύματα που δεν μπορούν να παρερμηνευθούν.
Το πρώτο ήταν η σύναψη, μία ημέρα πριν την ολοκλήρωση του 2020 και και άρα της γερμανικής προεδρίας στην Ε.Ε., της επενδυτικής συμφωνίας με την Κίνα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Τζέικ Σάλλιβαν, αυριανού συμβούλου εθνικής ασφαλεαίας του Μπάιντεν, ο οποίος επέκρινε την ευρωπαϊκή πλευρά για το ότι δεν ήρθε προηγουμένως σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ.
Το δεύτερο μήνυμα ήταν η επανέναρξη των εργασιών ολοκλήρωσης του υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2, απέναντι στον οποίο απειλείται η θέσπιση αμερικανικών κυρώσεων.
Ο Μάας, ωστόσο, υπήρξε σαφής στο ότι η γερμανική στάση στο ζήτημα του NordStream2 δεν πρόκειται να μεταβληθεί.
Φυσικά, το τίμημα είναι να καταγγέλλεται η Γερμανία εντός και εκτός Ευρώπης για το ότι υποβαθμίζει τα πολιτικά ζητήματα και την ανάγκη υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το πώς "ξεφούσκωσε”, προφανώς με απόφαση της Άγκελα Μέρκελ, η ρωσο-γερμανική κρίση που προέκυψε από την υπόθεση τη δηλητηρίασης του Ρώσου ακτιβιστή Αλεξέι Ναβάλνι είναι χαρακτηριστικό.
Αλλά το αντάλλαγμα είναι δελεαστικό. Σύμφωνα με όσα δημοσίευσε την εβδομάδα αυτή το γερμανικό οικονομικό περιοδικό WirtschaftsWoche, η Κίνα προσανατολίζεται να παραχωρήσει άδεια κινητής τηλεφωνίας στην Deutsche Telekom, καθιστώντας την πρώτη ξένη εταιρεία που αποκτά αντίστοιχα δικαιώματα στην κινεζική επικράτεια.
Το ίδιο δημοσίευμα αναφέρει ότι στο πνεύμα της αμοιβαιόητας η Γερμανία πρόκειται να ανοίξει την αγορά της στην China Mobile.
0 Σχόλια