Τα «βουβά» κρούσματα και το τσουνάμι του χειμώνα


Τον έντονο φόβο ότι το δεύτερο κύμα του κορωνοϊού στη χώρα μας θα είναι ισχυρότερο από το πρώτο, και θα προκαλέσει περισσότερες νοσηλείες και θανάτους εκφράζουν οι ειδικοί επιστήμονες. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο, με τον αριθμό των νέων κρουσμάτων στην Αττική την τελευταία εβδομάδα να έχει ξεπεράσει τα 1.000 και με την αυξημένη ζήτηση κλινών μονάδων εντατικής (ΜΕΘ) να έχει ήδη θέσει σε γενικό συναγερμό το ΕΣΥ, η κυβέρνηση προχώρησε σε νέα περιοριστικά μέτρα στο Λεκανοπέδιο τα οποία παραπέμπουν στις ημέρες πριν από το lockdown του πρώτου κύματος στη χώρα μας.

Ετσι, από αύριο και για 14 ημέρες, επιπρόσθετα από τα μέτρα που ήδη ισχύουν, επανέρχεται η τηλεργασία υποχρεωτικά για το 40% των εργαζομένων σε γραφεία στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, το ανώτατο όριο των παρισταμένων σε συναθροίσεις σε κλειστούς και ανοιχτούς χώρους είναι τα εννέα άτομα και σε γάμους, κηδείες και βαφτίσεις τα 20 άτομα, οι συναυλίες αναστέλλονται και κλείνουν οι κινηματογράφοι. Αν και η αποτελεσματικότητα των μέτρων θα καταγραφεί σε περίπου δέκα ημέρες στον αριθμό των ημερήσιων κρουσμάτων, και σε 20 ημέρες στον αριθμό των διασωληνωμένων, μία ενδεχόμενη νέα επιδείνωση των επιδημιολογικών δεικτών δεν αποκλείεται να φέρει ακόμα και ένα νέο περιορισμένο lockdown, ενδεχόμενο που δεν το αποκλείει πλέον η κυβέρνηση.

Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ, Γιάννης Τούντας, η ραγδαία αύξηση των νέων διαγνωσμένων κρουσμάτων αλλά και των διασωληνωμένων ασθενών και των θανάτων κατά τη διάρκεια των τελευταίων 45 ημερών έχει δημιουργήσει εύλογες ανησυχίες για τον βαθμό αναζωπύρωσης της επιδημίας στη χώρα μας. Τα νέα διαγνωσμένα κρούσματα αυξήθηκαν από 337 τον Μάιο σε 5.994 τον Αύγουστο. Για τους νέους διασωληνωμένους ασθενείς τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 9 και 35 και για τους θανάτους 35 και 60.
«Η εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων σαφώς σηματοδοτεί δεύτερο επιδημικό κύμα», σημειώνει ο κ. Τούντας και συνεχίζει, «το σβήσιμο του πρώτου κύματος τον Μάιο και τα λίγα κρούσματα τον Ιούνιο και τον Ιούλιο είχαν δημιουργήσει βάσιμες ελπίδες για πιο ανώδυνο καλοκαίρι. Οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν, όχι τόσο λόγω του τουρισμού όσο εξαιτίας της καθυστέρησης στη γενικευμένη χρήση της μάσκας και στον περιορισμό των συναθροίσεων. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι εάν το δεύτερο αυτό κύμα θα μπορέσει να ελεγχθεί πριν ξεπεράσει το πρώτο».

Σύμφωνα με τον καθηγητή, η εκτίμηση για την εξέλιξη του δεύτερου κύματος της επιδημίας, δεν μπορεί να γίνει με βάση τα διαγνωσμένα κρούσματα. Από την ανάλυση των δεδομένων στην οποία προχώρησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής προκύπτει ότι τα τριψήφια νούμερα στα ημερήσια κρούσματα που καταγράφονται από 1η Αυγούστου και τα οποία τις τελευταίες ημέρες ξεπερνούν τα 300 οφείλονται κυρίως στην αύξηση των διενεργούμενων εξετάσεων και δεν αντιστοιχούν σε ανάλογη εξάπλωση της επιδημίας. Τον Μάρτιο διενεργούνταν περίπου 800 μοριακές εξετάσεις την ημέρα και τον Αύγουστο ξεπέρασαν τις 15.000. Η Ελλάδα πραγματοποίησε τον Μάρτιο 1,61 τεστ ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο αντίστοιχος δείκτης ήταν 5,81 στην Αυστρία και 11,46 στη Γερμανία. Αλλά και φτωχότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Τσεχία και η Σλοβενία, διενεργούσαν περισσότερες εξετάσεις από τη χώρα μας (5,23 και 11,43 αντίστοιχα).

Στη συνέχεια όμως και μέχρι το τέλος Αυγούστου, η Ελλάδα είχε πραγματοποιήσει συνολικά 91,8 τεστ ανά 1.000 κατοίκους, ξεπερνώντας τη Σλοβενία (76,42), την Τσεχία (85,20), αλλά και την Ιταλία (85,35), όχι όμως τη Γερμανία (147,80) ή το Ηνωμένο Βασίλειο (198,08). Και όπως σχολιάζει ο καθηγητής «όταν διενεργούνται περισσότερες εξετάσεις είναι αναμενόμενο να καταγράφονται περισσότερα κρούσματα, ιδιαίτερα όταν μία από τις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης επιδημίας είναι τα πολλά ασυμπτωματικά κρούσματα».

Ο κ. Τούντας χαρακτηρίζει πολύ πιο αξιόπιστους δείκτες εξέλιξης της επιδημίας τους αριθμούς των διασωληνωμένων ασθενών και των θανάτων και κυρίως τον ρυθμό αύξησης ή μείωσής τους, παρά το γεγονός ότι αντικατοπτρίζουν τις προ δεκαπενθημέρου διαστάσεις της επιδημίας. Ο μέγιστος αριθμός διασωληνωμένων ασθενών καταγράφηκε στις 5 Απριλίου (93) και ο ελάχιστος στις 30 Ιουλίου (7). Σε όλη τη διάρκεια του Αυγούστου παρατηρείται συνεχής αύξηση με σταθερό ρυθμό (περίπου 12 νέοι διασωληνωμένοι ασθενείς ανά 10 μέρες), ενώ από 1 μέχρι 15 Σεπτεμβρίου αυξήθηκαν με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό (31 νέοι διασωληνωμένοι σε 15 μέρες). Το ίδιο παρατηρείται και στους θανάτους. Οι περισσότεροι καταγράφηκαν τον Απρίλιο (91).

Τον Μάιο είχαμε 35 θανάτους, τον Ιούνιο 13, τον Ιούλιο 14 και τον Αύγουστο 60, ενώ το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου καταγράφηκαν 47 θάνατοι. Στο δεκαήμερο 28 Μαρτίου έως 7 Απριλίου υπήρξαν 5,1 θάνατοι κατά μέσον όρο την ημέρα, ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί για τον Αύγουστο ήταν 0,8 για το πρώτο δεκαήμερο, 2,4 για το δεύτερο και 2,8 για το τρίτο δεκαήμερο. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου είχαμε 3,13 θανάτους κατά μέσον όρο την ημέρα. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει λίγα σχετικά θύματα, καθώς στο τέλος Αυγούστου είχαν καταγραφεί συνολικά 25,14 θάνατοι ανά 1 εκατ. κατοίκους.

Ανοδική φάση

Οπως τονίζει ο κ. Τούντας, «συγκρίνοντας τα επιδημιολογικά δεδομένα των τελευταίων 45 ημερών με τα αντίστοιχα των μηνών Μαρτίου – Απριλίου, και κυρίως τον αυξανόμενο ρυθμό διασωληνωμένων ασθενών και θανάτων, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως βρισκόμαστε στην ανοδική φάση ενός δεύτερου κύματος της επιδημίας, το οποίο αναμένεται να διογκωθεί το επόμενο διάστημα και δείχνει ικανό να ξεπεράσει σε μέγεθος το κύμα της άνοιξης. Αρκεί να αναλογιστούμε πως πιθανόν να έχουμε ξεπεράσει τις 100.000 κρούσματα στη χώρα μας, από τα οποία τουλάχιστον 10.000-15.000 είναι ενεργά, ικανά να μολύνουν άλλους τόσους, με το Rο να βρίσκεται κοντά στο 1. Επιπρόσθετα, το άνοιγμα των σχολείων, η μείωση της ηλιοφάνειας και η μεγαλύτερη χρήση κλειστών χώρων λόγω φθινοπώρου, καθώς και οι εποχικές λοιμώξεις του αναπνευστικού, αποτελούν παράγοντες που ευνοούν την περαιτέρω εξάπλωση της επιδημίας».

Καταλήγοντας ο καθηγητής επισημαίνει, «για να μην εξελιχθεί το δεύτερο κύμα της επιδημίας σε τσουνάμι με τραγικές συνέπειες, θα χρειαστεί όχι μόνο η αυστηρή εφαρμογή των υφιστάμενων μέτρων αλλά και η λήψη ακόμα πιο αυστηρών, κυρίως σε ό,τι αφορά τη γενικευμένη χρήση της μάσκας και τον περαιτέρω περιορισμό των συναθροίσεων. Θα χρειαστεί, όμως, επίσης να κατανοήσουν οι πάντες πως οι επιδημίες δεν αποτελούν πρωτίστως πρόβλημα της κλινικής ιατρικής, αλλά της Δημόσιας Υγείας. Εκεί όπου, δυστυχώς, η χώρα μας υστερεί σημαντικά».

Συναγερμός στο ΕΣΥ, εκτίναξη αριθμού ασθενών στις ΜΕΘ

Aντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη πρόκληση από ιδρύσεώς του βρίσκεται το εθνικό σύστημα υγείας, οι αντοχές του οποίου και η ανταπόκριση των νοσοκομείων στο διογκούμενο κύμα πανδημίας και των εισαγωγών ασθενών εκτιμάται ότι θα βρεθούν «στο κόκκινο».
Η πίεση από το δεύτερο κύμα είναι ήδη ιδιαιτέρως αισθητή στα νοσοκομεία, με τους υπευθύνους να δεσμεύουν όλο και περισσότερες κλίνες για την περίθαλψη ασθενών με κορωνοϊό. Η ανησυχία καταγράφεται έντονη, με δεδομένο ότι κλινικές και μονάδες μεγάλων νοσοκομείων με εμπειρία στην αντιμετώπιση περιστατικών COVID-19 έχουν ήδη γεμίσει, σε μια περίοδο μάλιστα που το δεύτερο κύμα δεν έχει ακόμα κορυφωθεί και όλα δείχνουν ότι θα είναι σφοδρότερο από το πρώτο.

«Οι μονάδες εντατικής θεραπείας στην Αττική δέχονται πολύ μεγάλη πίεση τις τελευταίες ημέρες και προσπαθούμε συνέχεια να προσθέτουμε κλίνες για τους ασθενείς με COVID-19, εις βάρος όμως των γενικών κλινών ΜΕΘ. Ωστόσο σε αυτή τη φάση δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο. Πρέπει να δώσουμε εκεί το βάρος», σημειώνει στην «Κ» η καθηγήτρια Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας του ΕΚΠΑ και επικεφαλής της Επιτροπής Συντονισμού και Ανάπτυξης ΜΕΘ, Αναστασία Κοτανίδου. Είναι ενδεικτικό ότι στον «Ευαγγελισμό» το βράδυ της Τετάρτης, από τις 24 κλίνες Εντατικής COVID-19, ήταν «κατειλημμένες» οι 21. Συνολικά στα νοσοκομεία της Αττικής είναι δεσμευμένες για τον κορωνοϊό 75 κλίνες Εντατικής  –προστίθενται αυτές τις μέρες άλλες 40– εκ των οποίων την περασμένη Πέμπτη ήταν ήδη «κατειλημμένες» οι 53.

«Η αύξηση στην κάλυψη των κλινών μάς ανησυχεί πολύ», επισημαίνει η κ. Κοτανίδου, και συνεχίζει ότι «υπάρχει η πιθανότητα σε αυτή τη φάση να έχουμε και περισσότερα περιστατικά στις ΜΕΘ απ’ ό,τι είχαμε στην πρώτη φάση της πανδημίας, καθώς δεν έχουμε φτάσει ακόμα στην κορύφωση του κύματος. Δεν αποκλείεται να χρειαστούν και νέα μέτρα στα νοσοκομεία όπως περαιτέρω περιορισμός των σοβαρών χειρουργικών επεμβάσεων που συνήθως απαιτούν τη δέσμευση ΜΕΘ». Για το ενδεχόμενο να δούμε στην Ελλάδα εικόνες νοσοκομείων με τρομακτική πίεση από ασθενείς, όπως αυτές που βίωσαν την άνοιξη άλλες χώρες, η καθηγήτρια τονίζει πως «προσπαθούμε να αποτρέψουμε αυτό το ενδεχόμενο. Από εμάς εξαρτάται. Εάν σοβαρευτούμε όλοι και εφαρμόσουμε τα μέτρα, το κύμα θα σταματήσει εδώ».

Γεμίζουν οι κλίνες

Η κλινική COVID-19 δυναμικότητας 21 κλινών της Γ΄ Παθολογικής Κλινικής του ΕΚΠΑ στο «Σωτηρία» ήταν η μοναδική που δεν έκλεισε καθόλου καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. «Τον Ιούνιο φτάσαμε να έχουμε μόλις ένα-δύο περιστατικά. Τώρα η κλινική έχει γεμίσει. Στο “Σωτηρία” άνοιξαν άλλες δύο κλινικές COVID-19 αντίστοιχης δυναμικότητας, εκ των οποίων ήδη η μία έχει γεμίσει», σημειώνει στην «Κ» ο καθηγητής και διευθυντής της κλινικής, Κωνσταντίνος Συρίγος.

Οπως τονίζει, «σε αυτή τη φάση βλέπουμε μια αύξηση στον αριθμό των ασθενών και στη διάρκεια της νοσηλείας τους και η οποία έχει επιδημιολογική εξήγηση. Οσοι νοσηλεύονται τώρα είναι συνήθως πιο νέοι και δεν ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Για να φτάσουν αυτά τα άτομα να αναπτύξουν συμπτώματα και να χρειαστούν νοσηλεία, σημαίνει ότι έχουν δεχθεί πολύ μεγάλο ιικό φορτίο και χρειάζονται μεγαλύτερο διάστημα θεραπείας. Και γι’ αυτό λέμε ότι πρέπει να τηρούνται τα μέτρα προστασίας από τον ιό. Αυτή η “ασήμαντη” μάσκα μειώνει το ιικό φορτίο το οποίο δεχόμαστε, που σημαίνει εάν μολυνθούμε, έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να είμαστε ασυμπτωματικοί ή να έχουμε ηπιότερα συμπτώματα».
«Πλέον υπάρχει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία για τη θεραπεία. Οι ασθενείς από την πρώτη ημέρα λαμβάνουν αγωγή, σε μια προσπάθεια να είναι όσο γίνεται συντομότερη και αποτελεσματικότερη η θεραπεία τους», επισημαίνει ο κ. Συρίγος και προσθέτει ότι «σε αυτή τη φάση θα ήταν λάθος στην προσπάθεια να ανταποκριθεί το ΕΣΥ στην πίεση να ανοίγει σε κάθε νοσοκομείο και μία κλινική COVID-19. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι όσες κλινικές έχουν την εμπειρία να στηριχθούν για να αναπτύξουν περισσότερα κρεβάτια». Καταλήγοντας επισημαίνει: «Επιπρόσθετα, είναι ανάγκη να συνεχίσει να έχει το ΕΣΥ μια φυσιολογική λειτουργία για να μην έχουμε παράπλευρες απώλειες από ασθενείς με άλλες σοβαρές παθήσεις. Βλέπουμε σήμερα ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με πρώτου σταδίου καρκίνο τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο και λόγω COVID-19 αμέλησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημά τους και τώρα νοσηλεύονται με μεταστάσεις».

Οι υγειονομικοί

Πάνω από 180 εργαζόμενοι σε δημόσια νοσοκομεία έχουν βρεθεί θετικοί στον SARS-CoV-2 τις τελευταίες 45 ημέρες, σύμφωνα με τις καταγραφές της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων. Οπως ανέφερε στην «Κ» ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ Μ. Γιαννακός, οι μισοί εξ αυτών φαίνεται ότι μολύνθηκαν κατά την καλοκαιρινή τους άδεια, ενώ περισσότεροι από τους μισούς (περίπου 100) είναι ασυμπτωματικοί. Σύμφωνα με τον ίδιο, το διάστημα από τα τέλη Φεβρουαρίου έως και τον Ιούλιο είχαν νοσήσει περίπου 600 υγειονομικοί. Από τις 10 Αυγούστου όταν και άρχισε να εκδηλώνεται το δεύτερο κύμα της πανδημίας έχουν καταγραφεί μικρές συρροές κρουσμάτων σε νοσοκομεία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, το νοσοκομείο Λάρισας και πιο πρόσφατα το νοσοκομείο Γιαννιτσών. Οπως σημειώνει ο κ. Γιαννακός, «ο έλεγχος των υγειονομικών που επέστρεψαν από άδειες φαίνεται ότι “ξεσκέπασε” ασυμπτωματικά περιστατικά, γεγονός που δείχνει την αναγκαιότητα των προληπτικών μηνιαίων τεστ σε όλο το προσωπικό». Η ΠΟΕΔΗΝ ζητεί τακτικά τεστ στο προσωπικό του ΕΣΥ, βελτίωση των μέσων ατομικής προστασίας, και επταήμερη καραντίνα σε κάθε εργαζόμενο που έχει εκτεθεί στον ιό.

Πέννυ Μπουλούτζα

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια