Γράφει η Νεφέλη Λυγερού
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει προ πολλού διαβεί τον Ρουβίκωνα. Η μετάβαση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη, δεν έγινε χθες ή προχθές. Συντελέστηκε σταδιακά και με οδηγό αφ’ ενός τα βαθύτερα πιστεύω του, αφ’ ετέρου τις εκάστοτε ανάγκες που προέκυψαν στην πορεία του ως κυβερνήτης της Τουρκίας από το 2002 και μετά.
Κάποιοι επιχειρούν να εντοπίσουν τις απαρχές της στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Λειτούργησε άραγε αυτό σαν ραβδάκι της μάγισσας που τον μεταμόρφωσε ή μήπως εκείνο το αποτυχημένο πραξικόπημα ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι είχε αρχίσει να ξεδιπλώνει την πραγματική πολιτική ατζέντα του; Ισχύει το δεύτερο και αναμφίβολα τα αιματηρά γεγονότα εκείνης της νύχτας επιτάχυναν εκθετικά τις εξελίξεις.
Πολλοί θεωρούν ότι ο Ερντογάν μεταλλάχτηκε, ότι υπέστη κάποιου είδους οβιδιακή πολιτική μεταμόρφωση. Προφανώς δεν είναι ο ίδιος με αυτό που ήταν το 1997, όταν ανατράπηκε η κυβέρνηση του μέντορά του Ερμπακάν, ούτε το 2002 όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, λόγω της τότε οξύτατης οικονομικής κρίσης, κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση. Μπορεί, όμως, κανείς να διακρίνει και τώρα τον αφετηριακό ιδεολογικό πυρήνα, τον ίδιο ηγετικό βηματισμό, την ίδια ισχυρή βούληση και αποφασιστικότητα.
Όταν το 1997 το Γενικό Επιτελείο με μία ανακοίνωσή του είχε ανατρέψει την κυβέρνηση Ερμπακάν, ο Ερντογάν και οι σύντροφοί του έκαναν στροφή, υποστηρίζοντας την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Δεν είχαν αλλάξει ιδέες. Θεώρησαν, όμως, ότι η ενταξιακή πορεία θα έδινε τη δυνατότητα στο τουρκικό πολιτικό Ισλάμ που εξέφραζαν να αντιμετωπίσει την καταστολή που υφίστατο από το κεμαλικό καθεστώς. Ήταν δηλαδή μία κίνηση τακτικής.
Κάπως έτσι οι Δυτικοί τον είδαν σαν «ισλαμοδημοκράτη», σαν παράγοντα ανανέωσης της τουρκικής πολιτικής σκηνής και δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, αλλά και σαν πρότυπο για ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Χωρίς την αμέριστη υποστήριξη της Δύσης, αλλά και χωρίς την έμπρακτη και πολύτιμη συνδρομή των ερεισμάτων που είχε δημιουργήσει το δίκτυο του ιμάμη Γκιουλέν –επίσης με την υποστήριξη της Ουάσιγκτον– στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους, η κυβέρνηση Ερντογάν θα είχε συνθλιβεί από τις συνωμοσίες του κεμαλικού βαθέος κράτους.
Αυτός ο δεκαετής εσωτερικός πόλεμος ήταν το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο πολιτικής για τον Ταγίπ. Τον δίδαξε στην πράξη σχεδόν τα πάντα για την πολιτική επιβίωση. Χρειάστηκε να κάνει τους πιο απίθανους ελιγμούς για να αποφύγει άκαιρες συγκρούσεις, αλλά και να είναι αμείλικτος με τους αντιπάλους του όταν είχε τη δυνατότητα. Κάπως έτσι κέρδισε εκείνον τον πόλεμο, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια της Δύσης που στεκόταν όλα εκείνα τα χρόνια στο πλευρό του.
Ο Ερντογάν, όμως, δεν ανήκε ποτέ στην κατηγορία των καιροσκόπων πολιτικών, ούτε των πολιτικών που λειτουργούν σαν λογιστές. Ένοιωθε βαθιά μέσα του ότι ήταν ταγμένος, ότι είχε να επιτελέσει ιστορική αποστολή. Μπορεί να προχώρησε σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, όπως ήθελε η Δύση, αλλά δεν ξέχασε ποτέ ότι στο τιμόνι είναι η Πολιτική όχι η Οικονομία. Αυτό, εξάλλου, το δείχνει ακόμα και τώρα. Παρ’ όλο που η τουρκική οικονομία είναι στο χείλος του γκρεμού, αυτός δεν διστάζει να ξεδιπλώνει τη νεοοθωμανική ατζέντα του.
Για τον Ταγίπ η Αμερική και η Ευρώπη πρέπει να είναι ισότιμοι συνομιλητές της Τουρκίας, όχι αυτοί που της υπαγορεύουν αποφάσεις. Κι αυτό φρόντισε να το δείξει με αποφασιστικότητα μετά το 2012, όταν κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο και εξουδετέρωσε τους κεμαλιστές. Κι όταν οι Αμερικανοί, μέσω του δικτύου του Γκιουλέν προσπάθησαν να τον εκβιάσουν με υποθέσεις διαφθοράς για να τον επαναφέρουν στον «ίσιο δρόμο», αυτός όχι μόνο δεν επανηλθε, αλλά και κήρυξε τον πόλεμο κατά των γκιουλενιστών, αρχίζοντας το ξήλωμα τους από το κράτος. Και μαζί με τους γκιουλενιστές φρόντισε να ξηλώνει και άλλα δίκτυα επιρροής που είχαν στήσει κυρίως οι Αμερικανοί, αλλά και οι Ευρωπαίοι στην Τουρκία.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα, που ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο εάν ήταν μια στημένη παγίδα από τον ίδιο τον Ερντογάν για να νομιμοποιήσει το κύμα μαζικών διώξεων και εκκαθαρίσεων κάθε είδους αντιφρονούντων που αμέσως μετά δρομολόγησε. Ο Ταγίπ είναι κλασικός ανατολίτης ηγέτης που αντιλαμβάνεται την εξουσία όχι με όρους δημοκρατικών διαδικασιών, αλλά με όρους ισχύος. Γι’ αυτό και ποτέ από το 2002 μέχρι τώρα δεν τον έχει εγκαταλείψει ο φόβος ότι κάποιοι μεθοδεύουν την ανατροπή του. Ό,τι και αν συνέβη εκείνη τη νύχτα, ο Ερντογάν είναι πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί τον είχαν προγράψει και είχαν βάλει με κάποιον τρόπο το χεράκι τους.
Η πεποίθησή του αυτή εξώθησε τον Ερντογάν στην αγκαλιά του Κρεμλίνου για λόγους εξισορρόπησης, αλλά η νεοοθωμανική ιδεολογία και πλέον πολιτική ατζέντα του τον στρέφει προς το Ισλάμ. Στρατηγική επιδίωξή του είναι να αναγορευτεί σε ηγετική μορφή και σημείο αναφοράς για τους απανταχού μουσουλμάνους, σε ένα είδος σύγχρονου χαλίφη. Όλα τα άλλα είναι τακτικοί ελιγμοί.
Τα σπέρματα της σημερινής πολιτικής συμπεριφοράς του προϋπήρχαν και ένα προσεχτικό μάτι δεν αιφνιδιάστηκε από τις εξελίξεις. Βλέπετε, ο Ερντογάν δεν είναι απρόβλεπτος. Για την ακρίβεια, είναι το αντίθετο. Ειδικά μετά τη διπλή νίκη του στο εσωτερικό μέτωπο, αρέσκεται να προαναγγέλλει κάθε επεκτατική κίνηση, ακολουθώντας στο σημείο αυτό την παράδοση της κεμαλικής διπλωματίας.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί στην Αθήνα έχουν υποστεί αλλεπάλληλους αιφνιδιασμούς, αλλά γι’ αυτό φταίνε οι ίδιοι, επειδή δεν παίρνουν τις εξαγγελίες του στα σοβαρά. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα για πολλά χρόνια είχε προσκολληθεί στο πολιτικό προφίλ που είχε φιλοτεχνήσει για τον Ερντογάν η Δύση στη δεκαετία του 2000, εκείνο του ήπιου μεταρρυθμιστή.
Ο Ερντογάν, όμως, είναι πιστός στο νεοοθωμανισμό του ή αλλιώς στην “τουρκοϊσλαμική σύνθεση”. Ακόμα και τώρα πολλοί στη Δύση (και στην Ελλάδα) δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν αντιλαμβάνεται την εξουσία και ως εκ τούτου τον ρόλο του με δυτικούς όρους. Η ατυχής αυτή ανάγνωση έχει δημιουργήσει αλλεπάλληλες λάθος αναγνώσεις και πολιτικές εκτιμήσεις. Πάντως, για να αντιληφθούμε τις πολιτικές επιδιώξεις του Τούρκου προέδρου δεν χρειαζόμαστε τον φανταστικό ψυχίατρο του Ερντογάν και το ντιβάνι του. Μας τις έχει ξεδιπλώσει ο ίδιος...
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια