Η αποκλιμάκωση της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εκ παραλλήλου με τη γνωστοποίηση ενός παρασκηνιακού διαλόγου ο οποίος μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο χωρών, εκ των πραγμάτων είναι μια πραγματικότητα την οποία δύσκολα μπορεί να αγνοήσει το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Και αν μεν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη το βάρος των ιστορικών ευθυνών που αναλαμβάνει οδηγώντας τη χώρα σε μια διαδικασία την οποία επί δεκαετίες είχαν ουσιαστικά αποφύγει περισσότερο εκείνου έμπειροι πρωθυπουργοί, κατά τη γνώμη μου άλλο τόσο είναι και το βάρος που επιμερίζεται στην αντιπολίτευση, αξιωματική και ελάσσονα.
Διότι αν ο κ. Μητσοτάκης κριθεί ιστορικά για μία πρωτοβουλία η οποία ενέχει τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε Βατερλό ή ακόμη και (στην «καλύτερη» περίπτωση) σε ένα ανάλογο του Ανδρέα Παπανδρέου το 1987 «mea culpa», αντιστοίχως θα κριθεί και η αντιπολίτευση για τη στάση που θα τηρήσει. Θα επιχειρήσει να αποσπάσει κομματικά οφέλη από την υπόθεση αυτή; Θα προσφύγει σε λαϊκισμούς που κατατείνουν ας πούμε στην εδραιωμένη – και λανθασμένη κατ’ εμέ – αντίληψη της κοινωνίας ότι «το Αιγαίο είναι ελληνικό» ή ότι «το Αιγαίο είναι μια κλειστή ελληνική λίμνη»; ΄Η θα αντιμετωπίσει την αλήθεια και την πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί, κατάματα, και αναλόγως θα καθορίσει και τη στάση της;
Η πρώτη στάση, τόσο συνήθης προκειμένου για την ελληνική πολιτική τάξη, ενέχει τον κίνδυνο της διάσπασης του ενιαίου μετώπου που απαιτεί η κρισιμότητα της κατάστασης. Η επιλογή της δεύτερης στάσης θα δώσει υπόσταση στην τόσο κακομεταχειρσμένη έννοια της εθνικής ενότητας…
Βεβαίως ο πρώτος και ο τελευταίος λόγος ανήκει στην κυβέρνηση. Στον Πρωθυπουργό. Αυτός φέρει την ευθύνη να ενημερώσει καταλεπτώς, και χωρίς αποκρύψεις, τους πολιτικούς αρχηγούς για το ποιες είναι οι προθέσεις του καθώς οδεύει σε αυτόν τον διάλογο με την Τουρκία. Ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές με τις οποίες θα προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Εως τώρα, στα τελευταία 46 χρόνια, μετά την κυπριακή τραγωδία και τις κρίσεις μικρής διάρκειας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που ακολούθησαν, η Ελλάδα δεν συζητούσε με τους γείτονες παρά μόνο ένα θέμα – αυτό της υφαλοκρηπίδας, και κατ’ επέκταση των οικονομικών ζωνών. Η σκληρή διεκδικητική πολιτική της Τουρκίας τα τελευταία, αρκετά, χρόνια, έθεσε στο τραπέζι και σειρά ζητημάτων για τα οποία καμία προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση δεν δέχθηκε ούτε να ακούσει να αναφέρονται, όχι να τα συζητήσει.
Θέλω, θέλουμε όλοι δηλαδή, να πιστεύω ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα αποστεί από αυτή την πάγια θέση τη χώρας, η οποία επαναλαμβάνω έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες. Αν σκέφτεται κάτι άλλο, νομίζω ότι πρέπει να το πει. Εγκαίρως. Αν θέλει όντως να διαμορφωθεί μια πραγματική εθνική ενότητα απέναντι στο διεκδικητικό πλαίσιο που έχουν διαμορφώσει οι Τούρκοι…
Γιώργος Παπαχρήστος
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια