Απέναντι στον θάνατο (των άλλων) η ύβρις έχει πολλές μορφές να εκδηλωθεί, ειδικά σε περιπτώσεις που εμπλέκεται και η πολιτική. Δύο είναι οι συνηθέστερες, η τυμβωρυχία και η αμεριμνησία – η αδιαφορία αποκλείεται εξ ορισμού, διότι δεν μπορεί να δεχθεί κανείς ότι υπάρχουν πολιτικοί που δεν νοιάζονται.
Και για να εξηγούμαστε: η τυμβωρυχία αφορά κυρίως την (κάθε φορά) αντιπολίτευση, η δε αμεριμνησία κυρίως την (εκάστοτε) κυβέρνηση.
Η πρώτη ύβρις μοιάζει η πιο χυδαία, αλλά συχνά στην πολιτική είναι αμφιλεγόμενα τα όρια ανάμεσα στην εκμετάλλευση μίας τραγωδίας και το πραγματικό και επιβεβλημένο καθήκον της καταγγελίας και αναζήτησης ευθυνών.
Όσο δύσκολο είναι να το βρει κάποιος αυτό το όριο, τόσο εύκολο είναι να τον κατηγορήσουν ότι πατάει στον ανθρώπινο πόνο για να αποκομίσει κομματικά οφέλη. Ήταν, για παράδειγμα, τυμβωρυχία ή πραγματικός σπαραγμός η καταγγελία για τους θανάτους από τα μαγκάλια, τον καιρό της κορύφωσης του μνημονιακού δράματος και του κοινωνικού καιάδα την περίοδο 2010-14; Ήταν τυμβωρυχία ή επιβεβλημένη πολιτική καταγγελία η μετατροπή των τραγωδιών σε Μάνδρα και Μάτι σε «σημαία» του αντισυριζαϊκού μένους την περίοδο 2017-18; Ήταν τυμβωρυχία ή λογική αντιπολιτευτική αντίδραση η καταγγελία που εξαπέλυσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Φεβρουάριο του 2019 για τους 40 νεκρούς από τη γρίπη; Με όλη αυτή την πρόσφατη εμπειρία, είναι άραγε σοβαροί όσοι κατηγορούν την αντιπολίτευση (σύσσωμη την αντιπολίτευση, όχι μόνο την αξιωματική) όσοι λένε ότι γίνεται τυμβωρυχία για τα θύματα του κορωνοϊού, όταν η χώρα μετρά απώλειες που μόνο σε συνθήκες πραγματικού πολέμου παραπέμπουν; Κι αν η χώρα υποτίθεται προετοιμάστηκε για τον πόλεμο αυτόν – καταβάλλοντας ήδη τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος στο πρώτο κύμα της πανδημίας με την σκληρή καραντίνα, που ορθώς επιβλήθηκε τότε – τότε τι θα θρηνούσαμε εάν μας αιφνιδίαζε τρόπον τινά ο κορωνοϊός;
Η άλλη μορφή ύβρεως προς τους νεκρούς – χθες μόνο χάσαμε 111 συνανθρώπους μας – είναι η αμεριμνησία. Η προσπάθεια επιβολής μίας «ρουτίνας θανάτων», όταν έχουμε εκατόμβη νεκρών στη χώρα, είναι στην πραγματικότητα όχι μόνον προσβολή προς τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους, αλλά μήνυμα προς τους ζωντανούς ότι δεν αποτελούν παρά στατιστικούς δείκτες μικρής σημασίας: «Ε, και τι έγινε κι αν χάνονται κάποιοι, ίσως αύριο και σεις οι ίδιοι δηλαδή, η ζωή ωστόσο είναι ωραία και συνεχίζεται» λέει αυτό το μήνυμα, που ως φιλοσοφία ζωής σε ουδέτερους καιρούς μπορεί να έχει νόημα, αλλά πάνω στη μάχη για την επιβίωση δεν είναι τίποτα περισσότερο από επίδειξη παρανοϊκού ελιτισμού και βοναπαρτικού μεγαλείου. Πρόκειται για μία αθεράπευτη και διαβρωτική ροπή προς την αμεριμνησία, επιτομή άλλωστε της οποίας ήταν τα όσα έγιναν (και δεν έγιναν) μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας από την πλευρά της κυβέρνησης.
Ο ομολογημένος εφησυχασμός του καλοκαιριού, τα μοιραία λάθη στη φθινοπωρινή διαχείριση της πανδημίας και η εγκατάλειψη του συστήματος υγείας έχουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης στο ότι από την 1η Νοεμβρίου χάθηκαν 1891 για ζωές (από τις χειρότερες επιδόσεις στον κόσμο και πάντως η χειρότερη στην Ευρώπη για το δεύτερο κύμα) και πιθανόν θα χαθούν εκατοντάδες ακόμα τις επόμενες ημέρες.
Το χειρότερο είναι όμως ότι η αμεριμνησία, που εδράζεται στην ωραιοποίηση της κατάστασης και στους πρόθυμους «πανηγυριτζήδες», οδηγεί τη χώρα σε μία διαρκή τραγωδία, εάν στο μεταξύ δεν γίνει κάποιο θαύμα, είτε με νέα φάρμακα, είτε με τα εμβόλια.
Το τρίτο κύμα ή η αναζωπύρωση του δεύτερου κύματος μπορεί να εξελιχθεί σε όλεθρο, εάν η ανεμελιά και η αυταρέσκεια εξακολουθεί να σαγηνεύει τους κυβερνώντες…
Γιάννης Μακρυγιάννης
0 Σχόλια