Οι επιστήμονες κάνουν λάθη ακριβώς επειδή προσπαθούν να διευρύνουν το πεδίο της γνώσης. Αυτό δεν κάνει τη δική τους επιστημονική άποψη ισότιμη με τη δική μας άγνοια.
Γράφει ο Παντελής Καψής
Ανάμεσα στις οδηγίες του Σωτήρη Τσιόδρα και στις θαυματουργές κηραλοιφές των τσαρλατάνων δεν υπάρχει φυσικά δίλημμα. Κι είναι σαφές ότι ο κορωνοϊός επανέφερε σε υγιείς βάσεις τη σχέση των περισσοτέρων από εμάς με τους ειδικούς. Την ώρα της κρίσης σε αυτούς στρεφόμαστε και σε αυτούς εμπιστευόμαστε τη ζωή μας. Ως ποιο βαθμό ωστόσο είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε τις συμβουλές τους; Ποιες αποφάσεις είναι δικές τους και ποιες δικές μας;
Στις ΗΠΑ χιλιάδες πολιτών έχουν βγει στο δρόμο απαιτώντας χαλάρωση των περιορισμών. Τη φασαρία την κάνουν διάφοροι πυροβολημένοι. Υπάρχουν πολλοί ωστόσο σε απελπισία επειδή έχουν μείνει χωρίς το παραμικρό εισόδημα σε μια χώρα όπου το κράτος πρόνοιας είναι άγνωστη λέξη. Άλλοι πάλι σε όλο τον κόσμο, εκφράζουν ανησυχία για τις παράπλευρες απώλειες του εγκλεισμού. Από τις περιπτώσεις καρκίνου που θα διαγνωσθούν αργά ως την οικογενειακή βία και τις ψυχικές διαταραχές, οι οποίες μπορεί και αυτές να έχουν μοιραία κατάληξη. Ποιος αποφασίζει;
Στην κλασική διατύπωση του φιλελευθερισμού η ελευθερία μας είναι απόλυτη ως το σημείο που περιορίζει την ελευθερία των άλλων. Η πανδημία κατά συνέπεια είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, όπου δικαιολογείται ο περιορισμός της ελευθερίας μας. Η δική μας ελευθερία κίνησης βάζει σε κίνδυνο τη ζωή άρα και την ελευθερία των άλλων.
Αυτό βέβαια σημαίνει ότι πριν αποδεχθώ τον περιορισμό έχω κάθε δικαίωμα να ζητήσω να τεκμηριωθεί ο κίνδυνος για τους άλλους. Προφανώς δεν είναι καθόλου απλό. Οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε αυτό τον κίνδυνο. Είναι λοιπόν κατ’ εξοχήν υπόθεση των ειδικών να το πουν. Με την κατανόηση ωστόσο ότι αναλαμβάνουν μια βαριά ευθύνη, να προτείνουν να παραβιαστεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα προκειμένου να προστατέψουμε ένα υπέρτερο αγαθό. Αυτό συνεπάγεται και υποχρεώσεις. Κατ’ αρχήν της πλήρους ενημέρωσης. Δεν είναι κάτι που αφορά τους «αρμόδιους», μας αφορά όλους. Η εμπιστοσύνη δεν σημαίνει λευκή επιταγή, είναι ανακλητή και υπό όρους. Πολύ περισσότερο επειδή αυτού του τύπου οι αποφάσεις αποτελούν στην πραγματικότητα επιλογές ανάμεσα σε λιγότερο κακές λύσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να πεις πριν χαλαρώσω τα μέτρα θα μηδενίσω τα κρούσματα ώστε να έχω τους λιγότερους δυνατούς θανάτους. Αυτό έκανε η Νέα Ζηλανδία. Ή πάλι να αποφασίσεις να άρεις τα μέτρα όταν απλώς θα έχεις «επιπεδώσει» την καμπύλη, αποδεχόμενος έναν αριθμό θανάτων για να αποφύγεις μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή. Αυτό που κάνει η Ελλάδα και οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Και φυσικά υπάρχει το παράδειγμα της Σουηδίας όπου στην πράξη τα μέτρα προστασίας επαφίενται στους ίδιους τους πολίτες. Αυτές είναι πολιτικές αποφάσεις στις οποίες μετέχουμε όλοι.
Από τα παραπάνω προκύπτει και μια δεύτερη αρχή, της οικονομίας των μέτρων. Δεν αποφασίζεις γενικώς απαγορεύσεις, παίρνεις τόσα μέτρα όσα απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων. Αυτό και πάλι οι ειδικοί θα το κρίνουν. Σημαίνει όμως ότι και οι πολίτες έχουν δικαίωμα να εκφραστούν για το κόστος ενδεχόμενων εναλλακτικών λύσεων. Αν για παράδειγμα μπορείς να πετύχεις το ίδιο υγειονομικό αποτέλεσμα είτε κλείνοντας τα σχολεία είτε κλείνοντας τα εστιατόρια, δεν είναι υπόθεση των ειδικών να αποφασίσουν τι από τα δύο. Πιο σύνθετο, στο πλαίσιο της ίδιας αρχής, είναι το ερώτημα τι συμβαίνει αν τεχνικά παραβιάζουμε κάποια μέτρα σεβόμενοι ωστόσο την ουσία τους. Αν είσαι μόνος σε μια ερημική παραλία μακριά από τον πολιτισμό μπαίνεις ή όχι στη θάλασσα;
Στην πράξη βέβαια έχουν προκύψει πιο πρακτικά ζητήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι μάσκες. Στην αρχή της επιδημίας οι ειδικοί μάς είπαν ότι δεν (πολυ)προστατεύουν και γι’ αυτό δεν πρέπει να τις φοράμε, εκτός κι αν έχουμε συμπτώματα. Σε αυτή την περίπτωση τις φοράμε για να προστατέψουμε τους άλλους. Δεν χρειαζόταν να είναι κάποιος ειδικός όμως για να καταλάβει ότι αν τις φοράμε όλοι, ως εν δυνάμει φορείς και για να προστατέψουμε τους άλλους, τότε στην πράξη προστατεύουμε και τους εαυτούς μας. Αυτό δηλαδή που κάνουμε σήμερα υποχρεωτικά στα μέσα μαζικής μεταφοράς και με ισχυρές συστάσεις στα σούπερ μάρκετ. Προφανώς τις πρώτες ημέρες της πανδημίας δεν δόθηκαν τέτοιες οδηγίες επειδή υπήρχε έλλειψη και έπρεπε πρώτα να πάνε στο υγειονομικό προσωπικό όπως ήταν σωστό και αναγκαίο. Η ελλιπής ενημέρωση ωστόσο δημιούργησε καχυποψία χωρίς να αποτρέψει το αλαλούμ. Γιατί αυτό είναι ένα από τα μαθήματα της κρίσης: η ενημέρωση δεν περιορίζεται πλέον στις επίσημες ανακοινώσεις. Ό,τι δεν απαντιέται εξαντλητικά καταλήγει να δίνει τροφή στους συνωμοσιολόγους των κοινωνικών δικτύων. Ας το έχουν υπόψη τους όσοι πιστεύουν ότι οι πολίτες δεν έχουν την ωριμότητα να διαχειριστούν σύνθετες πληροφορίες.
Πιο δύσκολο κι έχει προκαλέσει βέβαια περισσότερες αντιδράσεις, είναι το ζήτημα του ανοίγματος των σχολείων. Έχει περιπλακεί μάλιστα από την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να το εντάξει στην κομματική αντιπαράθεση. Χειρότερη υπηρεσία δεν θα μπορούσε να προσφέρει. Όχι μόνο επειδή εισάγει την κομματική υστεροβουλία σε αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται με βάση τα δεδομένα της επιστήμης. Αλλά και επειδή κλείνει το μάτι σε έναν ταυτοτικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει: η αμφισβήτηση του Τσιόδρα, η «αντίσταση» στα μέτρα και οι συγκεντρώσεις στις πλατείες τείνει να γίνουν από ορισμένους κύκλους αντίσταση στο «σύστημα». Για μια ακόμα φορά το περιθώριο της αριστεράς συναντά το ακροδεξιό περιθώριο των αμφισβητιών της επιστήμης.
Το να αναγκαστούμε να επιστρέψουμε στα περιοριστικά μέτρα δεν θα μας περιορίσει απλώς τις βόλτες. Θα είναι καταστροφικό για την οικονομία, για την εικόνα της χώρας, φυσικά και για τον τουρισμό.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι το άνοιγμα των σχολείων είναι απλή υπόθεση. Η κυβέρνηση, θέλοντας να καθησυχάσει τους γονείς, είπε ότι δεν θα προσμετρώνται οι απουσίες, η συμμετοχή των παιδιών δηλαδή θα είναι εθελοντική. Αλλά βέβαια δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Σε ατομικό επίπεδο ένα μικρό ρίσκο θα υπάρχει πάντα. Όπως εξήγησαν από το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ της Γερμανίας, ο κορωνοϊός είναι μέρος της νέας κανονικότητας, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί του. Το έχουμε αποδεχθεί. Το ερώτημα είναι αν το άνοιγμα των σχολείων, μαζί με τη γενικότερη χαλάρωση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αναστροφή της πορείας. Το να αναγκαστούμε να επιστρέψουμε στα περιοριστικά μέτρα δεν θα μας περιορίσει απλώς τις βόλτες. Θα είναι καταστροφικό για την οικονομία, για την εικόνα της χώρας, φυσικά και για τον τουρισμό.
Ποιος πρέπει να πάρει αυτή τη δύσκολη απόφαση; Όχι οι πολίτες ούτε οι συνδικαλιστές. Προφανώς η κυβέρνηση με την καθοδήγηση των ειδικών. Οι οποίοι βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν και αυτοί επιφυλάξεις. Ακόμα και πολλοί από όσους συμφωνούν μιλάνε για «πείραμα» το οποίο γίνεται ακόμα πιο δύσκολο από τον περιορισμένο αριθμό τεστ που μπορούμε να κάνουμε. Εμείς λοιπόν μπορούμε απλώς να εκφράζουμε την ανησυχία μας. Και αυτό όμως έχει σημασία. Να καταλάβει δηλαδή η κυβέρνηση ότι στις δικές μας προτιμήσεις, αν προκύπτει ένας μικρός έστω κίνδυνος επιστροφής στα μέτρα με το άνοιγμα των σχολείων, τότε προτιμάμε να μην ανοίξουν.
Όσοι εκφράζουμε ανησυχίες με άλλα λόγια δεν κάνουμε αναγκαστικά αντιπολίτευση, δεν αμφισβητούμε τους ειδικούς, ούτε κάνουμε κριτική στον κ. Τσιόδρα. Και δεν θα τον αμφισβητήσουμε ακόμα και αν κάνει λάθος. Γιατί αυτό είναι επίσης ένα από τα διδάγματα της πανδημίας: η αβεβαιότητα, το περιορισμένο των γνώσεων και τα όρια των δυνατοτήτων μας. Οι επιστήμονες κάνουν λάθη ακριβώς επειδή προσπαθούν να διευρύνουν το πεδίο της γνώσης. Αυτό δεν κάνει τη δική τους επιστημονική άποψη ισότιμη με τη δική μας άγνοια. Για να το πούμε διαφορετικά, στην Αγγλία που έκαναν τραγικά λάθη στον χειρισμό της πανδημίας, δεν θα παύαμε να εμπιστευόμαστε τους ειδικούς. Θα τους ασκούσαμε κριτική όμως γιατί δεν εξήγησαν επαρκώς στους πολίτες τι συνεπάγεται η ανοσία της αγέλης. Και πήραν ενδεχομένως αποφάσεις που δεν ήταν δικές τους για να πάρουν.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια