Το 1953 πέθανε ο Νικόλαος Πλαστήρας. Αφησε διακόσιες δεκάξι δραχμές στην ψυχοκόρη του και δέκα δολάρια. Αυτή ήταν η περιουσία του τότε πρωθυπουργού. Είναι σαφές ότι ο θρυλικός “Μαύρος καβαλάρης” πέθανε πολύ φτωχότερος από όσο ήταν όταν μπήκε στην πολιτική.
Χρειάζεται να γυρίσουμε σχεδόν εβδομήντα χρόνια πίσω για να συναντήσουμε τέτοια περίπτωση. Αλλωστε, στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους ως τέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται χαρακτηριστικά ο Καποδίστριας, ο Αντρέας Λόντος, ο Χαρίλαος Τρικούπης και ο Γιώργος Καφαντάρης. Προφανώς θα υπάρχουν και ορισμένοι ακόμα.
Στη συνείδηση του πολίτη, ο πολιτικός καταγράφεται ανάμεσα σε άλλα, ως εκείνος που -δια μέσου της πολιτικής του ιδιότητας- επιλύει το οικονομικό του πρόβλημα. Οχι άδικα μάλλον. Η συζήτηση αυτή έγινε πάλι επίκαιρη μετά τη δημοσιοποίηση του “Πόθεν έσχες” των βουλευτών. Από την... τηλεοπτική κλειδαρότρυπα πληροφορούμαστε λοιπόν για τα ακίνητα και τις καταθέσεις του πρωθυπουργού, του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, του Βελόπουλου και του Παπαδημούλη. Ολα τούτα με δηλητηριώδη σχόλια και υπαινιγμούς.
Να είναι άραγε το πρόβλημα ότι κάποιοι από το πολιτικό προσωπικό της χώρας έχουν γερά πορτοφόλια και περιουσίες. Εχει σημασία να βάζουμε στο μάτι κάποιους που τα έχουν οικονομήσει και έτσι να ολκληρώνουμε μια συζήτηση που τελικά απλά “χρησιμεύει” για εκτόνωση μέχρι την δημοσιοποίηση του επόμενου “πόθεν έσχες” και πάει λέγοντας.Έτσι όπως είναι η διαδικασία του πόθεν έσχες, δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν υπάρχουν περίεργες διαδρομές των χρημάτων που δηλώνουν οι πολιτικοί. Ούτε γίνεται σύγκριση με την περιουσιακή κατάστασή τους πριν μπουν στην πολιτική. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι κανείς ποτέ δεν εξέπεσε του αξιώματός του λόγω πόθεν έσχες.
Αλλά είναι τα σοβαρά ζητήματα που προκύπτουν και μάλλον δεν βρίσκουν ιδιαίτερο χώρο στην όποια δημόσια συζήτηση.Σύμφωνα με την έρευνα της intrum που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, το 40% των Ελλήνων δανείζεται για να τακτοποιήσει τους τρέχοντες λογαρισμούς του. Κάθε καλόπιστος οφείλει να αναρωτηθεί αν στην κατηγορία αυτή που βρίσκεται το 40% των πολιτών βρίσκεται κανείς από τους πολιτικούς .Τουναντίον βλέπουμε μεγάλη μερίδα των πολιτών με ειδοδήματα εξαιρετικά μεγάλα που φεύγουν πολύ πάνω από τον μέσο όρο. Το πρώτο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό και τους πολίτες υπάρχει μεγάλη εισοδηματική διαφορά. Πολύ μεγάλη.
Κιι όμως το πολιτικό προσωπικό είχε την ευκαιρία να ευθυγραμμιστεί με την κοινωνική πλειοψηφία και τις αγωνίες της αλλά δεν το θέλησε. Οταν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έβγαιναν σε αναστολή εργασίας και η Πολιτεία τους χορηγούσε για να επιβιώσουν ένα επίδομα πεντακοσίων τριάντα ευρώ το μήνα θα μπορούσαν και οι Ελληνες βουλευτές σε ένδειξη συμπαράστασης, να προχωρήσουν σε δραστική περιβολή των αποδοχών τους για το αντίστοιχο διάστημα. Το θέμα ετέθη αλλά δεν προχώρησε. Η απόσταση ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και το πολιτικό προσωπικό μεγάλωσε κι άλλο. Η λαϊκή παροιμία που λέει ότι “ο χορτάτος το νηστικό δεν τον πιστεύει” βρίσκει πλήρη εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση.
Με την ένοια αυτή όσα ακούστηκαν για όλους εκείνους που έδωσαν και την ψυχή τους δουλεύοντας και προσφέροντας μέσα στην κρίση (σκουπιδιάρηδες, καθαρίστριες, νοσηλευτές και νοσηλεύτριες, υπαλλήλους των σούπερ μάρκετ και γιατρούς) δεν ήταν τίποτα άλλο παρά τσάι και συμπάθεια. Ολοι αυτοί θα εξακολουθήσουν να αμείβονται με ψίχουλα ενώ όσοι κάθονται στα βουλευτικά έδρανα θα αυγαταίνουν το εισόδημά τους.
Θα περίμενε κανείς ότι το θέμα αυτό θα έθιγε ο ΣΥΡΙΖΑ (το ΚΚΕ σε όλα τα παραπάνω αποτελεί τιμητική εξαίρεση) αλλά φευ. Τι ακριβώς να πει και πως να πείσει όταν δικά του προβεβλημένα στελέχη αυξάνουν και πληθαίνουν τα εισοδήματα τους μέσα στην κρίση. Οταν είναι γνωστές οι... συντροφικές καταγγελίες ότι προβεβλημένοι βουλευτές του αρνούνται να δώσουν ακόμα κι αυτή την μικρή συμμετοχή τους στα κομματικά ταμεία. Ενα κόμμα που ξεκόβει την πολιτική του από τον κόσμο της εργασίας και τις ανάγκες του δεν μπορεί να συλλάβει τις αγωνίες του και να πάρει τέτοιες πρωτοβουλίες.
Γιώργος Χελάκης
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια