Sponsor

ATHENS WEATHER

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ...πενθεί που δεν γίναμε σαν την Αλβανία του Χότζα


Στα ορεινά χώματα του Γράμμου, εκεί όπου αλληλοσκοτώθηκαν παιδιά της ίδιας μάνας, εκεί όπου γράφτηκαν μερικές από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, οι Συριζαίοι αναμοχλεύουν παλιά πάθη και ξύνουν επουλωμένες πια πληγές
Ο αιματοβαμμένος Γράμμος του αδελφοκτόνου εμφύλιου σπαραγμού δεν είναι ένας ειδυλλιακά νοσταλγικός τόπος, γεμάτος ευχάριστες αναμνήσεις, ιδανικός για χαριτωμένα κάμπινγκ με σαγιονάρες, βερμούδες, sleeping bags και εντομοαπωθητικά. Τα ορεινά χώματα όπου αλληλοσκοτώθηκαν παιδιά της ίδιας μάνας δεν αποτελούν το κατάλληλο τοπίο για φολκλορικές κατασκηνώσεις παρελθοντολάγνας τυμβωρυχίας, ούτε το νεοαναχωρητικό ακρόαμα παράφωνων καραόκε αντάρτικων ασμάτων. Στην είσοδο της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, το συμβολικό συναπάντημα με αρματωμένα φαντάσματα, βαμπίρ και ζόμπι τριών γενιών πίσω δεν είναι απλώς «κόλλημα» σε στάχτες που ήδη τις έχει πάρει ο άνεμος της εθνικής συμφιλίωσης. Πρόκειται για ανώφελη διακόσμηση μιας διχαστικής ιδεοληψίας με παρωχημένα αξεσουάρ που μυρίζουν ναφθαλίνη.

Να σου, λοιπόν, αυτό το Παρασκευοσαββατοκύριακο το «εναλλακτικό» κάμπινγκ της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στην ιστορικά φορτισμένη περιοχή του Γράμμου. Δεν πήγε στα νερά του φθιωτικού Ασωπού, κάτω από την εμβληματική γέφυρα του Γοργοπόταμου της εθνικής αντίστασης. Ούτε στο Γυαλισκάρι, στον Αρμενιστή, στο Νας της Ικαρίας, για παράδειγμα, άλλοτε τόπους εξορίας της κατατρεγμένης Αριστεράς. Ή έστω στη Μακρόνησο. Καμία έλξη, καλοκαιριάτικα, προς το υδάτινο στοιχείο. Στα βουνά, σύντροφοι, στα βουνά! Διάλεξαν να σκαρφαλώσουν ορμητικά στις στενές κορυφογραμμές και τα αδιάβατα φαράγγια του ορεινού όγκου στον οποίο γράφτηκαν μερικές ακόμη, από τις πολλές είναι αλήθεια, μαύρες σελίδες της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Προτίμησαν να κατασκηνώσουν στα 890 μέτρα υψόμετρο στις πλαγιές της οροσειράς του Γράμμου. Εκεί, στο Νεστόριο της Καστοριάς, «όπου δόθηκε» -σύμφωνα με την ανακοίνωσή της οργάνωσης- «μία από τις πιο σκληρές και τελευταίες μάχες του Εμφυλίου Πολέμου».

Κρίνεται ότι με αυτή την εκδρομική ενέργεια της η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να κλείσει το μάτι στους κομμουνιστικογενείς οπαδούς του κόμματός της. Στοχεύοντας ίσως να λειτουργήσει ως η αριστερή συνείδησή του, τη στιγμή που αυτό υποτίθεται ότι επιχειρεί διεύρυνση προς τον κεντρώο χώρο. Ωστόσο οι πεζοπορίες ιστορικής ενσυναίσθησης στα μονοπάτια των λαβωμένων μαχητών που ξεκινούν «με ιστορικό περίπατο στον πύργο Κοτύλης» (ή, όπως τον λένε οι ντόπιοι, Χάρο) -όπως αναφέρουν οι διοργανωτές- δεν μεταφέρουν τον ιλιγγιώδη ενθουσιασμό ενός οράματος που ξέφτισε. Μάλλον διαχέουν δυσοίωνα τον απόηχο ενός αιματηρού μακελειού. Παρομοίως, η κατάθεση στεφάνου σε τόπους μνήμης των ανταρτών στη θέση Σπανούρα, οι ομιλίες και οι «βιωματικές αφηγήσεις» επιζώντων μαχητών δεν μοιάζουν να διεγείρουν πλέον κανέναν επαναστατικό ρομαντισμό. Σε ένα τοπίο αλλεπάλληλων, έως κορεσμού, επιστρώσεων από μαρτυρικές καταθέσεις είναι λογικό να λειτουργεί ο νόμος της φθίνουσας απόδοσης του συνεγερτικού μηνύματος που επιδιώκει να μεταφέρει. Αλλωστε, τα παλιά ταμπούρια των ανταρτών έχουν πια λιγότερη γοητεία από μια σύνδεση wi-fi. Οι σύγχρονοι κατασκηνωτές, πάντως, έστω κι αν εμφορούνται από το αδούλωτο φρόνημα του Τσε στη Βολιβία, θα έχουν την ευκαιρία, σε αυτό το άλλοτε ζωντανό θέατρο ωμής βίας, να απολαύσουν καταπραϋντικά τη γαλήνη της φύσης. Ενδεχομένως να αφουγκραστούν στο θρόισμα των ελάτων ήχους που παραπέμπουν στο σχίσιμο των μνημονίων.

Στον ίδιο τόπο, όμως, επί χρόνια διοργανώνει και η ΚΝΕ το ετήσιο αντιιμπεριαλιστικό της διήμερο τιμώντας «την αυταπάρνηση των θυμάτων απέναντι στον φόβο και τον θάνατο, την πίστη στον αγώνα και τη γενναιότητά τους απέναντι στην υπεροπλία του αντιπάλου». Προς διευκρίνιση, τα θύματα ανήκουν στον Δημοκρατικό Στρατό και οι αντίπαλοι στον Εθνικό Στρατό αυτής της ακραίας τραυματικής εμφυλιακής περιόδου 1946-49. Το ότι στο σφαγείο του Εμφυλίου δεν υπάρχει ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε ηρωισμός, ούτε ψυχική ανάταση είναι απλώς λεπτομέρεια για τους εραστές μιας απελέκητης διχαστικής ρητορικής. Το ότι εκεί διασταυρώνονται μόνο αίμα, μίσος, απελπισία, παραφροσύνη είναι μάλλον υποπαράγραφος στην αφήγηση της αποποίησης των ολέθριων λαθών και των ασυγχώρητων ευθυνών της. Παρ’ όλα αυτά, αμφότερες οι νεολαιίστικες οργανώσεις, υπό την αγχώδη «νεύρωση» της διεκδίκησης ενός ζοφερού παρελθόντος, φαίνεται να διαγκωνίζονται για το ποια από τις δύο αποτελεί τον αυθεντικό ιδεολογικό απόγονο του Δημοκρατικού Στρατού και ποια συνιστά τον κληρονόμο της ήττας του. Εκτιμάται, πάντως, ότι στον μικρόκοσμο του ιδεολογικού τους παρεκκλησίου είναι αγιογραφημένες με μαρτυρικό φωτοστέφανο οι φιγούρες των πολιτικών πρωταγωνιστών της παράταξής τους εκείνη τη δραματικά ταραγμένη εποχή. Οταν εκβίασαν την ένοπλη κατάκτηση της εξουσίας.

Οσους, τέλος πάντων, ο αείμνηστος Λεωνίδας Κύρκος -όχι κανένας αιμοβόρος κομμουνιστοφάγος- είχε περιγράψει κάποτε με έντονα εξομολογητικό ύφος ως ανθρώπους «γελοίους», «ανεκδιήγητους» και «περιτρίμματα χωρίς καμία παιδεία». Με δυο λόγια, περιέγραφε τους ντόπιους ξεροκέφαλους σταλινικούς τυχοδιώκτες -Ζαχαριάδη, Βαφειάδη, Μπαρτζώτα, Γούσια, Βλαντά, Στρίγγο, μεταξύ άλλων ηγετικών φυσιογνωμιών του ΚΚΕ εκείνης της εποχής-, που, μάλλον ευτυχώς, ηττήθηκαν προτού οδηγήσουν τη χώρα στην 45χρονη ανελεύθερη μοίρα των ολοκληρωτικών λαϊκοδημοκρατικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. «Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι, π.χ., αν νικούσε τότε η επανάστασή μας», είχε πει με ειλικρινή κριτικό απολογισμό στην προ 15ετίας συνέντευξή του ο βετεράνος κομμουνιστής ηγέτης της Ανανεωτικής Αριστεράς. Προφανώς την κατάθεση της προσωπικής του εμπειρίας δεν τη συμμερίστηκαν όσοι παραδίδονται στους ντελιριακούς εντυπωσιασμούς, στις μαινόμενες αδιαλλαξίες, στις κάθετες αντιπαραθέσεις και τους λυσσαλέους διχασμούς.

Φαντασιώσεις και εκταφή μύθων

Κάποια σημερινά μέλη και στελέχη των Νεολαιών των κοινοβουλευτικών κομμάτων ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ διατηρούν αναφαίρετο το δικαίωμά τους στη φαντασίωση και την εκταφή μύθων. Αρκεί να μην κουβαλάνε το στρεβλό κουσούρι μιας «ρεβάνς», αφότου απέτυχαν οι εγχώριοι προγονικοί ομοϊδεάτες τους να κάνουν την Ελλάδα μια δεύτερη καθυστερημένη Αλβανία του Χότζα, μια οπισθοδρομική Βουλγαρία του Ζίβκοφ ή μια δυναστική Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Κυρίως, όμως, να μην αναμοχλεύουν παλιά πάθη και να ξύνουν επουλωμένες πια πληγές. Πιθανόν σε αυτό το «στριμωγμένο» πλαίσιο η ατίθαση Νεολαία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με μια αμήχανη αφίσα που δημοσιοποίησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καλούσε στη διοργάνωση «εναλλακτικού κάμπινγκ» σε «μια ιστορική περιοχή, όπου πριν από 71 χρόνια τα γεγονότα που συνέβησαν καθόρισαν τη σύγχρονη Ιστορία του τόπου».

Το τελειωτικό χτύπημα

Πράγματι, τον Αύγουστο του 1949 ο Εθνικός Στρατός έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στους κομμουνιστές αντάρτες στους ορεινούς όγκους Βίτσι και Γράμμο. Στα βουνά όπου ο τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης διακήρυσσε καμαρωτά ότι οι κορφές τους «θα γίνουν η ταφόπετρα του μοναρχοφασισμού» είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Η περιοχή που ονομαζόταν «Ελεύθερη Ελλάδα» και φιλοξενούσε τις έδρες της «κυβέρνησης των ανταρτών», του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς και του ΚΚΕ είχε αρχίσει να λυγίζει. Οι περίπου 9.000 μαχητές στο Βίτσι και οι σχεδόν 6.500 μαχητές στον Γράμμο την είχαν οχυρώσει αμυντικά με ένα εκτεταμένο δίκτυο πολυβολείων, δαιδαλωδών συρματοπλεγμάτων, λαβύρινθο καταφυγίων και ναρκοπεδίων. Απέναντί τους ο Εθνικός Στρατός μπορούσε να υπολογίζει σε δύο Σώματα Στρατού με 150.000 άνδρες, δυνάμεις καταδρομέων, άρματα μάχης και ελαφρά τεθωρακισμένα, καθώς και νέας παραλαβής αμερικανικών βομβαρδιστικών αεροσκαφών «Χελντάιβερς» κάθετης εφόρμησης με εμπρηστικές ναπάλμ.

Ηδη από τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο Κροάτης κομμουνιστής ηγέτης Τίτο αποφάσισε το κλείσιμο των συνόρων της Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας με την Ελλάδα, που πρακτικά απέκοπτε τους αντάρτες από τις βάσεις ανεφοδιασμού, τα νοσοκομεία περίθαλψης τραυματιών και τους στερούσε από εφεδρείες στα στρατόπεδα εκπαίδευσης που είχαν ιδρύσει στο σερβικό έδαφος. Παράλληλα ο ραδιοσταθμός του Βελιγραδίου προσκαλούσε «όλους τους Μακεδόνες, που δεν είχαν ελεύθερη πατρίδα», δηλαδή όσους αντάρτες θεωρούσαν τον εαυτό τους Σλαβομακεδόνες, να καταφύγουν στη νεοσυσταθείσα Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ο Ζαχαριάδης καταλόγιζε την επιδείνωση του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος του ΔΣΕ στο προδοτικό στιλέτο του Τίτο «που χτύπησε πισώπλατα τη Λαϊκοδημοκρατική Ελλάδα». Για τα δικά του σφάλματα τσιμουδιά. Τα είχε σπάσει με τον Μάρκο Βαφειάδη και ο ίδιος εμμονικά μετέτρεψε τις ανταρτικές ομάδες σε τακτικό λαϊκό στρατό στερώντας τους την ευελιξία και την ταχύτητα των παρτιζάνικων σχηματισμών. Αποτέλεσμα, η καθήλωσή τους σε μάχες εκ παρατάξεως με δυσαναπλήρωτες φθορές προσωπικού και υλικού. Το θρίλερ της διαρκούς αιμορραγίας εξελισσόταν πια από το σοκ στην απελπισία. Αναπόφευκτα στα ίδια χώματα έκανε πρόβα και η συντριβή.

Το σχέδιο «Πυρσός»

Τα ξημερώματα τις 25ης Αυγούστου εξαπολύθηκε η κύρια επίθεση του Εθνικού Στράτου -την αρχιστρατηγία του οποίου είχε αναλάβει ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος- κατά των ανταρτών, σύμφωνα με το σχέδιο «Πυρσός». Οι επιχειρήσεις άρχισαν υπό τα βλέμματα του βασιλιά Παύλου και του επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα, στρατηγού Τζέιμς Βαν Φλιτ, που βρίσκονταν στο προκεχωρημένο φυλάκιο του υψώματος Αμμούδα. Το ίδιο μεσημέρι, και ενώ επίσημοι και επιτελείς γευμάτιζαν πρόχειρα, έφτασε η πληροφορία ότι είχε καταληφθεί το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Τσάρνο. Τότε ο στρατηγός Θρασύβουλος Τσακαλώτος -ενημερωτικά θείος του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ Ευκλείδη Τσακαλώτου-, ως διοικητής του A’ Σώματος Στρατού, ύψωσε το ποτήρι με το κρασί και στράφηκε προς τον τότε βασιλιά λέγοντας: «Μεγαλειότατε, η μάχη εκρίθη. Ουσιαστικώς ο Γράμμος έπεσε. Ζήτω το Εθνος!».

Εν τω μεταξύ, μπροστά στον κίνδυνο της απομόνωσης και της παγίδευσης του συνόλου των δυνάμεων των ανταρτών, ο Ζαχαριάδης διέταξε στις 28 Αυγούστου, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, γενική υποχώρηση και διαφυγή από διόδους και θύλακες που δεν είχαν ακόμη αποκοπεί προς το έδαφος της Αλβανίας. Εκεί τα υπολείμματα των μονάδων του Δημοκρατικού Στρατού αφοπλίστηκαν και διατάχθηκαν να απομακρυνθούν σταδιακά από τη χώρα. Η απόφαση της κομμουνιστικής κυβέρνησης των Τιράνων είχε τη σύμφωνη γνώμη της Μόσχας, η οποία δεν παζάρευε το καθεστώς του αδάμαστου σοσιαλιστή Ενβέρ Χότζα για μια ήδη χαμένη υπόθεση. Στις 30 Αυγούστου οι καταδρομείς του Εθνικού Στρατού κατέλαβαν το Κάμενικ, το τελευταίο καταφύγιο των ανταρτών.

Ουσιαστικά, η λαίλαπα της μοιραίας εμφύλιας σύγκρουσης είχε πλέον τελειώσει αφήνοντας περίπου 14.000 θύματα από πλευράς του Εθνικού Στρατού και τουλάχιστον 25.000 από τους αντάρτες. Ολα παιδιά της ίδιας πατρίδας. Οι συγκλονιστικές απώλειες σε νεκρούς συγκρίνονται μόνο με αυτές των ελληνικών στρατευμάτων στη μικρασιατική εκστρατεία. Χώρια οι εκατέρωθεν τραυματίες, οι αναγκαστικές εκκενώσεις χωριών από αμάχους και η εγκατάλειψη περιουσιών, η απομάκρυνση παιδιών από τις ζώνες των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι εκτοπισμένοι σχεδόν εφ’ όρου ζωής, οι εκτελεσμένοι στα έκτακτα στρατοδικεία, οι πρόσφυγες που εγκλωβίστηκαν σε καταπιεστικά καθεστώτα, η γενικότερη καταστροφή της κοινωνικής συνοχής στις κοινότητες των εμπόλεμων ζωνών.

Τον επίσημο τερματισμό των εχθροπραξιών επισφράγισε, από την άλλη πλευρά μέσω των ερτζιανών κυμάτων του σταθμού της Ελεύθερης Ελλάδας από τη Σόφια, η φωνή του Μήτσου Παρτσαλίδη ως πρωθυπουργού της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης». Απέμειναν οι βερμπαλισμοί του Ζαχαριάδη που τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς από τον παράνομο ραδιοσταθμό του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι συνθηματολογούσε εμπρηστικά για «το όπλο παρά πόδα»! Μάταιες πομφόλυγες. Η υπόθεση είχε πια κριθεί οριστικά, ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος κορυφωνόταν.

Οι εκδηλώσεις μίσους

Μακροπρόθεσμα οι συνέπειες του Εμφυλίου συμπαρέσυραν οδυνηρά σχεδόν κάθε πτυχή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του τόπου επί πολλές δεκαετίες. Αλλά αυτή είναι μια μεγάλη ιστορία. Η οποία, όπως και ο Εμφύλιος, δεν είναι η καταλληλότερη πίστα για συμβολικά γλέντια, μνησίκακα ιδεολογικά προσκυνήματα και μισαλλόδοξα πανηγύρια. Μίζερες παραστάσεις του είδους, άλλωστε, δίνει εδώ και χρόνια στα τέλη Αυγούστου στον Γράμμο και το Βίτσι η Ενωση Αποστράτων Αξιωματικών του Στρατού. Ενίοτε συνεπικουρούμενη από ακροδεξιούς, νεοναζιστές και νοσταλγούς της χούντας, γιορτάζουν θραιμβευτικά «την συντριβήν του κομμουνιστοσυμμοριτισμού» και «την σωτηρίαν της Ελλάδος από τον σλαυοκομμουνισμόν». Αυτές οι εκδηλώσεις εορτών μίσους, που επισήμως έχουν καταργηθεί από το 1982, έχουν ψευδεπίγραφα βαφτιστεί ως «μνημόσυνα πεσόντων». Χωρίς καν υποψία συμψηφιστικού τσουβαλιάσματος, και τα διόλου πρωτότυπα ή νεωτερικά οδοιπορικά, προσκυνήματα, αποτίσεις φόρου τιμής σε ηρώα και εσχάτως κάμπινγκ με υπόκρουση μοιρολογιών σε ρυθμό «για σε πατρίδα μας Ελλάδα ζώσαμε τα άρματα ξανά» των Νεολαιών της κοινοβουλευτικής Αριστεράς δηλώνονται ως «γιορτές μνήμης».

Διχαστική αφροσύνη

Ωστόσο στο ενδιάμεσο μιας επανεπινοημένης, αν όχι επιζητούμενης, διχαστικής αφροσύνης η πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών συντάσσεται σταθερά με τη συναίνεση, τη συνεννόηση, τη συμφιλίωση, την εθνική ομοψυχία τελικά. Οι ετικέτες της ξενοκίνητης Αριστεράς και της ξενοκρατούμενης Δεξιάς, των «μιασμάτων» και των «προδοτών», είναι τόσο ξεθυμασμένες και ντεμοντέ όσο και οι σπεκουλαδόροι παρελθοντολάγνοι που επιχειρούν φτηνά να τις συντηρήσουν. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στις πιο κρίσιμες ιστορικές συνθήκες, οι καταστάσεις δεν είναι άσπρο μαύρο, είναι πολύπλοκες συσχετίσεις συμβάντων. Προφανώς και είναι ωφέλιμη η μελέτη της Ιστορίας από τις κομματικές Νεολαίες στον βαθμό που την ερμηνεύουν, την αξιολογούν και διδάσκονται από αυτή. Το κακό είναι να επιδιώκουν να υπαγορεύουν μεροληπτικά, αν όχι να επιβάλλουν, το δικό τους ιδεολογικό αφήγημα στους άλλους. Υπό αυτή την ανάγνωση η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, ως επίδοξη απόγονος των ηττημένων του Εμφυλίου, θα μπορούσε μελλοντικά να καινοτομήσει αισιόδοξα με εορταστικά κάμπινγκ στο εξωτερικό.

Εξάλλου, μετά την εποποιία του Γράμμου οι καταδιωκόμενοι, αποκαρδιωμένοι και κατηφείς αντάρτες υποτίθεται ότι βρήκαν πιο αισιόδοξο βηματισμό στις χώρες του «παραδεισένιου» υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτού που αποπειράθηκε ανορθολογικά η εξεγερσιακά φαντασιόπληκτη ηγεσία τους να εγκαθιδρύσει και εδώ. Οπότε μια κατασκήνωση της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ στον καταυλισμό του Ρουμπίκ στην Αλβανία, στο στρατόπεδο Μπούλκες της Σερβίας και στις «πολιτείες» της Τασκένδης στο Ουζμπεκιστάν θα μετέδιδε την αίσθηση δεσμών της με την ιστορική συνέχεια. Αλλωστε το κομματικό «μαγαζί» το οποίο υποστηρίζει έχει αποδείξει ότι η καλύτερη απάντηση στις αυταπάτες είναι ο κυνισμός.

Δημήτρης Παγαδάκης

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια