Γράφει ο Νίκος Μελέτης
Σε πόλεμο νεύρων και φθοράς επιχειρεί να υποβάλει την Ελλάδα η Άγκυρα καθώς με την αποστολή του Oruc Reis στην ελληνική αλλά μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα της Αν. Μεσογείου επιδιώκει να αμφισβητήσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Συγχρόνως θέλει να δοκιμάσει τις αντοχές τόσο της Αθήνας όσο και της διεθνούς κοινότητας, προσβλέποντας, είτε στην επιβολή τετελεσμένων, είτε στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της ενόψει μιας συνολικής διαπραγμάτευσης για την υφαλοκρηπίδα της Αν. Μεσογείου.
Για την ελληνική κυβέρνηση από την αρχή της κρίσης στις 21 Ιουλίου η απάντηση στις τουρκικές προκλήσεις είναι μονόδρομος και η αποτρεπτική ισχύς των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων προβλήθηκε με τρόπο που δεν επέτρεπε αμφιβολίες για τις προθέσεις και την αποφασιστικότητα της Αθήνας.
Το «παιγνίδι» με το Oruc Reis θα συνεχισθεί καθώς η ίδια η χάραξη της περιοχής που αφορά την συγκεκριμένη NAVTEX της 10ης Αυγούστου αποκαλύπτει την τουρκική πρόθεση να χρησιμοποιήσει το ερευνητικό ως διπλωματικό εργαλείο που θα μπαίνει στην ελληνική ΑΟΖ, θα απλώνει καλώδια, αλλά προς το παρόν δεν θα είναι σε θέση να κάνει σεισμογραφικές έρευνες λόγω της πυκνότητας των πλοίων στο συγκεκριμένο σημείο και των παρεμβολών στις ηχοβολιστικές συσκευές του. Συγχρόνως θα έχει την δυνατότητα να αποσύρεται σε περιοχές της τουρκικής ή κυπριακής υφαλοκρηπίδας που επικαλύπτει η συγκεκριμένη NAVTEX.
Έτσι θα υπάρχει το παράδοξο standoff τις επόμενες ημέρες, με την Τουρκία να ισχυρίζεται ότι πραγματοποιεί έρευνες και την Ελλάδα να δηλώνει ότι παρά τα απλωμένα καλώδια του Oruc Reis δεν πραγματοποιούνται έρευνες και αυτό θα συνεχίζεται μέχρις ότου και με τις διεθνείς αντιδράσεις αλλά και την συνεχιζόμενη πρωτοβουλία των Γερμανών οδηγηθούμε σε μια συμφωνία αποκλιμάκωσης. Αυτή εκ των πραγμάτων θα περιλαμβάνει και την έναρξη κάποιου μορφής διαλόγου σε πρώτη φάση είτε σε επίπεδο Γενικών Γραμματέων των ΥΠΕΞ είτε στο επίπεδο Σουρανή - Καλίν.
Μια συζήτηση και ένας διάλογος πάντως που θα ξεκινήσει όταν έρθει η ώρα με την Ελλάδα να έχει στο τραπέζι απέναντι στο Τουρκολυβικό Μνημόνιο, την Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία.
Έναν ακόμη σοβαρό πρόβλημα είναι ότι η περιοχή που πλέει το Oruc Reis δεν αφορά οριοθετημένη ελληνική υφαλοκρηπίδα και αυτό στερεί καταρχήν την Ελλάδα από την δυνατότητα νόμιμης δυναμικής παρέμβασης εναντίον του ερευνητικού και περιορίζει την πειστικότητα των ελληνικών επιχειρημάτων προς την διεθνή κοινότητα που αντιλαμβάνεται την περιοχή ως «διεκδικούμενη» από την Ελλάδα και την Τουρκία.
Ο προβληματισμός όμως της Αθήνας δεν εξαντλείται μόνο στην παρούσα κρίση, αλλά αφορά και στο επόμενο «όπλο» που κρατά στα χέρια της η Τουρκία.
Η παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με σεισμικές έρευνες του Oruc Reis στην ελληνική μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα βάσει παλαιών αδειών ερευνών προς την ΤΡΑΟ (οι οποίες έχουν καταγγελθεί ήδη από το 2012 από την Ελλάδα στον ΟΗΕ ως παράνομες) συνιστά σοβαρότατη πρόκληση αλλά είναι σχετικά διαχειρίσιμη από την άποψη ότι τα όρια της ελληνικής αντίδρασης φθάνουν λίγο πριν την δυναμική παρέμβαση εναντίον του ίδιου του σκάφους.
Όμως τις επόμενες ημέρες λήγει πρακτικά η τρίμηνη τυπική προθεσμία για την αδειοδότηση στην ΤΡΑΟ των οικοπέδων που αυθαίρετα και παράνομα προσδιόρισε βάσει του Τουρκολυβικού Μνημονίου και φθάνουν μέχρι τα εξωτερικά όρια των χωρικών υδάτων των ελληνικών νησιών.
Είναι πλέον περιοχές που επικαλύπτονται από την Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία και μόλις γίνει η επικύρωση από τις δυο χώρες και η πρωτοκόλληση στον ΟΗΕ, τότε η Ελλάδα πλέον δεν θα μπορεί να αφήσει αναπάντητη ουδεμία πρόκληση καθώς θα αφορά οριοθετημένη περιοχή.
Ο κ. Ερντογαν γνωρίζει ότι υπάρχει αυτό το μεσοδιάστημα στο οποίο μπορεί να θέλει να προκαλέσει μια σοβαρή κρίση, με την Ελλάδα να μην μπορεί παρά να αντιδράσει δυναμικά προκειμένου να στηρίξει την Συμφωνία με την Αίγυπτο η οποία πρακτικά όμως δεν θα έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ.
Υστερόγραφο για την Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία
Η κριτική η οποία ασκείται έχει στοιχηθεί πίσω από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών ο οποίος περιορίζεται σε θεωρητικές καθηγητικές κατασκευές και διαλέξεις σε συνθήκες εργαστηρίου με πλήρη παράβλεψη της πραγματικότητας και ενός κρίσιμου δεδομένου: Το ότι έχει μεσολαβήσει πλέον από την δική του θητεία, ένα κομβικό γεγονός, το Τουρκολυβικό Μνημόνιο (το οποίο δεν φρόντισε και δεν μπόρεσε ούτε ο ίδιος ούτε η κυβέρνηση του να αποτρέψουν). Και σαφώς δεν μπορεί η Συμφωνία των Πρεσπών που παραχώρησε στην Σκοπιανή πλευρά το αντικείμενο της διαφοράς, δηλαδή την «μακεδονική ταυτότητα» να αποτελεί το υπόδειγμα της κριτικής.
Και η συζήτηση και η κριτική που ασκείται είναι για την προφανή παραχώρηση που έγινε από ελληνικής πλευράς προκειμένου να επιτευχθεί ο συμβιβασμός με την Αίγυπτο ή ακόμη καλύτερα να πεισθεί η Αίγυπτος μετά από 15 χρόνια να αποδεχθεί μια έστω και μερική συμφωνία με την Ελλάδα, για μετακίνηση προς βορρά της μέσης γραμμής.
Η μέση γραμμή ΔΕΝ αποτελεί θέσφατο στο Δίκαιο της Θάλασσας καθώς η υπέρτατη επιταγή του είναι η επίτευξη «δίκαιης λύσης» στις οριοθετήσεις και συνεπώς η μέση γραμμή είναι μια από τις βασικές αρχές αλλά δεν αποτελεί την μοναδική και ούτε εφαρμόζεται αυτοματοποιημένα ειδικά σε περιπτώσεις όπως η δική μας με την ύπαρξη πολλών νησιών που εμπλέκονται στην οριοθέτηση.
Είναι σαφές ότι εάν η Ελλάδα και η Αίγυπτος βρίσκονταν με αντικείμενες ακτές στον Ατλαντικό Ωκεανό δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να υιοθετήσουν την μέση γραμμή. Αλλά η διεθνής νομολογία που η Αίγυπτος θεωρεί ότι την ευνοεί, υποχρέωσε στην παραχώρηση αυτή εκ μέρους της Ελλάδας καθώς κρίθηκε (και σε αυτό υπήρξε ευρεία συναίνεση) ότι είναι αναγκαία και έχει επείγοντα χαρακτήρα μια Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία έστω και μερική, προκειμένου να υπάρξει αποτελεσματικό αντίβαρο στο Τουρκολυβικό Μνημόνιο.
Η πρακτική της οριοθέτησης με τον αρχικό σχεδιασμό της μέσης γραμμής όπως τον θεωρεί η κάθε πλευρά και κατόπιν η διαρρύθμιση με μετακίνηση προς την μια η την άλλη πλευρά, προκειμένου να υπάρξει δίκαιο αποτέλεσμα, είναι η συνήθης και αυτήν ακολουθεί κυρίως το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Σε ό,τι αφορά, το ότι μια τέτοια οριοθέτηση δημιουργεί αρνητικό προηγούμενο καθώς πρακτικά παραπέμπει στην μειωμένη επήρεια νησιών είναι σαφές ότι η Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία δεν είναι υποστηρικτική της ελληνικής αφετηριακής διαπραγματευτικής θέσης αλλά σε καμιά περίπτωση δεν δημιουργεί προηγούμενο καθώς η κάθε οριοθέτηση είναι εντελώς διαφορετική από προηγούμενες Είναι προφανές ότι ακόμη και αν η Ελλάδα επιτύγχανε από την Αίγυπτο (σε θεωρητικό επίπεδο) πλήρη επήρεια των νησιών αυτό δεν θα αποτελούσε προηγούμενο στην διαπραγμάτευση με την Τουρκία.
Και είναι ξεκάθαρο ότι μια διαπραγμάτευση με την Τουρκία δεν θα ξεκινήσει από εκεί όπου σταμάτησε η Ελληνοαιγυπτιακή Συμφωνία, αλλά θα έχει εντελώς διαφορετικό πλαίσιο .
Οσο για τα σημεία τα οποία έμειναν εκτός οριοθέτησης προς τα δυτικά, αυτό έγινε για να μείνει ανοικτή η πόρτα για μελλοντική διαπραγμάτευση με την Λιβύη και καθορισμό του τριεθνούς σε συμφωνία και με την Αίγυπτο. Ενώ προς ανατολικά έμεινε η περιοχή προς διαπραγμάτευση όλων των χωρών που δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες στην περιοχή που είναι η Ελλάδα, η Αίγυπτος, η Τουρκία και η Κύπρος. Η επιλογή του ορίου 27ο 59’ 02.00’’ έγινε καθώς η Αίγυπτος δεν δέχθηκε την οριοθέτηση ανατολικά αυτού του σημείου, συνδέοντας το προφανώς και με την θέση της για μη πλήρη επήρεια του Καστελόριζου και της Στρογγύλης και ίσως λόγω των παλαιότερων επίσημα διατυπωμένων ενστάσεων της Τουρκίας.
Όμως πλέον είναι εντελώς λάθος η αντίληψη ότι η οριοθέτηση σταμάτησε στο σημείο αυτό υπακούοντας στις παλαιότερες τουρκικές υποδείξεις ότι τα δυτικά όρια της υφαλοκρηπίδας της είναι στον 28ο Μεσημβρινό. Πλέον από τον Νοέμβριο του 2019 όταν υπογράφτηκε το Τουρκολυβικό Μνημόνιο και κυρίως μετά τον Μάρτιο του 2020, όταν κατέθεσε τα εξωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας της που όρισε μονομερώς, τα όρια αυτά δεν έχουν σχέση με τον 28ο μεσημβρινό αλλά κινούνται πολύ πιο δυτικά και φθάνουν στα εξωτερικά όρια των χωρικών υδάτων των νησιών Ρόδου -Καρπάθου – Κάσου – Κρήτης.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια