Η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου για μερική οριοθέτηση των ΑΟΖ των δύο χωρών είναι κατ’ αρχήν θετική ως κίνηση στη διπλωματική σκακιέρα της ανατολικής Μεσογείου. Εγείρονται όμως θέματα ως προς το ακριβές περιεχόμενο της συμφωνίας, τα δεδομένα και το προηγούμενο που δημιουργεί, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο κινείται η κυβέρνηση σχετικά με το εσωτερικό μέτωπο και τη (μη) συνεννόηση στα καίρια εθνικά θέματα.
Είναι κατ’ αρχήν θετική διότι, μέχρι την υπογραφή της, την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχε η Τουρκία και η Ελλάδα βρισκόταν κάπου μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αναγκασμένη να επιχειρηματολογεί στο κενό για την επήρεια ή όχι των νησιών σε ΑΟΖ και άλλα σχετικά προς απόκρουση των τουρκικών ισχυρισμών.
Υπό αυτή την έννοια, μία συμφωνία με την Αίγυπτο, έναντι του παράνομου και απαράδεκτου τουρκολιβυκού συμφώνου, ήταν επιβεβλημένη. Στην πράξη λοιπόν διαμορφώνει νέα δεδομένα σε σχέση με αυτά που επιχείρησε να επιβάλλει η Τουρκία με την κυβέρνηση Σάρατζ και άρα ισορροπεί μία κατάσταση, που ήταν σε βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
Επιπλέον είναι σημαντική στο γενικότερο παιχνίδι, καθώς επιβεβαιώνει το χάσμα Άγκυρας – Καΐρου.
Βέβαια η ελληνική κίνηση ήταν τόσο επιβεβλημένη και απαραίτητη, που έγινε κάτω από δυσμενείς συνθήκες – για παράδειγμα ως προς την διανομή των δικαιωμάτων με την Αίγυπτο. Εάν ευσταθούν οι πληροφορίες περί μοιράσματος 55-45 με το Κάιρο, προφανώς μιλάμε για μία συμφωνία, που έχει ελληνικές υποχωρήσεις. Από τη στιγμή βέβαια που η Ελλάδα παρακολουθεί τα γεγονότα και τις κινήσεις των άλλων εδώ και πολλά χρόνια, μηδέ των τελευταίων μηνών εξαιρουμένων, οποιαδήποτε κίνηση της τελευταίας στιγμής, έχει και το κόστος!
Φυσικά και δεν απαντά σε όλα τα θέματα που έχουν τεθεί, καθότι μιλάμε για μερική διευθέτηση και όχι για το σύνολο της περιοχής, που αφορά τις δύο χώρες.
Μένει δε να διευκρινιστούν όλες οι πτυχές της συμφωνίας, καθότι υπήρξε μυστικότητα ακόμα και για το τελικό ταξίδι του Νίκου Δένδια στο Κάιρο – στην Αθήνα έγινε γνωστή η εξέλιξη από τα αιγυπτιακά μέσα ενημέρωσης.
Υπάρχει λοιπόν ή όχι μειωμένη επήρεια των νησιών μας και τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Στην περίπτωση για παράδειγμα της συμφωνίας με την Ιταλία, είχαμε μία μάλλον υπερβολική υποχώρηση της ελληνικής πλευράς, καθότι προβλέφθηκε μειωμένη επήρεια ακόμα και για νησιά δίπλα στην ηπειρωτική χώρα και πολύ, πολύ μακριά από την Ιταλία! Το γεγονός ότι έναντι του τουρκικού ισχυρισμού για μηδενική επήρεια πάμε ένα βήμα μπροστά είναι μεν θετικό, αλλά μήπως ταυτόχρονα εμπεριέχει μεγάλη υποχώρηση, που τελικά μπορεί να λειτουργήσει υπέρ ενός συμβιβασμού, εξαιρετικά ικανοποιητικού για την Άγκυρα;
Τι μπορεί γενικότερα να σημαίνει μία τέτοια συμφωνία; Μήπως προετοιμασία για παραπομπή στη Χάγη για περισσότερα θέματα, απ’ όσα μέχρι τώρα αναγνωρίζει η Αθήνα; Δεν το σημειώνω ως κατ’ ανάγκην κακό αυτό, αλλά η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει και να δώσει διευκρινίσεις για τις κινήσεις της.
Μία ενημέρωση, που φαίνεται να λείπει. Διότι η κυβέρνηση μοιάζει να βιάζεται, αδιαφορώντας για το εσωτερικό μέτωπο. Μιλάμε για ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική ή για αποσπασματικές κινήσεις; Ουδείς, πέραν του στενού κυβερνητικού επιτελείου, μπορεί να το πει με βεβαιότητα.
Έτσι όμως δεν γίνεται δουλειά. Διότι θα έχουμε επανάληψη των Πρεσπών από την ανάποδη. Πιθανόν αυτό βέβαια να βολεύει και τις δύο βασικές πολιτικές δυνάμεις τελικά, αλλά είναι αξιοσημείωτο ως στοιχείο της συμπεριφοράς του πολιτικού προσωπικού.
Όσο για τις αιτιάσεις ότι με αυτή τη συμφωνία αναγνωρίζουμε ρόλο της Τουρκίας στα ενεργειακά της ΝΑ Μεσογείου, η απάντηση είναι προφανής: φαντάζεστε την Τουρκία δηλαδή να μην έχει κανέναν ρόλο; Μήπως και να τους φάμε ζωντανούς; Προφανώς και θέλει έναν έντιμο συμβιβασμό η υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση ψυχραιμία, ρεαλισμός, αλλά και σχέδιο και αποφασιστικότητα.
Γιάννης Μακρυγιάννης
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια