Η παρατεταμένη ένταση στις θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου, μεταξύ του Πολεμικού Ναυτικού και του τουρκικού ναυτικού υποδηλώνει ότι οι δύο πλευρές προσεγγίζουν στην πραγματικότητα κάποιες υπολογιζόμενες κινήσεις μακριά από μια σύγκρουση που μπορεί όμως με κάποιο λάθος, να κλιμακωθεί γρήγορα σε έναν πόλεμο πλήρους κλίμακας, με μικρή προειδοποίηση που θα έδινε στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις (ΕΕΔ) λίγη ώρα για ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζουμε τη κρίση Covid-19 και εξ’ αιτίας αυτής μια παρατεταμένη οικονομική δυσπραγία που καθυστερεί τις απαραίτητες διαδικασίες εκσυγχρονισμού, επηρεάζοντας τον προϋπολογισμό για την προμήθεια αεροσκαφών, φρεγατών και συστημάτων μάχης, των ΕΕΔ. Ενώ η ετοιμότητα των ΕΕΔ είναι αδιαμφισβήτητη και δεδομένη, η υγειονομική και κυρίως η οικονομική κατάσταση έχουν διαταράξει τη διαδικασία για προμήθειες πολεμικού υλικού, ο οποία είναι ένα κρίσιμο στοιχείο στην ικανότητα της Ελλάδας να λαμβάνει αποφάσεις τόσο για τον απαιτούμενο εκσυγχρονισμό όσο και, όχι λιγότερο σημαντικό, για την αξιόπιστη εφαρμογή βίας στο πλαίσιο της αποτροπής.
Εκτός από τη συνεχιζόμενη ένταση, οποιαδήποτε αξιολόγηση της στρατηγικής κατάστασης της Ελλάδας θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη πρόσθετες μεταβλητές, μεταξύ των οποίων και την πολιτική αδυναμία λόγω της επικείμενης μετάβασης στη νέα κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη διοίκηση Τράμπ στην αντίστοιχη του Μπάιντεν. Μια ανάφλεξη στην ευρύτερη περιοχή είναι δυνατή, είτε ως απόκριση σε επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ και στην ανατολική Συρία είτε με σκοπό την καταστροφή του πυρηνικού σχεδίου του Ιράν ή ακόμη και μια επικίνδυνη κλιμάκωση εντάσεως στη Λιβύη. Μια τέτοια ανάφλεξη είναι πιθανό να πυροδοτήσει μια αντίδραση εναντίον της Ελλάδας ακόμη και με προβοκατόρικη εκτέλεση θερμού επεισοδίου, που πιθανά να επιδιώξει η Τουρκία, σε μια στιγμή που η Ελλάδα συνεχίζει να αντιμετωπίζει την πανδημία Covid-19 και ακόμη δεν έχουμε αποφασίσει πως θα εκσυγχρονίσουμε τις ΕΕΔ.
Η Ελλάδα βέβαια είναι μια ευρωπαϊκή χώρα, με σταθερό δημοκρατικό κυβερνητικό συστήματα. Ωστόσο, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, σε θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, έχει επιδείξει στο παρελθόν αρνητικό αντίκτυπο στην ετοιμότητα του αμυντικού συστήματος για κλιμάκωση στην κατάσταση ασφάλειας. Επίσης κανένας αμυντικός προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί κατά τα τελευταία χρόνια με ομοφωνία. Η προμήθεια νέων συστημάτων μάχης και όπλων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί και το νέο σχέδιο που προτάθηκε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό δεν έχει ακόμη προχωρήσει.
Ο σωστός, τακτικός και συνεχής διάλογος μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολιτεύσεως με τις ΕΕΔ, είναι ζωτικό στοιχείο στην ικανότητα της Ελλάδας να λαμβάνει κρίσιμες αμυντικές αποφάσεις σχετικά με τη συσσώρευση ισχύος, και όχι λιγότερο σημαντικό, σχετικά με τη χρήση βίας στο πλαίσιο της αποτροπής. Σε περίπτωση κλιμάκωσης στο θέατρο επιχειρήσεων, η ικανότητα των διοικητών των ΕΔ και των ανώτερων πολιτικών ηγετών να διεξάγουν έναν γρήγορο και καλά οργανωμένο διάλογο με βάση την εμπιστοσύνη και τη γνώση είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ικανότητα μας να διαχειριστούμε με επιτυχία αυτήν την κλιμάκωση.
Επίσης, στη Τουρκία, διακρίνουμε να ηγούνται μιας αναδυόμενης θαλάσσιας δυναμικής καθώς επιδιώκουν ενισχυμένο περιφερειακό κύρος και κατάσταση μεγάλης ισχύος. Αυτή η ώθηση για αυξημένο διεθνές κύρος έχει οδηγήσει σε αυξανόμενες επενδύσεις σε στρατηγικά μέσα εθνικής ισχύος, στα συγκεκριμένα ναυτικά. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μια δυναμική αυξημένου ναυτικού ανταγωνισμού σε όλη τη θαλάσσια περιοχή από τη Μαύρη θάλασσα, στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο θάλασσα. Βλέπουμε πλέον ότι η ναυτική ισχύς είναι η φυσική απόδειξη της εθνικής ενηλικίωσης. Στη σύγχρονη εποχή του 21ου αιώνα, το ναυτικό έγινε ένα είδος ιδεολογίας στην οποία ο πατριωτισμός, τα οικονομικά και το συμφέρον εξωραΐζουν τα νόμιμα θέματα άμυνας και ασφάλειας. Καθώς μια χώρα αναπτύσσει την οικονομία της διεθνώς, υπάρχει η ανάγκη προστασίας των αγορών, καθώς και των θαλάσσιων οδών επικοινωνίας που μεταφέρουν εμπορικά αγαθά και τους θησαυρούς ενός κράτους.
Σήμερα, το ναυτικό έχει μεταμορφωθεί εν μέρει, από αυτό που ήταν τον προηγούμενο αιώνα και μπορεί να αναλυθεί περαιτέρω σε διεύρυνση των επενδύσεων στη ναυτική ανάπτυξη (πλοία και προσωπικό), ναυτικές τεχνολογίες ή παράκτια άμυνα (όπλα και κυβερνοχωρητικές ικανότητες) και γενικά ναυτικές δραστηριότητες (ναυτική διπλωματία και ασκήσεις) τόσο στις περιφερειακές όσο και στις ανοικτές θάλασσες. Αλλά στον πυρήνα του, η ιστορική αξία του ναυτικού για τον Έλληνα και ο ενθουσιασμός για το ναυτικό μας αντηχούν ακόμα και σήμερα. Ενώ οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου λαχταρούν για τη δημιουργία και προβολή ενός ισχυρού ναυτικού που θα εμφανίζει παγκόσμια εμβέλεια, ισχύ και εθνικό ηρωισμό για να το δουν και να θαυμάσουν όλοι, εμείς θα συνεχίσουμε χωρίς εκσυγχρονισμό και χτίσιμο του ναυτικού του μέλλοντος; Ξεχάσαμε ότι το ναυτικό μας συνδέεται με μια μεγαλύτερη ιστορική πορεία κατάστασης θαλάσσιας ισχύος και ναυτικής κυριαρχίας;
Καθώς η Τουρκία αγκαλιάζει όλο και περισσότερο τη ναυτική ισχύ, έχει οδηγηθεί σε μια αυξανόμενη τιτλοποίηση των κατά την άποψή της και κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, πολλών “αμφισβητούμενων” θαλασσίων ζωνών του Αιγαίου και της Μεσογείου θαλάσσης. Έχει επίσης επενδύσει σε αυξημένους ναυτικούς ελιγμούς μέσω των NAVTEX και σε κλιμακούμενες δυνατότητες προβολής ισχύος, μαζί με τον αυξανόμενο αριθμό δημιουργίας ξένων στρατιωτικών βάσεων ή στρατηγικής πρόσβασης σε λιμάνια που συνδέονται με μεγαλύτερες τάσεις του αναδυόμενου ναυτικού της. Αυτό ενέτεινε την εστίαση στην επίδειξη ναυτικής ισχύος, σε ολοένα και περισσότερο “αμφισβητούμενα” ύδατα, μαζί με την υιοθέτηση ενισχυμένων ναυτικών όπλων και τεχνολογιών παράκτιας άμυνας, και έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη πιθανότητα δημιουργίας εντάσεων μεταξύ των ναυτικών μας στις θάλασσες. Επιπλέον, είναι αποδεδειγμένο ότι η Τουρκία θα παρουσιάζεται εμφανώς πιο επιθετική στην ανοικτή θάλασσα εν μέσω αυξανόμενων εντάσεων με τον Ελληνισμό τόσο με τους συμμάχους όσο και τους εταίρους μας. Αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο πιθανότητας σύγκρουσης μεταξύ των αντίπαλων δυνάμεων – ακούσια ή εκούσια – κάπου κατά μήκος των θαλασσίων συνόρων μας.
Πριν λίγο καιρό, για παράδειγμα, η τουρκική φρεγάτα Kemal Reis και η ελληνική φρεγάτα Λήμνος συγκρούστηκαν ενώ το ΠΝ εκτελούσε επιχείρηση ελέγχου στα ύδατα της Μεσογείου πλησίον της ελληνικής αιγιαλίτιδος ζώνης. Αυτή η νέα θαλάσσια εποχή θα απαιτήσει επιτακτικές πολιτικές προδιαγραφές για τον Ελληνισμό τους εταίρους και τους συμμάχους μας καθώς διαχειριζόμαστε την επιθετική παρουσία και τις ναυτικές δυνατότητες της Τουρκίας σε όλη τη θαλάσσια Ευρωπαϊκή περιοχή.
Συμπερασματικά, παρά την επικρατούσα υπόθεση ότι η πιθανότητα πολέμου προς το παρόν είναι χαμηλή, είναι σημαντικό να διατηρηθεί η ικανότητα και η ετοιμότητα των ΕΕΔ για απροσδόκητες εξελίξεις, ειδικά εκείνες που αφορούν τις θαλάσσιες εντάσεις. Ο ρόλος των ΕΕΔ είναι υπεύθυνος ειδικά αυτή τη στιγμή, όταν οι πολιτικοί μηχανισμοί λήψης αποφάσεων και οι κυβερνητικοί μηχανισμοί στον Ελληνισμό δεν αποδίδουν. Ένα υψηλό επίπεδο ετοιμότητας και ένα υψηλό και εξέχον επιχειρησιακό προφίλ θα βοηθήσουν να αποτρέψουν την Τουρκία από τις προσπάθειες αντιμετώπισης του Ελληνισμού με σκληρές αμυντικές προκλήσεις που έχουν τη δυνατότητα να κλιμακωθούν σε σύγκρουση μεγάλης κλίμακας.
Με την ελληνική οικονομία υπό πίεση και την προβολή ενός αυξανόμενου ελλείμματος λόγω του COVID-19, θα αντιμετωπίσουμε βραχυπρόθεσμα σημαντικές εγχώριες και χρηματοοικονομικές προκλήσεις που θα οδηγήσουν στην ανάγκη για μεγαλύτερη προτεραιότητα εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας.
Βεβαίως, συνεχίζουμε να διατηρούμε ισχυρές σχέσεις με την ΕΕ, τα μεσογειακά κράτη και άλλα κράτη μέλη της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, ο Ελληνισμός πρέπει να κάνει περισσότερα για να συνεχίσει να προωθεί τη διαλειτουργικότητα με αυτούς τους βασικούς εταίρους και συμμάχους μέσω πρόσθετων κοινών πολυμερών ασκήσεων, αγοράς όπλων, προηγμένων τεχνολογικών μεταφορών και μεγαλύτερης ανταλλαγής πληροφοριών με κρίσιμους εταίρους όπως το Ισραήλ και άλλες δυνάμεις της Μεσογείου.
Η προώθηση περισσότερης διαλειτουργικότητας μεταξύ του Ελληνισμού και των συμμάχων μας θα εξασφαλίσει καλύτερη ετοιμότητα σε περίπτωση σύγκρουσης. Επιπλέον, ο Ελληνισμός θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται πιο στρατηγικά για την επέκταση του πεδίου και της αρμοδιότητας του Πολυμερούς Διαλόγου για την Ασφάλεια μεταξύ των Μεσογειακών Κρατών. Προσωπικά πιστεύω ότι πρέπει να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει και άλλους στρατηγικούς συμμάχους, όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία, οι οποίοι έχουν επίσης ισχυρά συμφέροντα σε ολόκληρη τη Μεσόγειο Θάλασσα.
* Ο Υποναύαρχος ε.α. Δημήτριος Τσαϊλάς είναι Senior Researcher of Strategy International και Member of Institute for National and international Security.
Πηγή: Εφημερίδα “Μακεδονία”
0 Σχόλια