Είναι σύνηθες το φαινόμενο οι επαγγελματίες της πολιτικής να διανθίζουν τον λόγο τους με αναφορές στο ιστορικό παρελθόν, προκειμένου να ενισχύσουν τα επιχειρήματά τους προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Οι αναφορές αυτές δεν χρειάζεται να διακρίνονται για την ακρίβειά τους· αρκεί να ανταποκρίνονται στην περί Ιστορίας αντίληψη του κοινού στο οποίο ο πολιτικός απευθύνεται.
Στα πάμπολλα κρούσματα αυθαίρετης ερμηνείας του παρελθόντος ήρθε να προστεθεί ο παραλληλισμός από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν της ελληνικής αντίδρασης στην απόπειρα εισόδου δεκάδων χιλιάδων μεταναστών από το τουρκικό έδαφος «με αυτά που έκαναν οι Ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης» – προφανώς σε βάρος και των Εβραίων. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Τούρκος υφυπουργός Εξωτερικών παρομοιάσει τη μεθοριακή γραμμή στις Καστανιές του Έβρου με το Άουσβιτς.
Οι παραλληλισμοί που επιχειρούν οι Τούρκοι ιθύνοντες απευθύνονται τόσο στην εγχώρια κοινή γνώμη όσο και στην «Ευρώπη» που υποθάλπει την ελληνική στάση. Η σχέση τους με την ιστορική πραγματικότητα είναι τόσο διάτρητη που δεν θα άξιζαν να σχολιαστούν, αν δεν ανακαλούσαν στη μνήμη τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στις πρακτικές των Νεότουρκων και των αυτουργών του αληθινού Άουσβιτς.
Η ιστορική έρευνα, και μάλιστα το έργο ενός Γερμανού ιστορικού, του Stefan Ihrig, έχει εισφέρει πλήθος στοιχείων για την επίδραση που άσκησε στην ηγεσία του ναζιστικού κινήματος το τουρκικό «παράδειγμα», σε δύο κρίσιμα ζητήματα: πρώτον, τη βίαιη ανατροπή των συνθηκών ειρήνης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και, δεύτερον, την αποκατάσταση αρραγούς εσωτερικού μετώπου μέσω της «κάθαρσης» του έθνους από αλλότρια στοιχεία (μειονότητες).
Ακόμα και αν δεν ειπώθηκε ποτέ η περίφημη φράση «ποιος μιλά σήμερα για τους Αρμένιους;», η οποία αποδίδεται στον Χίτλερ, με αφορμή τη μεταχείριση που θα επεφύλασσε στους Πολωνούς, το εύλογο συμπέρασμα των Ναζί από την τουρκική εμπειρία ήταν ότι ένα κράτος μπορούσε να διαπράξει γενοκτονία επ’ ευκαιρία ενός πολέμου και, εν τέλει, να αποφύγει τον καταλογισμό ευθυνών.
Διότι μπορεί όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις από συστάσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας να αρνούνται ότι το καθεστώς των Νεότουρκων διέπραξε γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, το 1915, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την κοινή γνώμη της εποχής, και μάλιστα στη Γερμανία, να αντιληφθεί την αποτρόπαια αυτή επιχείρηση στις πραγματικές της διαστάσεις.
Βέβαια, οι ακραίοι εθνικιστές στη Γερμανία και, μεταξύ αυτών οι Ναζί, δεν συμμερίζονταν τον αποτροπιασμό μιας μεγάλης μερίδας της γερμανικής κοινής γνώμης – αποτροπιασμό που επιβεβαιώθηκε με την αθώωση του Αρμένιου ο οποίος δολοφόνησε τον Ταλαάτ Πασά, εκ των πρωτεργατών της εξόντωσης των Αρμενίων, εν μέση οδώ στο Βερολίνο, το 1921.
Αντίθετα, μέσα από την εξοικείωση με την καταστροφή των Αρμενίων, η γενοκτονία είχε καταστεί «αποδεκτή» επιλογή για τη ναζιστική ηγεσία και τους συνοδοιπόρους της πολύ πριν από την επιλογή της «τελικής λύσης» σε βάρος των Εβραίων. Σύμφωνα με κορυφαίο νομικό του Τρίτου Ράιχ, η ιστορία αποδείκνυε «ότι η εξολόθρευση ή αποβολή μιας ξένης εθνικότητας δεν είναι αντίθετη στον βιολογικό νόμο, εάν συντελεστεί ολοκληρωτικά».
Η έρευνα του Ihrig έχει επίσης καταδείξει την ευμενέστατη απήχηση που γνώρισε στη Γερμανία το κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ για τη δημιουργία ομοιογενούς τουρκικού έθνους κράτους, απαλλαγμένου από ανεπιθύμητες μειονότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επίσημη βιογραφία του Χίτλερ από τον θεωρητικό του αντισημιτισμού Johann von Leers, η οποία ξεκινούσε με αναφορά στην Τουρκία, τον Ατατούρκ και τις ομοιότητες ανάμεσα στον ναζισμό και τον κεμαλισμό».
Για τους πρωτεργάτες του Τρίτου Ράιχ, η κεμαλική Τουρκία αποτελούσε πρότυπο κράτους που είχε οικοδομηθεί, αφενός, σε πείσμα της τιμωρητικής διάθεσης των νικητών του Μεγάλου Πολέμου και, αφετέρου, έχοντας λύσει το μειονοτικό της πρόβλημα «κατά τον πλέον υποδειγματικό τρόπο».
Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η έλξη αυτή ήταν μάλλον μονόπλευρη και ο ίδιος ο Ατατούρκ παρέμεινε επιφυλακτικός απέναντι στο καθεστώς που εγκαθίδρυσε ο Χίτλερ. Αντίθετα, οι επίγονοί του καλλιέργησαν μια ιδιαίτερα επωφελή σχέση με το Τρίτο Ράιχ, την περίοδο που η Ελλάδα υφίστατο τις εξοντωτικές συνέπειες της επιλογής της να αντισταθεί στις δυνάμεις του Άξονα.
Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον Ερντογάν, του οποίου οι συχνές ρητορικές εξάρσεις κατά του Ισραήλ με δυσκολία κρύβουν το αντισημιτικό υπόστρωμα του εθνικιστικού Ισλάμ στην Τουρκία. Κάτι που δεν διαφεύγει της προσοχής εκείνων που ολοένα και περισσότερο προβληματίζονται για την τάση του να εξάγει τα εσωτερικά του αδιέξοδα στον περίγυρο της χώρας του.
Γιάννης Στεφανίδης
Kαθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια