Του Κωνσταντίνου Λαμπρόπουλου *
Η μετατροπή του παγκόσμιου συμβόλου της Ορθοδοξίας, του ιερού ναού της Αγίας Σοφίας, σε μουσουλμανικό τέμενος από το καθεστώς Ερντογάν, επισφράγισε την υιοθέτηση μιας ιδεολογικοποιημένης εξωτερικής πολιτικής, βασισμένης στην άυλη παράμετρο της πολιτισμικής συνιστώσας του Ισλάμ, διατηρώντας παράλληλα ατόφια τα προτάγματα του παντουρκισμού-παντουρανισμού.
Η ανωτέρω προσέγγιση εδράζεται στην ωρίμανση της περίφημης τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης στο εσωτερικό πεδίο, η οποία έχοντας ως αφετηρία τις λεγόμενες Εστίες Πεφωτισμένων Aydinlar Ocagi το 1969, σφυρηλατήθηκε την εποχή της διακυβέρνησης Εβρέν, έλαβε νέα ώθηση την εποχή του Οζάλ και εδραιώθηκε ως η κατεξοχήν ενοποιητική κρατική ιδεολογία της Τουρκίας τα ύστερα χρόνια της διακυβέρνησης του AKP.
Το απόγειο της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, προκρίνει την κατίσχυση του Ισλάμ μέσω της ηγεμονίας και κηδεμονίας του, από την Τουρκία. Ως εκ τούτου, ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, συστηματικά καλλιεργεί το ηγεμονικό προφίλ ενός μουσουλμάνου ηγέτη που ηγείται της χώρας-προμάχου του Ισλάμ (Τουρκία).
Τουτέστιν, η Τουρκία δια του ηγέτη της και του μοντέλου της, αποσκοπεί να αποτελέσει πόλο έλξης για τον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο, προτάσσοντας την εναλλακτική επιλογή ενός αυτόνομου ισλαμικού γεωπολιτικού πόλου σ’ έναν αναδυόμενο υβριδικό πολυπολικό κόσμο, στον οποίο η πολιτισμική-ισλαμική παράμετρος, καθίσταται παράγοντας ισχύος και υπεροχής στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος.
Απώτερος στρατηγικός στόχος της τουρκικής ηγεσίας, καθίσταται η αλλαγή του status της Τουρκίας στο διεθνές σύστημα, θεωρώντας ότι διαθέτει τα εχέγγυα να λειτουργήσει ως μετα-αυτοκρατορικός δρων εν είδει Μεγάλης Δύναμης, με αυξημένους συντελεστές ισχύος, ασκών παγκόσμια επιρροή μέσω διεθνικών δικτύων (network power) και διαμορφώνοντας νέο θεσμικό πλαίσιο κανόνων και νορμών στην γεωγραφική σφαίρα επιρροής της.
Αναμφίλεκτα, ο Ερντογάν παρουσιάζεται πλέον στον μουσουλμανικό κόσμο ως η τουρκική εκδοχή του Μάχντι, του "καθοδηγούμενου απ’ τον Μωάμεθ", προσιδιάζοντας στην πανισλαμιστική ρητορική του μεσσιανικού ισλαμικού προτύπου του Σουδανού Φύλαρχου Μωχάμετ Αχμέτ, ο οποίος εξεγέρθηκε κατά Αιγυπτίων και Βρετανών στο Σουδάν το 1880.
Ως εκ τούτου, η αντιδυτική ρητορική είναι απόλυτα συμβατή με το ισλαμικό πρότυπο που επιθυμεί να αντιπαραβάλλει ο Τούρκος Πρόεδρος ως καθοδηγητής των απανταχού μουσουλμάνων.
Το ανωτέρω πρότυπο αφορά την εικόνα του μουσουλμάνου, ο οποίος εξεγείρεται επιτυχώς έναντι της διεφθαρμένης νέο -αποικιοκρατικής και πολιτικά και πολιτισμικά παρηκμασμένης Δύσης, έχοντας ως εφόδια την πολιτισμική του υπεροχή και την πολυεπίπεδη στήριξη της Τουρκίας, η οποία λειτουργεί ως κοιτίδα αξιών και προτύπων και ως πανίσχυρη δύναμις που δύναται να επιβάλλει τετελεσμένα μέσω της "αιχμηρής" και της "σκληρής" ισχύος.
Ως εκ τούτου, η τουρκική ηγεσία πρωτοστάτησε στην ισλαμική αντίδραση κατά του Προέδρου Μακρόν και της Γαλλίας, επιχειρώντας να αναδειχθεί στον υπ’ αριθμόν ένα εκφραστή πανισλαμικών επιδιώξεων.
Θα πρέπει να τονισθεί πως για την ευόδωση του ανωτέρω στόχου, η Δύση και δη η Ευρώπη, αποτελεί το κατεξοχήν προνομιακό πεδίο του τουρκικού μετα-αυτοκρατορικού αφηγήματος.
Οι άυλες παράμετροι στο πλαίσιο σύζευξης ανορθολογικών και πραγματιστικών μοτίβων στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν μοχλό αλλαγής δεδομένων, καθώς συνδράμουν καταλυτικά στην υπονόμευση των δυτικών ηγεσιών και στην χειραγώγησή τους από μια Τουρκία που προσαρμόζεται ολοένα και περισσότερο στο πολιτισμικό υπόβαθρο των επερχόμενων συγκρούσεων του 21ου αιώνα, όπως προέβλεψε ο Σάμιουελ Χάντιγκτον με περισσή οξυδέρκεια το 1993.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο ορθολογισμός που διέπει την δυτική στρατηγική σκέψη, απόρροια του ψυχροπολεμικού παραδείγματος και της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής εποχής, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για τις δυτικές ηγεσίες, καθώς αδυνατούν να κατανοήσουν τις ιδιομορφίες και τα διαφορετικά πρότυπα άσκησης εξωτερικής πολιτικής που επιβάλλουν οι εναλλακτικές κοσμοθεωρίες.
Είτε αυτές αφορούν το ιρανικό αμάλγαμα περσικού εθνικισμού και σιιτικού-ισλαμικού αναθεωρητισμού είτε τον τουρκικό ισλαμοκεντρικό αναθεωρητισμό, η Δύση αδυνατεί να κατανοήσει την άυλη πολιτισμική παράμετρο του ριζοσπαστικού Ισλάμ, η οποία καθίσταται άκρως επικίνδυνη για τα δυτικά συμφέροντα, γιατί στοχεύει στην εσωτερική αποσταθεροποίηση των δυτικών κέντρων λήψης αποφάσεων μέσω των δικτύων αλληλεξάρτησης που ποδηγετούνται από μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και άλλων παρεμφερών οργανώσεων.
Ιδίως σ ότι αφορά τον τουρκικό αναθεωρητισμό μέσω του Ισλάμ, παρατηρείται μια διαρκής υποτίμηση του κινδύνου από τον ευρωατλαντικό παράγοντα-, καθώς θεωρείται ότι οι στόχοι Ερντογάν δεν αντιστοιχούν στις πραγματικές δυνατότητες της Τουρκίας, ενώ η εσωστρέφεια και η διαχρονική στρατηγική ατροφία της Ευρώπης, συντελούν στην συνεχιζόμενη ευρωπαϊκή αμηχανία έναντι της Τουρκίας ( με εξαίρεση την Γαλλία, την Αυστρία και την Ολλανδία).
Για τον Ερντογάν, η Δύση (ΗΠΑ και Ε.Ε) αποτελεί το πλαίσιο νομιμοποίησης του αναθεωρητικού του αφηγήματος, καθώς εργαλειοποιεί τόσο το ΝΑΤΟ, όσο και την ειδική σχέση που απολαμβάνει η Τουρκία με τις Μεγάλες Δυνάμεις εντός Ε.Ε (Γερμανία).
Ο Ερντογάν αυτοπροβάλλεται στην Δύση ως ο μουσουλμάνος ηγέτης που δύναται να συγκρατήσει την ισλαμική πλημμυρίδα, αρκεί να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις του, εκβιάζοντας και απειλώντας, εκμεταλλευόμενος τα αργά δυτικά αντανακλαστικά και το ενοχικό σύνδρομο που κατατρέχει σημαντικό κομμάτι του δυτικού κόσμου εξαιτίας της αποικιοκρατίας.
Επιπρόσθετα εκμεταλλεύεται την αποστροφή των δυτικών κοινωνιών για τις ανθρώπινες απώλειες, ενώ εκείνος προβάλλει σε αντιδιαστολή, την οικειοθελή "θυσία" των μαρτύρων του Ισλάμ, θέτοντας ιδίως τις ευρωπαϊκές ηγεσίες προ διλημμάτων που φαινομενικά δεν είναι διατεθειμένες να υπερβούν.
Κατά συνέπεια, ο Ερντογάν ως Τούρκος Μάχντι, προκρίνει στον ευρω-ατλαντικό παράγοντα, ένα πλαίσιο "συνεργασίας" με τους δικούς του επαχθείς όρους, θέλοντας να ανυψώσει το status της Τουρκίας μέσω της αποδοχής του από την Δύση.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως η απόπειρα αλλαγής του status ενός κράτους στη διεθνή πολιτική, αποτελεί μια στρατηγική επιλογή που δεν εδράζεται αποκλειστικά σε αντιστοιχία στόχου-δυνατοτήτων αλλά υπεισέρχεται στην σφαίρα της στρατηγικής κουλτούρας ως στρατηγική επιδίωξη που στοχεύει στη νομιμοποίηση της εξουσίας (authority)μιας ηγεσίας και κατ’ επέκταση ενός κράτους σε ευρύτερο πλαίσιο του υπάρχοντος.
Ο Τούρκος Πρόεδρος, αγνοώντας την προφανή αναντιστοιχία στόχων-δυνατοτήτων, επιδιώκει να αυξήσει το πεδίο ελέγχου και εξουσίας του, χρησιμοποιώντας ένα διττό μοτίβο σύγκρουσης-συνεργασίας αναφορικά με την Δύση, ακροβατώντας επικίνδυνα μεταξύ επιτυχίας και κατάρρευσης, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της αποτυχίας, χειραγωγώντας το όριο (threshold manipulation) δυνητικών δυτικών αντιμέτρων.
Το ανωτέρω δίλημμα ομοιάζει μ αυτό που ετέθη στον Μωχάμετ Αχμέτ όταν εκείνος δεν αντελήφθη ότι η πτώση του Χαρτούμ και ο δυνητικός θάνατος του στρατηγού Γκόρντον, πιθανότατα θα επέφερε και την βρετανική στρατιωτική εμπλοκή στο Σουδάν ,όπερ και εγένετο.
Η υπέρμετρη φιλοδοξία Ερντογάν εδράζεται σε συγκεκριμένη ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η οποία μολονότι ακριβής τότε, δείχνει πλέον να παραβλέπει την αργή και προβληματική μεν αλλά υπαρκτή δε, σταδιακή στροφή του δυτικού κόσμου στον ρεαλισμό την προσεχή δεκαετία και τους περιορισμούς που αυτό προϋποθέτει για τα νέο-οθωμανικά σχέδια.
* Ο κ. Κων/νος Θ Λαμπρόπουλος είναι Στρατηγικός Αναλυτής, Εταίρος Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια