Μπορεί το 2021 να είναι χειρότερο;


Με ανακούφιση αποχαιρετούμε το 2020, παρά το γεγονός ότι επιβαρύνει την ηλικιακή καμπούρα μας.

Του Παντελή Σαββίδη

Οι προβλέψεις σε έναν πολύπλοκο και χαοτικό κόσμο δεν μπορούν να γίνουν με βεβαιότητα, αλλά δύσκολα το ’21 μπορεί να είναι χειρότερο από το ’20.

Το καλό και το κακό εξαρτάται από την οπτική που θα δει κανείς τις εξελίξεις, αλλά το μόνο –πέραν του καλού και του κακού– γεγονός είναι το εμβόλιο κατά της Covid-19. Και εδώ, όμως, υπάρχουν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις.

Από την ελληνική οπτική o κορονοϊός, η οικονομία, οι σχέσεις με την Τουρκία, το μονοκομματικό πολιτικό σύστημα (κανείς δεν δίνει σημασία σε μια απαξιωμένη αντιπολίτευση χωρίς εναλλακτική πρόταση) και ο κακός εαυτός μας θα είναι και το 2021 στην ημερήσια διάταξη.

Για τον κορονοϊό οι ελπίδες έχουν εναποτεθεί στο εμβόλιο, στην οικονομία επικρατεί η μεταφυσική αντίληψη ότι θα υπάρξει έκρηξη μετά την αντιμετώπιση της πανδημίας, το μονοκομματικό σύστημα δεν θα αλλάξει, και μάλλον αυτό που βιώνουμε είναι καλύτερο από την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος.

Εκεί που αξίζει να εστιάσουμε είναι η εξωτερική πολιτική.

Η εκλογή Μπάιντεν προκαλεί ήδη σκεπτικισμό στην Άγκυρα, η οποία προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Έχει αποσύρει το «Oruç Reis» στην Αττάλεια και εκπέμπει μηνύματα ότι επιθυμεί την αποκατάσταση των σχέσεών της με την Ελλάδα, τη Γαλλία και την ΕΕ συνολικά. Βεβαίως, στη βάση της δικής της πολιτικής. Όλα στο τραπέζι. Ακόμη και το Κυπριακό θα πρέπει, κατά την τουρκική αντίληψη, να συζητηθεί σε μια ελληνοτουρκική ατζέντα – κάτι που θα είναι αρνητικό. Το κυπριακό είναι θέμα εισβολής και κατοχής.

Η Άγκυρα θέτει εν τοις πράγμασι θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης της Λοζάνης. Η τουρκική προσέγγιση βρίσκει σύμφωνα ορισμένα ευρωπαϊκά κέντρα, αλλά δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επιλογή της Αθήνας. Εκεί που θα κριθεί, όμως, είναι στην Ουάσινγκτον. Ο τόνος θα δοθεί από την αμερικανική πρωτεύουσα.

Γενικότερα το ελληνικό πολιτικό σύστημα παρά τις επιλογές που κάνει στην Άμυνα, δεν τις επενδύει με αποφασιστικότητα. Από αυτής της πλευράς έχει δίκιο ο Τούρκος υπουργός Άμυνας όταν λέει πως η Ελλάδα όσους εξοπλισμούς και αν προμηθευθεί θα είναι ανώφελο. Επί της ουσίας μια περισσότερο εξοπλισμένη Ελλάδα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καλύτερα την Τουρκία, και αυτό το γνωρίζει η απέναντι πλευρά. Δεν πιστεύει όμως η Άγκυρα πως η Αθήνα θα κλιμακώσει, όσο και αν προκληθεί. Το τραγικό σφάλμα του Κ. Μητσοτάκη θα είναι να πιστέψει πως επειδή κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό μπορεί να προβεί σε παραχωρήσεις. Οποιαδήποτε παραχώρηση δεν θα γίνει αποδεκτή, αν και στον δημόσιο λόγο διαμορφώνεται μια ομάδα κυβερνητικών προπαγανδιστών που επιχειρούν να απαξιώσουν, ως ακραία, την αντίληψη «καμιά παραχώρηση». Έχει διαμορφωθεί ένας «δεξιός γκραμσιανισμός» που διεκδίκησε, πήρε και διατηρεί, προς το παρόν, την ιδεολογική ηγεμονία.

Τι θα μπορούσε να κάνει η ελληνική πλευρά;

Καταρχάς να αποβάλει το φοβικό σύνδρομο το οποίο εκμεταλλεύονται άπαντες. Να προετοιμάσει την ελληνική κοινωνία και τη διεθνή κοινή γνώμη πως δεν είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τίποτε από όσα το Διεθνές Δίκαιο της δίδει. Και θα υποστηρίξει με κάθε μέσο αυτήν την επιλογή.
Να εξοπλίσει στο καλύτερο δυνατό επίπεδο τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Να αναπτύξει μια ισχυρή διπλωματική υπηρεσία που θα λειτουργεί με σύγχρονες αντιλήψεις.
Να λειτουργήσει σε νέα βάση και με διεθνή προσανατολισμό τη Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης.
Να ενεργοποιήσει «δεξαμενές σκέψης». Στην Αθήνα υπάρχει το ΕΛΙΑΜΕΠ. Χρειάζεται, αλλά δεν αρκεί. Η οπτική του είναι μονοδιάστατη. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν δύο πόλοι, ανενεργοί σήμερα, που θα μπορούσαν όμως να αποτελέσουν κέντρα διαμόρφωσης πολιτικής. Το ΙΜΧΑ και η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Η οργανωτική δομή υφίσταται. Η αντίληψη λειτουργίας πρέπει να αλλάξει.
Το παγκόσμιο περιβάλλον συνεχίζει να μεταλλάσσεται και όλοι αναμένουν την πολιτική του νέου Αμερικανού προέδρου.

Η Βρετανία εκτός ΕΕ θα επιχειρήσει να δώσει την εικόνα ότι δεν είναι απομονωμένη. Ως προεδρεύουσα του G7 θα αναλάβει πρωτοβουλία διεύρυνσης σε D10 με Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Νότια Κορέα. Η έξοδός της από την Ένωση μάλλον θα την βλάψει, αλλά η Βρετανία εκτός ΕΕ είναι μια θετική εξέλιξη για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, αν υποθέσουμε πως υπάρχει τέτοια εξωτερική πολιτική.

Η Βρετανία ήλεγχε όλα τα κέντρα διαμόρφωσης εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Και με τη δυνατότητα αυτήν επηρέαζε την πολιτική της Ένωσης. Ο βρετανικός φιλοτουρκισμός είναι ακραίος. Το ίδιο ακραία (αλλά αρνητικά) προσεγγίζει την Ελλάδα. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι η έξοδος της Βρετανίας θα απενεργοποιήσει και τα κέντρα που επηρέαζε.

Είναι βρετανική στρατηγική επιλογή η στρατηγική σχέση με την Τουρκία.

Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του ΗΒ; Η Ρωσία και δευτερευόντως η Κίνα. Ποιος εμποδίζει ή υπόσχεται να εμποδίσει τη Ρωσία; Η Τουρκία.

Ποια μεγάλη οικονομία μπορεί να βοηθήσει το δόγμα «Global Britain» μετά το Brexit; Η Τουρκία, η οποία μάλιστα αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα βρετανικών προϊόντων στη Μ. Ανατολή. Επιπλέον, το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών είναι θετικό υπέρ της Τουρκίας.

Πώς βλέπει το ΗΒ την Ελλάδα; Ως «πελατάκι» ασφαλείας και «σιγουράκι». Σου λέει, «ό,τι και να κάνεις σε εμένα θα έρθεις, εντός ΝΑΤΟ και Δυτικού συστήματος ασφαλείας, για προστασία. Οπότε σε έχω πελάτη».

Ακόμα και με φανερά φιλοτουρκική και ανθελληνική πολιτική (συναισθηματικοί όροι αλλά εκφράζουν την πραγματικότητα), πιέζουν και προωθούν για τη νέα φρεγάτα τ. «Τ-31». Επίσης η συνεργασία μας στον στρατιωτικό τομέα, με βρετανική ευθύνη είναι η άκρως απαραίτητη. Όταν θέλουν κάτι οι Βρετανοί (βλέπε Σούδα), μόνο τότε τους «κόπτει». Περιορίζονται σε φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες (βλέπε πτήσεις ακροβατικού σμήνους «Red Arrows» στον αττικό ουρανό, διέλευση και επίδειξη σημαίας του νέου αεροπλανοφόρου «Queen Elisabeth» στις ελληνικές θάλασσες το καλοκαίρι 2021, και μέχρι εκεί).

Άκρως αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα είναι και η διαχρονική γερμανική εξωτερική πολιτική. Που θεωρεί πυλώνα της την Τουρκία.

Δεν μας φταίει όμως κανείς. Όταν έχεις ένα πολιτικό σύστημα με εγγεγραμμένο στο πολιτικό DNA του την υποτέλεια και μέτριους πολιτικούς που το διαχειρίζονται, οι οποίοι βολεύθηκαν και με το Casus Belli της Τουρκίας (δεν κάνουμε τίποτε για να αποφύγουμε τον πόλεμο, ισχυρισμός τον οποίο αναπαράγει και ένα μέρος της κοινωνίας), τότε το αποτέλεσμα είναι ο συνεχής διεθνής διασυρμός. Και η προσπάθεια ενός σαθρού κατεστημένου να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

Τέλος, η πρόβλεψη για την Τουρκία είναι πως στο νέο περιβάλλον θα επιδιώξει μια σύγκλιση με την Ελλάδα και την Ευρώπη στη βάση δικής της ατζέντας.

Θα εξαρτηθεί από τρίτους (ΕΕ, και κυρίως ΗΠΑ) αν θα μπορέσει να την επιβάλλει.

Ένα, όμως, ας έχουμε υπόψη μας. Στην εποχή και στην περιοχή που ζούμε, αν δεν έχουμε διαμορφωμένη εξωτερική πολιτική –αν δηλαδή δεν ξέρουμε τι θέλουμε–, θα πελαγοδρομούμε. Και πολύ πιθανό να χάσουμε.

Άρα, διαμόρφωση πολιτικής, επίδειξη αποφασιστικότητας για την επιβολή της και διαμόρφωση συσχετισμών για την υποστήριξή της.

Ο Ερντογάν βοήθησε σ’ αυτές τις κατευθύνσεις. Διατάραξε τις σχέσεις του και με το Ισραήλ και με τον αραβικό κόσμο, και τώρα παίρνει αρνητικά μηνύματα. Μπορεί η Ελλάδα να τα αξιοποιήσει;


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια