Γράφει ο Νεκτάριος Δαπέργολας
Διδάκτορας Ιστορίας
Ενώ οι τουρκικές προκλήσεις έχουν πλέον χτυπήσει «κόκκινο», η ελληνική «απάντηση» συνεχίζει να είναι η ίδια κι απαράλλακτη επίδειξη της γνωστής ψοφοδεούς στάσης, διανθισμένης απλώς με κάποιες κωμικοτραγικές διαβεβαιώσεις για ενεργή διπλωματία και για αντιμετώπιση του προβλήματος στα φόρα του (ανύπαρκτου) ΟΗΕ και της (εν καταρρεύσει) ΕΕ. Αλλά επίσης διανθισμένης κι από μία σειρά δηλώσεων, τοποθετήσεων και «αναλύσεων» εκ μέρους ενός ολόκληρου συνεπικουρούντος πολιτικού και δημοσιογραφικού κόσμου, που προσπαθεί να μας πείσει για την ανάγκη να κρατήσουμε και πάλι ως χώρα στάση κατευνασμού, νηφαλιότητας, ψυχραιμίας ή όπως αλλιώς επιλέγει ένας συνειδητός δωσίλογος (στη χειρότερη περίπτωση) ή ένας φοβικός νενέκος (στην καλύτερη) να βαφτίζει τον επαίσχυντο ενδοτισμό.
Εννοείται βέβαια ότι και πάλι τίποτε από αυτά δεν μας εκπλήσσει. Γνωστός και αναμενόμενος ο ρόλος των πολιτικοοικονομικών ψευτο-ελίτ της χώρας (όπως και των παρατρεχάμενων φερεφώνων τους). Το θέμα είναι απλώς αν κατάλαβαν μερικοί έστω ακόμη σε αυτόν τον τόπο (και πασιφανώς δεν εννοώ πλέον τους πολιτικούς ιθύνοντες) πού ακριβώς μάς οδηγεί με νομοτελειακή ακρίβεια η κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων, σε συνδυασμό με αυτή την απίστευτη εδώ και δεκαετίες οσφυοκαμπτική υποχωρητικότητα ολόκληρου συνολικά του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Μας οδηγεί ξεκάθαρα σε σύρραξη. Και δεν είναι τυχαίο ότι όλο και περισσότεροι τη βλέπουν πλέον μπροστά μας (και δεν εννοώ μόνο όσους πιστεύουν - όπως εξάλλου και ο υποφαινόμενος - στα προφητευθέντα υπό αγίων και γερόντων). Είναι όμως τέτοια η πορεία των πραγμάτων, που ακόμη και πολλοί ορθολογιστές - και κρίνοντες βάσει γεωπολιτικών και μόνο κριτηρίων - διαπιστώνουν ότι ομαλή απεμπλοκή από όλη αυτή την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, δεν μπορεί πια να επέλθει. (Όπως ακριβώς δηλαδή και τα έτερα προφητευθέντα εδώ και πολλά χρόνια για την τρομακτικών διαστάσεων πείνα που έρχεται, θεωρούνται πλέον βέβαια ακόμη κι από εντελώς άσχετους με θέματα πίστεως αρθρογράφους και πολιτικούς σχολιαστές).
Το γιατί δεν μπορεί πλέον να υπάρξει ομαλή απεμπλοκή, είναι βεβαίως απλό. Όταν πας από εθνική ταπείνωση σε εθνική ταπείνωση, όταν εκχωρείς τα πάντα ακόμη και απέναντι σε αστεία (από πλευράς ισχύος) ψευδοαρπακτικά τύπου Σκοπίων και Αλβανίας, όταν αφήνεις την Τουρκία να αλωνίζει και να κλιμακώνει ασύδοτα τις προκλήσεις εδώ και πολλά χρόνια κι όταν απέναντι σε όλα αυτά εσύ έχεις προβάλει αντίσταση σε μία και μόνη περίπτωση (με την επιχειρούμενη λαθροεισβολή του περασμένου Μαρτίου στον Έβρο, όπου όμως δεν σε έπαιρνε ως καθεστώς να κάνεις και διαφορετικά), ενώ σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις παραμένεις σταθερά στη συνήθη στάση προσκυνημένου νενέκου ή απλώς ψελλίζεις φληναφήματα περί παραβιάσεων του…διεθνούς δικαίου, τότε δύο πράγματα επιτυγχάνεις.
Το πρώτο είναι να γίνεις καταγέλαστος στα μάτια των τρίτων που παρακολουθούν, χάνοντας και τα τελευταία ίχνη υπόληψης και σεβασμού εκ μέρους τους - και άρα και την παραμικρή πιθανότητα να σε πάρουν στα σοβαρά και να εμπλακούν στην υπόθεση με οποιοδήποτε άλλο τρόπο πέρα από ανόρεχτα μισόλογα και ανούσιες λεκτικές αναφορές (που είναι ωστόσο ενδεικτικό ότι ούτε καν τέτοιες πια δεν έρχονται).
Το δεύτερο (και ακόμη πιο σοβαρό) είναι να ανοίγεις ολοένα και περισσότερο την όρεξη του εχθρού, έχοντας μάλιστα ξεπεράσει προ πολλού πλέον ακόμη και κάθε διεσταλμένη ερμηνεία της περίφημης θουκυδίδειας ρήσης ότι «αν υποχωρήσετε στα ασήμαντα, αμέσως θα σας απαιτηθεί και κάτι μεγαλύτερο, επειδή θα είναι πια γνωστό ότι φοβάστε» («οἷς εἰ ξυγχωρήσετε, καί ἄλλο τι μεῖζον εὐθύς ἐπιταχθήσεσθε ὡς φόβῳ καί τοῦτο ὑπακούσαντες»). Καθότι, είμαστε πια εδώ και πάρα πολύ καιρό στη φάση που υποχωρούμε ατάκτως όχι μόνο στα μικρά, αλλά και στα μείζονα. Στη φάση που τα παραδίδουμε όλα, απροκάλυπτα, μαζικά και ξεδιάντροπα.
Ο πόλεμος όμως δεν αποφεύγεται έτσι. Δεν χρειάζεται να έχεις καν ιδιαίτερη ευφυΐα, για να το αντιληφθείς. Και πέραν του Θουκυδίδη, θα θυμίσω (για μία ακόμη φορά) κι εκείνη την περίφημη δήλωση του Ουίνστον Τσώρτσιλ, αμέσως μετά τη συμφωνία που είχε υπογράψει το 1938 στο Μόναχο ο τότε Άγγλος πρωθυπουργός Τσάμπερλεν - στο πλαίσιο της περιβόητης «πολιτικής κατευνασμού» του Χίτλερ - και τις πανηγυρικές του δηλώσεις ότι πλέον «έχουμε ειρήνη». «Η κυβέρνηση είχε να διαλέξει ανάμεσα στον πόλεμο και τη ντροπή» είχε πει ο Τσώρτσιλ. «Διάλεξε τη ντροπή. Αλλά θα έχει και πόλεμο».
Και πράγματι, ελάχιστα μόλις μετά, ο Χίτλερ προσάρτησε βίαια την Τσεχοσλοβακία και λίγους μήνες αργότερα εισέβαλε στην Πολωνία. Εμείς βρισκόμαστε ασφαλώς σε ακόμη χειρότερο σημείο, έρμαια μιας προ πολλού αποδεδειγμένα μάταιης κι αδιέξοδης απόπειρας «κατευνασμού» και «ειρηνικής αποτροπής» μιας αφηνιασμένης και ορκισμένα επεκτατικής εχθρικής δύναμης, που η ελεεινή φοβική μας στάση την κάνει ολοένα και πιο ανεξέλεγκτη. Για να αποφύγουμε δήθεν τον πόλεμο, επιλέξαμε να καταπίνουμε νυχθημερόν εδώ και 25 τουλάχιστον χρόνια απίστευτες ταπεινώσεις, επιλέγοντας συστηματικά και ξετσίπωτα τη ντροπή. Συνεχίζουμε να το κάνουμε ακόμη και τώρα. Πόσο απέχει άραγε πλέον και ο πόλεμος;
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια