Αυτή η πολιτική «δεν βγαίνει». Σκέφτεται κανείς κάποια άλλη;


Γράφει ο Παντελής Σαββίδης

Εδώ και καιρό πρέπει να έχει γίνει συνείδηση πως η πολιτική που ακολουθεί η Αθήνα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οδηγεί σε αδιέξοδο. Και το ερώτημα που αναδύεται είναι, σκέφτεται κανείς αναθεώρηση αυτής της πολιτικής;

Βασικό στοιχείο του αδιεξόδου είναι ότι όταν, προ 20ετίας και πάνω, δηλώθηκαν δημοσίως οι προθέσεις της τουρκικής πλευράς, η Αθήνα δεν διαμόρφωσε μια ανάλογη πολιτική για την αντιμετώπισή τους.

Για όσους δεν θυμούνται η Τουρκία είχε δηλώσει εδώ και πολλά χρόνια πως θα ενισχύσει την άμυνά της και, κυρίως, θα καταστεί θαλάσσια δύναμη ώστε να αναδειχθεί σε περιφερειακό πόλο. Για την ακρίβεια, έχει δηλώσει πως θα διεκδικήσει μια από τις πρώτες 10 θέσεις παγκοσμίως.

Απέναντι στην εκδήλωση αυτών των τουρκικών προσθέσεων η ελληνική πλευρά δεν έδειξε καμιά προετοιμασία. Πρόκειται για βαθιά ριζωμένη νοοτροπία. Η οικονομική κρίση έρχεται δεύτερη.

Η Τουρκία πλέον έχει κάνει σαφές το σύνολο των προθέσεών της, τις οποίες παλαιότεροι πολιτικοί και αναλυτές (όπως ο Βάσος Λυσσαρίδης) είχαν γνωστοποιήσει εδώ και καιρό.

Κύπρος, Αιγαίο, Θράκη, σύμφωνα με τις τελευταίες δηλώσεις του εκπροσώπου του Τούρκου προέδρου Ιμπραχίμ Καλίν· ουσιαστικά εξάλειψη του ελληνικού κράτους που προέκυψε από τη Λοζάνη. Στην Αθήνα παρουσιάζεται μια στειρότητα στην αναζήτηση καινοτόμων και ρηξικέλευθων λύσεων. Η πολιτική που ακολουθείται δεν προασπίζει τα εθνικά δικαιώματα. Και οποιαδήποτε απόκλιση από αυτά θα σημάνει τον σταδιακό περιορισμό όχι απλώς της έννοιας της ελληνικής κυριαρχίας, αλλά και της εδαφικής επικράτειας.

Η Αθήνα εξακολουθεί να επενδύει αποκλειστικά στο δίπολο Βρυξέλλες-Ουάσινγκτον, και αυτή η επιμονή θα είχε σημασία αν παρήγαγε αποτελέσματα. Δεν παράγει, όμως. Ή καλύτερα, τα αποτελέσματα που παράγει είναι η πίεση στην ελληνική πλευρά να κάνει υποχωρήσεις.

Ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική Ζοζέπ Μπορέλ ήταν απαράδεκτος και αποκαλυπτικός στις τελευταίες δηλώσεις του. Πλασαρίστηκε στην Άγκυρα, κατά τις συνομιλίες του με τους Τούρκους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας, ως πρόθυμος να μεσολαβήσει για το διαμοιρασμό των κερδών από τα ενεργειακά αποθέματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας! Και υποτίθεται ότι ο Μπορέλ εκφράζει την Ένωση κρατών στην οποία ανήκει και η Ελλάδα.

Το παιχνίδι στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι περίπλοκο. Δεν υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική, και η «αλληλεγγύη» εξικνείται εκεί που αρχίζουν τα συμφέροντα των χωρών μελών. Και τα συμφέροντα αυτά σε σχέση με την Τουρκία, πέραν ίσως της Γαλλίας, είναι πολλά και σημαντικά. Από της Γερμανίας μέχρι της Ισπανίας και της Ιταλίας. Η Γαλλία αυτήν τη στιγμή έχει ανταγωνιστικά συμφέροντα με την Τουρκία, αλλά τίποτε δεν αποκλείει αν η Τουρκία κρίνει ότι πρέπει να κάνει κάποια υποχώρηση, να ικανοποιήσει το Παρίσι και η Γαλλία να αλλάξει πολιτική, όπως το 1922.

Το συμπέρασμα κάθε ανάλυσης είναι ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να υπερασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, ή ακόμη και την κυριαρχία της αν απειληθεί, χωρίς ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.

Και παρά το γεγονός ότι στον τομέα αυτόν όλες οι κυβερνήσεις αδιαφόρησαν (κρίνοντας εκ του αποτελέσματος), υπάρχει ακόμα η δυνατότητα επίδειξης δύναμης αποτροπής. Χρειάζεται όμως η αναγκαία αποφασιστικότητα την οποία και η πολιτεία με την επίσημη έκφρασή της και η κοινωνία δεν θέλουν να επιδείξουν. Εκδηλώνεται, δηλαδή, ένα φοβικό σύνδρομο το οποίο γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί. Αν όμως δεν υπάρξει η αναγκαία προβολή ισχύος, όταν απαιτηθεί, τότε το μοιραίο αποτέλεσμα θα είναι η παραχώρηση, στη φάση αυτήν, κυριαρχικών δικαιωμάτων ή και κυριαρχίας αργότερα. Διότι όσοι πιστεύουν πως το πρόβλημα της Τουρκίας και οι διεκδικήσεις της εξαντλούνται σε μερικά βαρέλια πετρέλαιο παραπάνω, τα οποία αν πάρει θα σταματήσει να προκαλεί, δεν έχουν ερμηνεύσει σωστά τις εξελίξεις. Η Τουρκία επιδιώκει να περιορίσει την κυριαρχία της Ελλάδας και να την καταστήσει δορυφόρο της.

Όσοι λοιπόν είναι οπαδοί της κατευναστικής πολιτικής θα πρέπει να εξηγήσουν πώς θα εξημερώσουν τη γείτονα χωρίς να καταστήσουν τη χώρα προτεκτοράτο.

Χρειάζεται, λοιπόν, αναθεώρηση της εξωτερικής πολιτικής πέρα από ιδεολογικά στερεότυπα. Και προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις που θα βασίζονται στην παραγωγή και τον εφοδιασμό τους από εσωτερικές αμυντικές βιομηχανίες. Οποιεσδήποτε σχετικές συμφωνίες έχει υπογράψει η χώρα που την δεσμεύουν να μην αναπτυχθεί στον αμυντικό και βιομηχανικό τομέα, να τις καταργήσει – αν έχει υπογράψει, όπως λέγεται.

Η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς δεν αμφισβητείται εφόσον εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον. Διαφορετικά, χωρίς την αποχώρηση από αυτούς, οι μηχανισμοί αυτοί εργαλειοποιούνται.

Τα πλεονεκτήματα της Τουρκίας είναι η δημιουργία μιας υπολογίσιμης αλλά όχι ισχυρής, όσο διαφημίζεται, στρατιωτικής ικανότητας, το γεγονός ότι η κυρίαρχη ομάδα της έχει όραμα και η αποφασιστικότητα που επιδεικνύει στην υλοποίησή του. Το γεγονός, δηλαδή, ότι είναι διατεθειμένη να μπει στη μάχη.

Η Τουρκία δεν θα αποκλίνει από όσα διεκδικεί. Πολύ περισσότερο δεν θα αποκλίνει όταν έχει να κάνει με μια φοβισμένη Ευρωπαϊκή Ένωση που προσπαθεί να μην διαταράξει τις σχέσεις μαζί της (για το Μεταναστευτικό και τις οικονομικές σχέσεις), με μια Αμερική της οποίας ο πρόεδρος θαυμάζει τον Ερντογάν και θα το θεωρεί υψίστη τιμή του που συνομιλεί μαζί του, και με μια Ρωσία που είναι διαχειρίσιμη από την Άγκυρα. Δυνάμεις του επιπέδου της Γαλλίας και της Ιταλίας δεν τις υπολογίζει διότι είναι πεπεισμένη για την αναποφασιστικότητά τους.

Με αυτά τα δεδομένα, η εκδηλωθείσα πρόθεση της Γερμανίας να μην επισκιαστεί η προεδρία της από τις ελληνοτουρκικές διαφορές υπονοεί πως οι πιέσεις για υποχωρήσεις θα ασκηθούν στην ελληνική πλευρά.

Κάθε υποχώρηση όμως από τις κόκκινες γραμμές που φάνηκαν κατά την παρατεταμένη κρίση δεν θα προκαλέσει απώλειες μόνο σε κυβερνητικό επίπεδο, αλλά και στην ίδια τη χώρα.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια