Του Αναστάσιου Λαυρέντζου *
Τέλη Αυγούστου του 1071 ηττήθηκε στο Ματζικέρτ ο βυζαντινός στρατός από τους Σελτζούκους Τούρκους του Αρπ Ασλάν. Η ήττα αυτή ήταν αποτέλεσμα δεκαετιών ηθελημένης αποδυνάμωσης του βυζαντινού στρατού από την κάστα των αυλικών της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι αντιμάχονταν τη στρατιωτική αριστοκρατία.
Όμως και την κρίσιμη ώρα της μάχης τέθηκε σε εφαρμογή παλατιανή συνωμοσία, με αποτέλεσμα σημαντικό μέρος του βυζαντινού στρατού υπό τους Ουρσέλιο και Τραχανειώτη να αποχωρήσει, εγκαταλείποντας στο πεδίο τον ηρωικό Βυζαντινό αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη. Έως τη δύση του ηλίου ο βυζαντινός στρατός είχε ηττηθεί και ο Ρωμανός είχε αιχμαλωτισθεί.
Ακολούθως ο πονηρός Αρπ Ασλάν αφού έλαβε λύτρα, άφησε ελεύθερο τον Ρωμανό, με απώτερο στόχο να αναζωπυρώσει τις έριδες των Βυζαντινών. Μέχρι να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη ο Ρωμανός, συνελήφθη και τυφλώθηκε από ανθρώπους των αυλικών. Πέθανε λίγες μέρες μετά, πιθανώς δηλητηριασμένος.
Στα επόμενα χρόνια οι Τούρκοι θα εκμεταλλεύονταν τον βυζαντινό εμφύλιο και μέσα σε μια δεκαετία θα έθεταν υπό τον έλεγχο τους το μεγαλύτερο μέρος του μικρασιατικού οροπεδίου.
Θα ακολουθούσε μια προσπάθεια ανακατάληψης στα χρόνια των Κομνηνών, η οποία όμως θα προσέκρουε και στις Σταυροφορίες των Δυτικών που αυτή την περίοδο άρχιζαν. Η δραματική κατάληξη θα ήταν νέα ήττα των Βυζαντινών στο Μυριοκέφαλο το 1176, η οποία θα επισφράγιζε την απώλεια της Μικράς Ασίας. Απώλεια που θα γινόταν οριστική πολλούς αιώνες μετά, σε έναν άλλο Αύγουστο, αυτόν του 1922.
Σε εκείνον τον Αύγουστο τερματίστηκε η συγκλονιστική ελληνική ιστορική εξόρμηση, η οποία ξεκίνησε με την επανάσταση του 1821, συνεχίστηκε με την εποποιΐα των Βαλκανικών Αγώνων και έφτασε σε μόλις έναν αιώνα να απειλήσει με στρατηγική ήττα τον πρώην Οθωμανό δυνάστη. Τότε λοιπόν τερματίστηκε η μακρότατη ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία, μετά από εννέα αιώνες μαχών, βίαιων εξισλαμισμών, εξανδραποδισμών και γενοκτονιών.
Μόλις το 1922 λοιπόν εξαλείφθηκε ο ισχυρός μικρασιατικός ελληνισμός ο οποίος αριθμούσε ακόμη δύο εκατομμύρια ψυχές, συγκριτικά με τα 13,6 εκατομμύρια Τούρκων, Κούρδων και λοιπών μειονοτήτων που έμειναν στο νέο τουρκικό κράτος σύμφωνα με την απογραφή του 1927. Ακόμη κι αυτοί όμως ήταν σε μεγάλο βαθμό απόγονοι εξισλαμισθέντων κατοίκων της Μ. Ασίας.
Νεοθωμανική επιστροφή
Αυτά έγιναν στο παρελθόν. Σήμερα ζούμε τη φάση της νεοθωμανικής επιστροφής που θέλει να υπερβεί την οριογραμμή του 1922, επιζητώντας αρχικά τον έλεγχο και τελικά την κατάληψη του θαλασσοχερσαίου χώρου ανατολικά του 25ου μεσημβρινού. Μια επιστροφή που θέτει υπό αμφισβήτηση την ελληνική κυριαρχία στη Θράκη, επιδιώκει να διχοτομήσει το Αιγαίο, θέλει να αποκόψει τον θαλάσσιο σύνδεσμο Ελλάδας-Κύπρου και να παγιώσει τα τετελεσμένα της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο.
Πόσο σοβαρά πήραν αυτή την τουρκική απειλή οι ελληνικές ελίτ; Η απάντηση είναι όχι αρκετά. Κρύφτηκαν πίσω από βολικές αυταπάτες και δήθεν «ευρωπαϊκά εκσυγχρονιστικά οράματα» που όμως δεν σεβάστηκαν ούτε οι ίδιες. Σήμερα αυταπατώνται ότι με μια προληπτική ελληνική συνθηκολόγηση, θα μπορέσουν να περιχαρακώσουν τον τουρκικό επεκτατισμό.
Την ίδια στιγμή οι ελληνικές ελίτ αποδέχονται παθητικά την ανατροπή των πληθυσμιακών δεδομένων που διαμόρφωσε η Λωζάνη το 1923, επιτρέποντας στην Τουρκία να μας στέλνει μεταναστευτικούς πληθυσμούς που συνειδητά συγκεντρώνει από δεκάδες διαφορετικές χώρες. Και το μόνο που ουσιαστικά κάνουν, είναι να διαχειρίζονται αυτόν τον εξαναγκαστικό εποικισμό με τη διάχυση του στην ηπειρωτική χώρα και την αποδοχή της ήδη de facto μεταβολής των πληθυσμιακών δεδομένων στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Έλλειμα εθνικής στρατηγικής
Όλα αυτά τα χρόνια μετά τον συναγερμό που σήμανε το 1974, οι ελληνικές ελίτ δεν διαμόρφωσαν μια εθνική στρατηγική αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής. Μια στρατηγική που θα αξιοποιούσε τη συμμετοχή μας στην Ευρώπη, αλλά δεν θα στηριζόταν αποκλειστικά σε αυτή. Μια στρατηγική που θα εκμεταλλευόταν τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για να προωθήσει μια ανάπτυξη που δεν θα βασιζόταν μόνο στον τουρισμό, αλλά θα επιδίωκε την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Μια στρατηγική που θα έδινε έμφαση στους τομείς υψηλής τεχνολογίας, αλλά που δεν θα παραμελούσε και τον εκσυγχρονισμό της πρωτογενούς παραγωγής κατά τα πρότυπα χωρών όπως το Ισραήλ, το οποίο με πολύ μικρότερες καλλιεργήσιμες εκτάσεις εξάγει αγροτικά προϊόντα.
Αυτή η εθνική στρατηγική θα αντιμετώπιζε βεβαίως κατά προτεραιότητα το μείζον ελληνικό πρόβλημα, που δεν είναι άλλο από το δημογραφικό. Ένα πρόβλημα το οποίο έχει επίσημα διαγνωστεί ήδη από το 1993, με ψήφισμα της Βουλής. Και εδώ υπάρχει το παράδειγμα του Ισραήλ, το οποίο αντιμετώπισε αποφασιστικά το δημογραφικό του πρόβλημα επιτυγχάνοντας τριπλασιασμό του πληθυσμού του τα τελευταία πενήντα χρόνια.
Όμως οι «παλατιανοί» της εποχής μας αφέθηκαν στις ψευδαισθήσεις τους για να επικεντρωθούν στις προσωπικές τους φιλοδοξίες. Αμέλησαν τα ουσιώδη, υποβάθμισαν την παιδεία, εκμαύλισαν τον ελληνικό λαό με μια δανεική καλοπέραση και ανέχτηκαν, αν όχι εξέθρεψαν, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά. Εξυπηρέτησαν την οικονομικοπολιτική διαπλοκή, έκαναν Ολυμπιακούς Αγώνες – πιθανώς τους δαπανηρότερους έως τότε – υπονόμευσαν την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, γιατί δεν προσέφερε παχυλές μίζες, επιβάρυναν τα δημόσια οικονομικά τρέφοντας τις κομματικές τους πελατείες, έως ότου χρεοκόπησαν τη χώρα, καθιστώντας την «χρεολυσίων υποτελή» στους δανειστές της. Και όλα αυτά, ενώ οι ειδικοί επιστήμονες πιθανολογούν την ύπαρξη σημαντικών ενεργειακών κοιτασμάτων νοτίως της Κρήτης και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σήμερα, μια δεκαετία μετά τα μνημόνια στα οποία μας οδήγησαν οι ελληνικές «ελίτ», μια δεκαετία διαρροής εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, κοινωνικής και οικονομικής καταβαράθρωσης και έντονων περικοπών στις ένοπλες δυνάμεις, έρχεται η ώρα του «ιστορικού ταμείου».
Είμαστε αντιμέτωποι με μια χαίνουσα τουρκική προκλητικότητα που πηγάζει από τέσσερις παράγοντες: την αυξανομένη διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, τις ακατασίγαστες ιστορικές φιλοδοξίες των τουρκικών ελίτ, την μερική απόσυρση των ΗΠΑ από την Ανατολική Μεσόγειο και τη λυκοφιλία Τουρκίας και Ρωσίας, η οποία «βγήκε από τα παπούτσια» της παλιάς ΕΣΣΔ.
Μονόδρομος η αντίσταση στην τουρκική επιθετικότητα
Πώς αντιδρούμε σε αυτή την κατάσταση; Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί έστω και καθυστερημένα και με υψηλό κόστος να κάνει μερικά ανοίγματα, προκειμένου να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έχει όμως δύο «βαρίδια» στα πόδια της: Το ένα βαρίδι είναι οι εξαρτήσεις που έχει σφυρηλατήσει η πολύχρονη αποδυνάμωση της χώρας. Το άλλο βαρίδι είναι ο ιδεολογικός έλεγχος που ασκεί ένα ολόκληρο σύστημα, το οποίο έχει παρεισφρήσει σε όλα τα επίπεδα του ελληνικού συστήματος εξουσίας. Ένα σύστημα το οποίο προσπαθεί συνεχώς να μας πει πόσο «μαξιμαλιστικές» είναι οι ελληνικές απόψεις και το οποίο τροφοδοτεί τα φοβικά σύνδρομα των ελληνικών ελίτ με αυταπάτες του τύπου «ας παραχωρήσουμε τώρα μερικά, για να κρατήσουμε τα υπόλοιπα».
Σήμερα ακόμη και ο πιο απλός Έλληνας πολίτης αντιλαμβάνεται ενστικτωδώς ότι δεν υπάρχουν περιθώρια «έντιμων συνθηκολογήσεων». Μια πιθανή κάμψη της ελληνικής αντίστασης σε αυτή τη φάση, θα καταστήσει όλο και πιο δύσκολη την υπεράσπιση αυτών που θα μας απομείνουν. Και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο: διότι σε όρους εμπράγματων δεδομένων, αλλά και σε όρους βουλήσεως μια σημερινή υποχώρηση θα καταστήσει τους μελλοντικούς συσχετισμούς πολύ πιο δυσμενείς για την ελληνική πλευρά. Και βέβαια η Τουρκία δεν θα σταματήσει με αυτά που θα πάρει με μια συμφωνία. Την επόμενη μέρα θα αρχίσει να απαιτεί και τα υπόλοιπα.
Η Ελλάδα σήμερα οφείλει να υπερβεί τα φοβικά της σύνδρομα και να σφυρηλατήσει μια νέα βάση ισχύος. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κερδίσει χρόνο, αποφεύγοντας έναν εφ’ όλης της ύλης «διάλογο» με την Τουρκία, να αναπτύξει συμμαχίες, να ενισχύσει τις ένοπλες δυνάμεις με μερικά άμεσα μέτρα, να αξιοποιήσει την εφεδρεία του απόδημου ελληνισμού και κυρίως να δηλώσει ότι δεν είναι ο βολικός εταίρος που προσπαθεί να εξασφαλίσει την ευμένεια των δυτικών με συνεχείς υποχωρήσεις. Σήμερα η Ελλάδα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι στο δίλημμα «αντίσταση ή ακρωτηριασμός» η απάντηση είναι μια νέα ελληνική ιστορική εξόρμηση.
* Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος κατέχει πτυχίο Φυσικής και διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά και στη Θεωρητική Φυσική. Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Συνεργάζεται με διεθνείς ελεγκτικούς οίκους ως συμβουλος επιχειρήσεων και διδάσκει Διαχείριση Κινδύνων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει τα βιβλία: «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και «Σιωπηρή Άλωση – Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας».
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια