Η τεταμένη κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αφορά αποκλειστικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Άλλωστε, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, το διεθνές ενδιαφέρον θα ήταν περιορισμένο και θα αποτελούσε το αντικείμενο μιας άνευρης ανταπόκρισης ενός δημοσιογράφου για περιορισμένο αναγνωστικό κοινό.
Αντίθετα, τις τελευταίες ημέρες πληθαίνουν τα κείμενα στον ευρωπαϊκό τύπο που περιγράφουν τον Ερντογάν ως ταραξία και υποδεικνύουν την ανάγκη περιορισμού του. Ασφαλώς, οι απόψεις των δημοσιογράφων και τα άρθρα γνώμης δεν χαράσσουν ούτε εφαρμόζουν την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία. Ωστόσο, η συρροή τους είναι δείγματα της ανησυχίας που πλέον καλλιεργείται σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για την αναθεωρητική ατζέντα της Άγκυρας που υπερβαίνει την Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή η ανησυχία εκφράζεται με σαφήνεια, αλλά χωρίς αυστηρή διατύπωση, μέσα από τη δήλωση του έκτακτου Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ σχετικά με την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Με βάση το τρίπτυχο αλληλεγγύη-αποκλιμάκωση-διάλογος, η ΕΕ παίρνει θέση δίπλα στην Ελλάδα και την Κύπρο, προειδοποιεί για την επιδείνωση των σχέσεών της με την Τουρκία και τις αρνητικές συνέπειες που θα προκύψουν σε στρατηγικό επίπεδο, ζητά τον τερματισμό της ναυτικής κινητοποίησης από την Τουρκία, θέτει το διεθνές δίκαιο και τις αρχές τις καλής πίστης και της καλής γειτονίας ως βάση για τον διάλογο και τη διαπραγμάτευση και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο για τη λήψη περαιτέρω κυρώσεων στο τέλος του μήνα, εφόσον δεν τερματιστεί η ένταση.
Κι ενώ μέχρι τώρα μας απασχολούσε ο διάλογος και το περιεχόμενό του με οδηγό τις διερευνητικές επαφές που διακόπηκαν το 2016, πλέον υπεισέρχεται σε ένα επίσημο κείμενο της ΕΕ και ο όρος διαπραγμάτευση. Ωστόσο, η διαπραγμάτευση προϋποθέτει την εποικοδομητική ολοκλήρωση ενός διαλόγου που έχει καταλήξει σε αποτελέσματα, δηλαδή την κατάρτιση ατζέντας. Και όπως είναι γνωστό σε όλους, μετά από πολυετείς και δεκάδες γύρους διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα, καμία σύγκλιση.
Αντίθετα, υπάρχει μόνο η υπονόμευση της διαδικασίας του διαλόγου από την Τουρκία με τη διαρκή σώρευση διεκδικήσεων σε ένα φεστιβάλ εθνικής πλειοδοσίας μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Μάλιστα, αν στο αδιέξοδο των διερευνητικών επαφών προστεθεί και η παντελής έλλειψη καλοπιστίας που χαρακτηρίζει το ερντογανικό καθεστώς, τότε η προοπτική μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης φαντάζει πολύ μακρινή, αν όχι ανέφικτη υπό τις παρούσες συνθήκες.
Συνεπώς, η συμπερίληψη της διαδικασίας της διαπραγμάτευσης στη Δήλωση των Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ μάλλον σημαίνει ότι οι εταίροι μας διαφωνούν μεταξύ τους ως προς την ένταση της αντιμετώπισης της προκλητικότητας της Άγκυρας. Προφανώς, δεν είναι όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πρόθυμα να διαρρήξουν τις επιμέρους επωφελείς διμερείς σχέσεις τους με την Τουρκία. Επομένως, η αναφορά, πέρα από τον διάλογο, και σε διαπραγμάτευση μάλλον επιχειρεί να υποβαθμίσει την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο σε διμερή ελληνοτουρκική διαφορά. Έτσι επιτρέπει στα κράτη μέλη της ΕΕ να ακολουθήσουν την εθνική εξωτερική πολιτική τους χωρίς θεσμικές δεσμεύσεις, αφήνοντας το ενδεχόμενο να επιβληθούν μερικές κυρώσεις ακόμη σε καμιά ντουζίνα αξιωματούχους της Κρατικής Τουρκικής Εταιρίας Πετρελαίου.
Για παράδειγμα, το Βερολίνο δεν θα έθετε ποτέ σε κίνδυνο τα σημαντικά οικονομικά συμφέροντά του στην Τουρκία, και λογικά δεν επιθυμεί τη λήψη περαιτέρω μέτρων σε βάρος της, στον βαθμό μάλιστα που το καθεστώς της Άγκυρας δεν υπερβαίνει τα εσκαμμένα στη διαχείριση των μικτών μεταναστευτικών ροών. Αντίθετα, το Παρίσι είναι ενοχλημένο όχι μόνο με την τουρκική προκλητικότητα απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά εξαιτίας των φιλοδοξιών που έχει η Τουρκία και της επιρροής που σταδιακά αποκτά στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική αλλά και σε περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής. Με άλλα λόγια, η Γερμανία θέλει να αποφύγει τη διακινδύνευση των συμφερόντων της που εγγυάται η Τουρκία, τη στιγμή που η τελευταία λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τα γαλλικά συμφέροντα.
Η επικείμενη ανεπίσημη συνάντηση Μακρόν-Μέρκελ ίσως αποτελέσει το κλειδί των εξελίξεων στην Ευρώπη και την περιφέρειά μας. Με δεδομένο ότι το Brexit αναίρεσε τη λογική του γαλλογερμανικού άξονα, είναι κρίσιμο να διαπιστώσουμε αν βρισκόμαστε ενώπιον μιας ενδεχόμενης γαλλογερμανικής διελκυστίνδας. Διότι, εφόσον η ΕΕ «προχωρήσει» με τη λογική του ανταγωνισμού ανάμεσα στο Βερολίνο και το Παρίσι, τότε και η Ελλάδα θα πρέπει να επιλέξει πλευρά, και να ευθυγραμμίσει τα συμφέροντά της με το Παρίσι, χωρίς ωστόσο να επιτρέψει τη μετατροπή των εθνικών συμφερόντων μας σε αντικείμενο ενός γαλλογερμανικού παζαριού.
Απέναντι, το καθεστώς Ερντογάν μπορεί να υπολογίζει στη γερμανική ανοχή, όσο επικαλείται την προσήλωσή του στη βερολινέζικη πρόταση για διάλογο, ενώ παράλληλα προκαλεί επιχειρησιακά και διεκδικεί τετελεσμένα. Άλλωστε, το παράθυρο ευκαιρίας των αμερικανικών εκλογών δεν θα είναι ανοιχτό για πολύ ακόμη και η επένδυση σε ερευνητικά και γεωτρητικά σκάφη πρέπει να αποδώσει τα προσδοκώμενα, ώστε να αποκτήσει νόημα η πολύφερνη «Γαλάζια Πατρίδα». Αν αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου, τότε έχει περιθώρια να προκαλέσει τετελεσμένα μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου. Διαφορετικά, σε περίπτωση δεύτερης θητείας Τράμπ, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά επεισόδια και προκλήσεις.
Είναι αυτονόητο, πως με την τακτική που ακολουθεί η Άγκυρα, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για διάλογο, πολύ δε περισσότερο για διαπραγματεύσεις. Αντίθετα, πρέπει να συνεχίσουμε στον δρόμο των διμερών και πολυμερών σχημάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, ενισχύοντας τα διπλωματικά μας ερείσματα και τα συνεργατικά πρότζεκτ στα οποία συμμετέχουμε. Ομοίως, οφείλουμε να επιδιώξουμε και περαιτέρω οριοθετήσεις θαλάσσιων ζωνών. Η Κύπρος πρέπει να είναι η επόμενη συμφωνία, ίσως πολύ σύντομα.
Και κάτι τελευταίο. Αν κάποιοι θέλουν να κρατήσουν σκορ στα ελληνοτουρκικά, καλύτερα να περιμένουν το ΠΑΟΚ - Μπεσίκτας. Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πράττουν το αυτονόητο, απέναντι σε οποιαδήποτε πρόκληση, απ’όπου κι αν αυτή προέρχεται, με βάση τις αξίες, τις αρχές, τις παραδόσεις και τον επαγγελματισμό τους, και ανεξάρτητα από τη δημοσιότητα που δίνεται. Το αυτό ισχύει και για την ελληνική διπλωματία.
Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια