Καθώς οι ΗΠΑ οδεύουν προς τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου ο Ντέιβιντ Σίμερ, απόφοιτος του Γέιλ υπενθυμίζει μέσω του πρώτου του βιβλίου («Rigged: America, Russia, and One Hundred Years of Covert Electoral Interference») πως η ξένη παρέμβαση, αμερικανική και ρωσική, σε εκλογικές διαδικασίες τρίτων χωρών κάθε άλλο παρά καινούργιο φαινόμενο είναι
Το 1972 ο Βίλι Μπραντ, ο βραβευμένος ήδη με Νομπέλ Ειρήνης (για την περίφημη «Νόιε Οστπολιτίκ» του και την εξομάλυνση των σχέσεων της πατρίδας του με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης) καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας βρέθηκε αντιμέτωπος με πρόταση μομφής που υπέβαλε η συντηρητική αντιπολίτευση.
Οι οιωνοί ήταν κάθε άλλο παρά καλοί και ο Μπραντ, ιδιαίτερα ανήσυχος, δεδομένου ότι γνώριζε πως στην περίπτωση που οι Χριστιανοδημοκράτες επέλεγαν όλοι να ψηφίσουν ακολουθώντας την κομματική γραμμή, θα έχανε την εξουσία. Εντελώς αναπάντεχα, ωστόσο, παρέμεινε στη θέση του εξαιτίας της αποχής δύο βουλευτών από την ψηφοφορία. Το γεγονός αυτό του επέτρεψε να συνεχίσει τις προσπάθειές του για την περαιτέρω προσέγγιση ανάμεσα στη Βόννη και τη Μόσχα και τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ.
Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε πως ο Βίλι Μπραντ δεν απώλεσε τότε την καγκελαρία χάρη κυρίως στον Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Ο δεύτερος μακροβιότερος ηγέτης της πρώην ΕΣΣΔ μετά τον Ιωσήφ Στάλιν, ήθελε πάση θυσία να παραμείνει ο Μπραντ στην εξουσία καθώς θεωρούσε πως η βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση θα συνέβαλε σημαντικά στην ανάκαμψη των ασθμαινουσών οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης.
Οπότε οι επιτελείς της KGB διέταξαν τους ομολόγους τους στη Στάζι, τη διαβόητη μυστική αστυνομία της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, να παρέμβουν υπέρ του Μπραντ.
Οι ανατολικογερμανοί πράκτορες έφεραν σε πέρας την αποστολή τους, δίχως να δυσκολευτούν ιδιαίτερα. Κατάφεραν να εξαγοράσουν την ψήφο δύο δεξιών μελών της Μπούντεσταγκ, εκμεταλλευόμενοι αδυναμίες που σήμερα κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «τραμπικές» σύμφωνα, τουλάχιστον, με τον Λουκ Χάρντινγκ του Guardian, προσφέροντάς τους, δηλαδή χρήματα αλλά και γυναίκες.
Ο Γιούλιους Στάινερ και ο Λίο Βάγκνερ έλαβαν από το Ανατολικό Βερολίνο 97.000 δολάρια έκαστος για να απέχουν από την ψηφοφορία. Ο Ράινερ Μπάρτσελ, ηγέτης του CDU δεν ανέλαβε ποτέ τελικά την καγκελαρία της Δυτικής Γερμανίας.
Καθώς οι ΗΠΑ οδεύουν προς τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου ο Ντέιβιντ Σίμερ, απόφοιτος του Γέιλ και υποψήφιος διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, υπενθυμίζει μέσω του πρώτου του βιβλίου («Rigged: America, Russia, and One Hundred Years of Covert Electoral Interference») πως η ξένη παρέμβαση, αμερικανική και ρωσική, σε εκλογικές διαδικασίες τρίτων χωρών κάθε άλλο παρά καινούργιο φαινόμενο αποτελεί. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Μόσχα, επιδίωκαν διαρκώς και με κάθε μέσο να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις σε τρίτες χώρες. Τα κίνητρά τους ήταν φυσικά ιδιοτελή και στρατηγικής σημασίας. Η CΙΑ επεδίωκε την απομάκρυνση των κομμουνιστών ηγετών από την εξουσία ενώ η Μόσχα τους στήριζε.
Ιστορική φωτογραφία από τη συνάντηση του Λεονίντ Μπρέζνιεφ (στο κέντρο) με τον Βίλι Μπραντ (δεξιά) το 1973 (Photo: Barbara Klemm)
Η πρώτη σημαντική αποστολή τους έλαβε χώρα στην Ιταλία, όπου οι Χριστιανοδημοκράτες κινδύνευαν να χάσουν την εξουσία από έναν αριστερό συνασπισμό. Η CIA παρείχε χρήματα στη συντηρητική παράταξη και παρότρυνε τους Ιταλούς των ΗΠΑ να πείσουν τους συγγενείς τους πίσω στην πατρίδα να μην ψηφίσουν τις δυνάμεις της Αριστεράς ενώ οι αμερικανοί πράκτορές της δεν παρέλειψαν, φυσικά, να συνεργαστούν και με την Καθολική Εκκλησία για να πετύχουν τον στόχο τους. «Το σκεπτικό τους ήταν απλό – διαμορφώνοντας την αντίληψη των ψηφοφόρων πίστευαν πως προστατεύουν τη δημοκρατία», επισημαίνει ο βρετανός δημοσιογράφος στο κείμενό του, παρουσιάζοντας το βιβλίο του Σίμερ.
Ακολουθώντας το «ιταλικό μοντέλο», στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η CIA συνέβαλε στην απομάκρυνση ηγετών από την εξουσία στο Ιράν και στη Γουατεμάλα ενώ ξεπέρασε κάθε όριο στη Χιλή, όπου οι πράκτορές της έκαναν τα πάντα ούτως ώστε να υπονομεύουν τον χαρισματικό σοσιαλιστή ηγέτη της χώρας Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Ο χιλιανός ηγέτης βρέθηκε στο στόχαστρό τους πριν από τις προεδρικές εκλογές του 1964 (στις οποίες ηττήθηκε) και σταμάτησαν να ασχολούνται μαζί του, τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1973, όταν αποφάσισε να βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του παρά να καταλήξει αιχμάλωτος του πραξικοπηματία Αουγκούστο Πινοσέτ ή να πέσει νεκρός από τα πυρά των στρατιωτών του.
Κατά την ίδια περίοδο η KGB παρείχε χρήματα στον Αλιέντε και άλλους αριστερούς ηγέτες της Λατινικής Αμερικής ενώ σημαντικά χρηματικά ποσά λάμβαναν και κομμουνιστικά κόμματα διάφορων χωρών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν η Γαλλία και η Ιταλία. Οπου μπόρεσε, η ΕΣΣΔ αφάνισε τους μη κομμουνιστές πολιτικούς, μετατρέποντας, έτσι, ολόκληρη την μεταπολεμική Ανατολική Ευρώπη σε μια ζώνη κρατών – δορυφόρων.
O Σαλβαδόρ Αλιέντε (δεξιά) το 1972. Ο χιλιανός ηγέτης βρέθηκε στο στόχαστρο της CIA ήδη από τις προεδρικές εκλογές του 1964
Οι πράκτορες της Μόσχας, ωστόσο, δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν προς όφελός τους τις πολιτικές εξελίξεις στην Αμερική. Προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν. Στόχευαν στην όξυνση των πολιτικών παθών στο εσωτερικό των ΗΠΑ μέσω της ανάδειξης υποψηφίων που κρατούσαν θετική στάση απέναντι στη Μόσχα και της υπονόμευσης των εχθρικά διακείμενων πολιτικών.
Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 τα στελέχη της KGB που δρούσαν στις ΗΠΑ κατέφυγαν σε κάθε είδους αθέμιτες μεθόδους και πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων της παραπληροφόρησης και της πλαστογράφησης. Ωστόσο οι δύο κύριοι στόχοι τους στις ΗΠΑ – ο Ρίτσαρντ Νίξον και ο Ρόναλντ Ρίγκαν – κέρδισαν τελικά την εξουσία.
Στις σελίδες του βιβλίου του ο Ντέιβιντ Σίμερ παρουσιάζει με τρόπο ιδιαίτερα πειστικό όλα όσα άλλαξαν κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά την άφιξη του Βλαντίμιρ Πούτιν στο Κρεμλίνο.
Υποστηρίζει πως η μεταψυχροπολεμική CIA έπαψε σταδιακά να επεμβαίνει μυστικά στις εκλογικές αναμετρήσεις άλλων χωρών. Οι Αμερικανοί συνέχισαν να προωθούν τη δημοκρατία, όχι όμως κεκαλυμμένα αλλά άμεσα και ανοιχτά, μέσω μη κερδοσκοπικών οργανώσεων. Το 2004 ο Τζορτζ Μπους εξέτασε το ενδεχόμενο αμερικανικής εμπλοκής στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο Ιράκ μετά το τέλος του Σαντάμ Χουσεΐν αλλά τελικά επέλεξε να κρατήσει ουδέτερη στάση.
Αντιθέτως η Ρωσία, αφότου ανήλθε ο Πούτιν στην εξουσία, άρχισε να καταφεύγει ξανά σε ψυχροπολεμικές μεθόδους και πρακτικές. Σύμφωνα με τον Σίμερ και όλα όσα αναφέρει στο βιβλίο του, η Ρωσία εκμεταλλεύτηκε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα τον ψηφιακό κόσμο ούτως ώστε να εμπλακεί στις εκλογικές αναμετρήσεις άλλων κρατών με στόχο, πάντα, την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Για λογαριασμό του Κρεμλίνου πλέον εργάζονται επαγγελματίες κατάσκοποι με ειδίκευση στην κυβερνοπειρατεία και πλήθος τρολ που προσπαθούν να επηρεάσουν την κρίση των ψηφοφόρων άλλων χωρών, βομβαρδίζοντάς τους με ψευδείς ειδήσεις και διχαστικές απόψεις μέσω του Facebook και του Twitter.
Ολα όσα έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ το 2016 αποτελούν μια άκρως ανησυχητική υπενθύμιση όσον αφορά τις επιδιώξεις του Κρεμλίνου άλλα και τις ικανότητες όλων όσοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον Βλαντίμιρ Πούτιν και την κυβέρνησή του.
Ο Σίμερ επισημαίνει στο βιβλίο του πως η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα άργησε να αντιληφθεί ότι η Ρωσία εργαζόταν υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ, υπονομεύοντας συγχρόνως την Χίλαρι Κλίντον ενώ στη συνέχεια, παρά τις αδιάσειστες αποδείξεις περί ρωσικής εμπλοκής, ο Ομπάμα δίστασε την τελευταία στιγμή να αντιδράσει, κυρίως επειδή πίστευε – υποστηρίζει ο αμερικανός ειδικός – πως η Κλίντον θα κέρδιζε ούτως ή άλλως την προεδρία.
Και σήμερα αρκετοί στην Αμερική, ειδικά οι αντίπαλοι του νυν αμερικανού προέδρου, εξακολουθούν να διερωτώνται εάν οι πράκτορες του Πούτιν έφτασαν στο σημείο να παραποιήσουν απευθείας το εκλογικό αποτέλεσμα υπέρ του Ντόναλντ Τραμπ. Οι περισσότεροι ειδικοί δηλώνουν πως δεν το έκαναν. Ομως ο Χάρι Ριντ, επικεφαλής της μειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία το 2016, συνομιλώντας με τον Σίμερ εμφανίστηκε πεπεισμένος πως «η Μόσχα αλλοίωσε το εκλογικό αποτέλεσμα».
Σε κάθε περίπτωση ο πραγματικός βαθμός εμπλοκής των πρακτόρων του Κρεμλίνου και της GRU, της υπηρεσίας πληροφοριών των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσίας, στην εκλογική αναμέτρηση που ανέδειξε τον Τραμπ στην εξουσία, ενδεχομένως να αποκαλυφθεί μόνον μετά την αποχώρηση του Βλαντίμιρ Πούτιν από την πολιτική.
Ενόψει των εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, ένας εκ των συμβούλων Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου ανέφερε στον Σίμερ πως τον ανησυχεί ιδιαίτερα η φιλική στάση του Τραμπ απέναντι στον Πούτιν αλλά και η απροθυμία του να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες με στόχο την κάλυψη σημαντικών κενών ασφαλείας στο εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ, «αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη σε περίπτωση που επιστρέψουν οι χάκερ» της Ρωσίας.
Στο πλαίσιο των ερευνών του ο Ντέιβιντ Σίμερ συνομίλησε με πλήθος ειδικών, με πρώην πράκτορες, με τον Ολεγκ Καλούγκιν, τον πρώην επικεφαλής επιχειρήσεων της KGB στη επικράτεια των ΗΠΑ, ακόμη και με τον Μπιλ Κλίντον.
Αυτό που υποστηρίζει κατά βάση στο βιβλίο του είναι πως η δημοκρατία στις ΗΠΑ (και όχι μόνο) κινδυνεύει, πως είναι πιο εύθραυστη από κάθε άλλη φορά, κυρίως γιατί η Αμερική κατέληξε να αποτελεί «μια διεφθαρμένη εκδοχή του εαυτού της» αλλά κι επειδή ο Πούτιν, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, κατάφερε να φέρει σε πέρας επιτυχώς μία από τις εντυπωσιακές επιχειρήσεις στην ιστορία της σύγχρονης κατασκοπείας, εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές έριδες των Αμερικανών.
«Ο υποψήφιος της Μόσχας βρίσκεται στον Λευκό Οίκο και δικαιούστε να φανταστείτε ότι ο Πούτιν θα αποπειραθεί να τον κρατήσει εκεί», επισημαίνει και ο βρετανός δημοσιογράφος, ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του βιβλίου του αμερικανού ειδικού.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια