Ένα από τα ερωτήματα που συχνά τίθεται στον δημόσιο διάλογο είναι το κατά πόσο αποτελεί θεμιτή δημοσιογραφική πρακτική να γίνονται αντικείμενο κριτικής οι θέσεις, οι απόψεις και εν γένει η στάση της αντιπολίτευσης, όπως και οι συμπεριφορές των στελεχών της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα δημοσιογραφικά βέλη πρέπει να εξακοντίζονται αποκλειστικά και μόνον εναντίον της κυβέρνησης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο ρόλος και η αποστολή του Τύπου είναι να ασκεί κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Όσοι υιοθετούν τέτοιους ισχυρισμούς, ηθελημένα ή όχι, αγνοούν ότι στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις δημοκρατικές πολιτείες, η εξουσία δεν ασκείται μόνον από την κυβέρνηση. Μπορεί οι περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται, τυπικώς τουλάχιστον, από τις κυβερνήσεις, η διαμόρφωση, όμως, του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές κινούνται επηρεάζεται από πολύ περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία: όσες καλές προθέσεις και αν είχε η κυβέρνηση Σημίτη όταν το 2001 εισηγήθηκε το σχέδιο Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, από τη στιγμή που σύσσωμη η αντιπολίτευση στάθηκε στο πλευρό των συνδικαλιστών, το ναυάγιο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.
Οπωσδήποτε, η τότε κυβέρνηση βαρύνεται με την ευθύνη της οπισθοχώρησης την οποία έκανε μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους. Από την άλλη, όμως, και η τότε αντιπολίτευση επωμίζεται την ευθύνη της υιοθέτησης μαξιμαλιστικών θέσεων, όπως τα περίφημα «τρία δεν» του Κώστα Καραμανλή –«δεν θα αυξηθούν οι εισφορές, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας»- τα οποία οδήγησαν τη χώρα χειροπόδαρα δεμένη στη κρίση του 2009.
Το ίδιο έργο, αλλά με ακόμη πιο σκληρές σκηνές, είδαμε να επαναλαμβάνεται και στα χρόνια του Μνημονίου που σχεδόν μοιραία ακολούθησαν. Μέχρι να έρθει η σειρά τους να υπογράψουν τα δικά τους –σκληρότερα το ένα από το άλλο- Μνημόνια, η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είχαν πείσει την πλειονότητα των Ελλήνων ότι από ένα στιγμιαίο… ατύχημα είχαν μπει στη μέγγενη των θυσιών.
Με την απόσταση των χρόνων που μας χωρίζει πλέον από εκείνη την περίοδο της πολιτικής υστερίας, αντιλαμβάνεται, νομίζω, κάθε εχέφρων άνθρωπος ότι το τίμημα της κρίσης που πληρώσαμε θα ήταν ηπιότερο εφόσον, αντί για τρία Μνημόνια –ένα για κάθε βιαστικό που ήθελε να γίνει πρωθυπουργός-, οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και είχαν υπογράψει όλοι μαζί ένα Μνημόνιο. Όπως, άλλωστε, συνέβη σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αντίστοιχα προβλήματα και βγήκαν από την κρίση νωρίτερα και με μικρότερες απώλειες.
Επανερχόμενος στο τώρα, θέλω να εξομολογηθώ ότι κάθε φορά που ψέγω την αξιωματική αντιπολίτευση για πράξεις ή παραλείψεις της ηγεσίας ή στελεχών της, εύχομαι να είναι η τελευταία αφορμή που μου δίνεται, ευελπιστώντας ότι την επόμενη φορά θα ικανοποιήσω την απαίτηση όσων –και φίλων μου!- πιστεύουν ότι ο βασικός στόχος της κριτικής πρέπει να είναι η κυβερνητική εξουσία.
Υπό αυτό το πρίσμα, σχεδίαζα τούτη τη φορά να προσπεράσω τη μίζερη κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τον υποτιθέμενο «Μεγάλο Αδελφό» στις σχολικές αίθουσες, την μικροπρεπή γκρίνια για τις μάσκες, τις βλακώδεις συγκρίσεις με τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην Αλβανία, τις ανοίκειες επιθέσεις των κατευθυνόμενων τρολ κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, τις αντικρουόμενες παραινέσεις προς την κυβέρνηση για χρήση ή μη του περιώνυμου δημοσιονομικού «μαξιλαριού» ή τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τον συνωστισμό που δεν ενοχλεί όταν γίνεται στις πλατείες που πέφτουν μολότοφ και σπάνε βιτρίνες αλλά είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο ως προοπτική στα σχολεία ή στις εκκλησίες.
Αντ’ αυτών σκόπευα να ασχοληθώ με τη διαφαινόμενη δυστοκία της κυβέρνησης να εμφανίσει εγκαίρως ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αναχαίτηση της ύφεσης με ενοποίηση των διάσπαρτων ανακοινώσεων για μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων που δείχνουν να λαμβάνονται αποσπασματικά και υπό την πίεση των γεγονότων. Και –γιατί όχι;- συχνά και υπό την πίεση της αντιπολίτευσης.
Αλλά, όπως λέει και η γνωστή λαϊκή παροιμία, «θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…». Διαβάζοντας την ανακοίνωση της Κουμουνδούρου μετά την αναγγελία για ανανέωση της θητείας του Γιάννη Στουρνάρα, θεώρησα ότι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη το μισαλλόδοξο περιεχόμενο του κειμένου που υπογράφεται από την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο υποτίθεται ότι ετοιμάζεται να πάρει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση… «προοδευτικού μετώπου».
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, αντί να δείξει ελάχιστη μεταμέλεια και να ζητήσει συγνώμη για τις άθλιες παρακρατικές μεθοδεύσεις κατά του κεντρικού τραπεζίτη και της οικογενείας του που ακολουθήθηκαν στα χρόνια της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης, έχει το θράσος να απειλεί πως όταν και αν επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία θα συνεχίσει τη βεντέτα με τον Γιάννη Στουρνάρα, αγνοώντας ότι την πρώτη φορά το μόνο που πέτυχε ήταν να διασύρει τη χώρα.
Αποτελεί μνημείο ιταμότητας το ύφος με το οποίο καταλήγει η… συγχαρητήρια δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον διακεκριμένο οικονομολόγο που θα εκπροσωπεί τη χώρα μας τα επόμενα έξι χρόνια στον κορυφαίο θεσμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Αλλά έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, θα ξανασυναντηθούμε αργά η γρήγορα, οπότε θα έχει και πάλι όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να υπονομεύει την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση», είναι το έμπλεο… προοδευτικότητας μήνυμα της Κουμουνδούρου.
Πάτε στοίχημα ότι αν δεν την έγραψε ο Παύλος Πολάκης, ήταν το… προοδευτικό του πνεύμα που την υπαγόρευσε;
Γρηγόρης Τζιοβάρας
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια