Μια μονιμότερη αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών προϋποθέτει μια συνολική διευθέτηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση
Γράφει ο Παντελής Καψής
Ο Αριστείδης Αγαθοκλής είναι ο πρεσβευτής ο οποίος στο επίπεδο των διπλωματών χειρίστηκε από την πλευρά της Ελλάδας την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεκαέξι χρόνια μετά μας φαίνεται σαν ένα φυσικό γεγονός. Στην πραγματικότητά βέβαια ήταν ένα εντυπωσιακό επίτευγμα. Κάλλιστα θα μπορούσε να μην είχε πραγματοποιηθεί αν δεν είχαμε την καλή τύχη να βρεθούν στην πολιτική ηγεσία τα πρόσωπα που το εμπνεύστηκαν, με πρώτο τον Γιάννο Κρανιδιώτη. Φυσικά και τα πρόσωπα που το έφεραν σε πέρας όπως ο Αγαθοκλής. Επεξεργάστηκαν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο και τολμηρό σχέδιο, χωρίς το οποίο η Κύπρος θα ήταν σήμερα ένα πολυτελές θέρετρο ολιγαρχών, μόνη σε ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος. Δεν θα είχε το παραμικρό αντίβαρο στην τουρκική επιθετικότητα ούτε την πολιτική και οικονομική στήριξη της Ευρώπης.
Μια μικρή γεύση της δυσκολίας μπορεί να την πάρει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο που έγραψε «Το ταξίδι ενός έλληνα διπλωμάτη». Τα υπόλοιπα κράτη μέλη δεν δέχονταν ούτε να συζητήσουν την ένταξη της Κύπρου «αν δεν λυθεί πρώτα το κυπριακό». Αντιμετώπιζαν μάλιστα τις ελληνικές θέσεις με αλαζονική υπεροψία, βέβαιοι ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Όμως και οι περισσότεροι έλληνες διπλωμάτες θεωρούσαν δονκιχωτικό το εγχείρημα. Σε κάποιο σημείο περιγράφει μια χαρακτηριστική σκηνή στον γάμο συναδέλφου του μετά την επιστροφή της Ελληνικής αντιπροσωπείας από το Ελσίνκι. «Με στρίμωξαν στην κυριολεξία πέντε έξι αρχαιότεροι συνάδελφοι, φίλα προσκείμενοι στη ΝΔ, όπως και συνταξιούχοι Πρέσβεις και εν χορώ μου έλεγαν να ξεχάσω ότι μπορεί να μπει η Κύπρος στην ΕΕ αν δεν λυθεί πρώτα το Κυπριακό».
Η αντίδραση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή προέρχεται από ειδικούς στο κυπριακό. Δείχνει πόσο δύσκολο είναι να προβλέψουμε τις εξελίξεις ιδίως όταν κουβαλάμε τις παραστάσεις του παρελθόντος. Κι ακόμα ότι οι εξελίξεις αυτές δεν είναι προσδιορισμένες από κάποιον σιδηρούν νόμο της ιστορίας αλλά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις δικές μας πρωτοβουλίες. Αυτό έχει ενδιαφέρον και για το σήμερα, για τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Συγκρουόμαστε μεταξύ μας στην Ελλάδα, με πάθος και σιγουριά για τις απόψεις μας, την στιγμή που το μοναδικό δεδομένο είναι ή θα έπρεπε να είναι η αβεβαιότητα. Σε μια κατάσταση ρευστή και συχνά αντιφατική, απέναντι στην οποία οφείλουμε να είμαστε ανοιχτοί, επιλέγουμε να επιβάλλουμε ερμηνευτικά σχήματα συνήθως ανάλογα με την ιδεολογία μας. Κινδυνεύουμε έτσι να παγιδευτούμε από τις προκαταλήψεις μας, όποια σχολή σκέψης και αν υποστηρίζουμε.
Είναι για παράδειγμα πολύ εύκολο να συμφωνήσουμε ότι έχουμε απέναντί μας μια αναθεωρητική Τουρκία και έναν Ερντογάν ο οποίος ακολουθεί μια νέο-Οθωμανική επεκτατική πολιτική. Μια Τουρκία δηλαδή η οποία δεν ενδιαφέρεται για διάλογο και συμβιβασμό και κατά συνέπεια είναι μάταιο να προσπαθούμε να βρούμε λύση ή να μιλάμε για Χάγη. Αυτή στην πραγματικότητα είναι η γραμμή πολλών αναλυτών που προκρίνουν μια πολιτική πυγμής καθώς και όσων συμφωνούν με την διακοπή των συζητήσεων μετά το 2004. Σε αυτή την περίπτωση ωστόσο ο κίνδυνος είναι να ενισχύσουμε ακριβώς αυτή την πολιτική την οποία καταδικάζουμε. Αν πάμε σε έναν διάλογο τυπικά, μόνο επειδή το ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την πεποίθηση εξ αρχής ότι θα αποτύχει, τότε είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθεί πράγματι σε αδιέξοδο. Εξ ίσου όμως κινδυνεύει να οδηγηθεί σε αδιέξοδο αν πάμε στον διάλογο με την αφέλεια των καλών προθέσεων, με την πεποίθηση ότι αρκεί ο ορθός λόγος και η επίκληση του διεθνούς δικαίου ή της Χάγης για να πεισθεί η Τουρκία να παραιτηθεί από τις προκλητικές αξιώσεις της. Ακόμα χειρότερα μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να οδηγεί σε προσωρινούς συμβιβασμούς που θα ξεπερνιούνται από συνεχώς νέες τουρκικές αξιώσεις.
Όσοι ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική γνωρίζουν ότι μια μονιμότερη αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών διαφορών προϋποθέτει μια συνολική διευθέτηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό σημαίνει ένα πλέγμα κινήτρων και αντικινήτρων για τον Ερντογάν, το μαστίγιο και το καρότο, αλλά και μια συνολική επαναξιολόγηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρώπη. Σίγουρα δεν φτάνει η λογική των κυρώσεων στην οποία περίπου εξαντλείται η Ελληνική θέση στα ευρωπαϊκά συμβούλια. Στόχος θα έπρεπε να είναι μια πολύ μεγαλύτερη συμφωνία «την οποία δεν θα μπορεί να αρνηθεί» ο Ερντογάν, όπως έγραψε πριν από λίγες ημέρες η Die Zeit.
Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο δεν αρκεί να αντιδρούμε απλώς στις τουρκικές προκλήσεις. Χρειάζεται να κάνουμε πολύ περισσότερα. Πρέπει κατ αρχήν να πεισθεί η ίδια η Ευρώπη, όχι μόνο ο Μακρόν, ότι πρέπει να κινητοποιηθεί. Να καταλάβει ότι στη νέα εποχή, με την ουσιαστική αποχώρηση των ΗΠΑ, η Ανατολική Μεσόγειος είναι χώρος ζωτικών συμφερόντων της. Και ότι δεν αρκεί να προσπαθεί η Μέρκελ να συγκρατήσει το καπάκι την ώρα που η περιοχή βράζει, χρειάζονται μείζονες πρωτοβουλίες. Και πρέπει να υπάρξει και μακροπρόθεσμος οδικός χάρτης στην εκπόνηση του οποίου αν δεν είμαστε οι πρωταγωνιστές πρέπει τουλάχιστον να έχουμε προτάσεις και συμμετοχή. Με δυο λόγια πρέπει να αποκτήσουμε ένα στρατηγικό σχέδιο ανάλογο με αυτό που ξεκίνησε για την Κύπρο το 1994, πολύ πιο φιλόδοξο όμως και ασφαλώς πολύ πιο δύσκολο. Εγγυήσεις επιτυχίας δεν υπάρχουν, έχουμε όμως δύο δεδομένα. Πρώτον ότι η κατάσταση έχει γίνει πια εξαιρετικά επικίνδυνη, φυσικά και με δική μας ευθύνη. Η αδράνεια ετών πληρώνεται. Δεύτερον ότι η χώρα έχει ισχυρά διπλωματικά χαρτιά με πρώτο και μεγαλύτερο την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τις καλές σχέσεις με τις χώρες της περιοχής. Οι μέχρι τώρα κινήσεις μας όμως δεν ήταν ανάλογες ούτε του μεγέθους των προβλημάτων ούτε των δυνατοτήτων της Ένωσης. Και βέβαια άφηναν εκτός της Τουρκία λες και με κάποιο μαγικό τρόπο το ζήτημα θα εξαφανιζόταν.
Όσο για την στρατιωτική λύση, ξέρουμε ότι δεν υπάρχει. Κανείς δεν την προτείνει άλλωστε. Ξέρουμε όμως ταυτόχρονα ότι μόνο χάρη στην αποτρεπτική δύναμη της χώρας δεν έχουμε πάθει ότι έχει πάθει η Κύπρος. Χωρίς αυτή το Fatih θα έκανε ήδη γεωτρήσεις στο Αιγαίο.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια