Του Αναστάσιου Λαυρέντζου *
Τους τελευταίους μήνες πολιτικοί, σύμβουλοι και μέλη διαφόρων «δεξαμενών σκέψης» κάνουν δηλώσεις που δείχνουν ότι κάποια σημαντική εξέλιξη κυοφορείται για το νομικό καθεστώς του Αιγαίου.
Αυτού του είδους τις δηλώσεις τις ξεκίνησε πρώτος ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Ν. Κοτζιάς, ο οποίος μας συνέστησε «να μην είμαστε μοναχοφάηδες» στο Αιγαίο. Τη σκυτάλη πήρε ο Γ. Κατρούγκαλος, ο οποίος είπε ότι η Τουρκία δεν μπορεί να αποκλειστεί από την ενεργειακή εξίσωση, λόγω της μεγάλης ακτογραμμής της. Αμέσως μετά, σε ρόλο «λαγού», ο Γ. Τσιρώνης, «ανακάλυψε» ότι το Καστελόριζο δεν είναι στο Αιγαίο, αλλά στη Μεσόγειο.
Ακολούθησε ο πρώην Πρωθυπουργός κ. Σημίτης, ο οποίος με προεκλογικό του άρθρο προέτρεψε την κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές του Ιουλίου να προχωρήσει σε δύσκολες αποφάσεις για να επέλθει ηρεμία στο Αιγαίο.
Στην προεκλογική περίοδο δεν υπήρξαν ανάλογες δηλώσεις από την πλευρά της τότε αντιπολίτευσης. Αμέσως μετά όμως άρχισαν να εμφανίζονται φωνές εντός της σημερινής κυβέρνησης, οι οποίες ως ένας αντίλαλος που έρχεται από παντού ψιθυρίζουν όλο και πιο δυνατά «Χάγη». Ακόμη και ο Πρωθυπουργός είπε πρόσφατα, ότι «αν δεν τα βρούμε με την Τουρκία, να πάμε στη Χάγη και να είμαστε τότε έτοιμοι να δεχτούμε την απόφαση που θα προκύψει». Πιο πρόσφατα εμφανίστηκε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της κυβέρνησης κ. Ντόκος, ο οποίος σε συνέντευξη του σε κυπριακή εφημερίδα μίλησε πάλι για συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο. Διευκρίνισε δε ότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών μέσω προσφυγής σε «διεθνές δικαιοδοτικό όργανο».
Για ποια θέματα θα πάμε στη Χάγη;
Αφού λοιπόν φαίνεται ότι διενεργείται μια εντατική προετοιμασία της κοινής γνώμης για προσφυγή στην Χάγη, εύλογα προκύπτει το ερώτημα: για ποια ακριβώς θέματα θα πάμε στη Χάγη; Στελέχη της κυβέρνησης σπεύδουν να μας διευκρινίσουν ότι δεν προτείνουν την υπαγωγή ολόκληρης της ατζέντας των τουρκικών διεκδικήσεων στη Χάγη. Αναφέρονται μόνο στην πάγια από το 1975 ελληνική πρόταση για δικαστική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, στην οποία πλέον έχει προστεθεί και η οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Η Τουρκία από την πλευρά της δεν αποδέχεται όμως μια τόσο περιορισμένη ατζέντα, και πριν από οποιαδήποτε προσφυγή στη Χάγη, θέτει ως προϋπόθεση να κάτσουμε σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε μαζί της το σύνολο των διεκδικήσεών της.
Μήπως λοιπόν οι δηλώσεις περί «Χάγης» συνιστούν έναν επικοινωνιακό χειρισμό με σκοπό να δείξουμε ότι εμείς δεν είμαστε αδιάλλακτοι; Δηλαδή, μήπως ποντάρουμε στον τουρκικό μαξιμαλισμό, διατυπώνοντας μια πρόταση που δεν θα δεχτεί η Τουρκία; Η απάντηση είναι ότι καλύτερα να μας λείπουν τέτοιοι ακροβατισμοί. Και αυτό, για τρεις λόγους:
Πρώτον, το πόσο υποχωρητική είναι η ελληνική πλευρά, το γνωρίζει ήδη η διεθνής κοινότητα. Το είδε στο πώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα χειρίστηκε την χρεοκοπία της χώρας και κυρίως το είδε στο πώς η Ελλάδα συνθηκολόγησε στις απαιτήσεις των Σκοπίων. Αυτή την ώρα επομένως η Ελλάδα δεν χρειάζεται να δείξει άλλο τη διαλλακτικότητά της. Αυτό που προέχει είναι να ξεκαθαρίσει τα θέματα που δεν συζητά και παράλληλα να προβάλει επί τέλους και ορισμένες αντισταθμιστικές διεκδικήσεις.
Δεύτερον, η ελληνική κοινή γνώμη έχει διαχρονικά πολύ πικρή εμπειρία από την αναντιστοιχία λόγων και έργων των πολιτικών της «ελίτ». Και αυτή η παρατήρηση αφορά δυστυχώς και την παρούσα κυβέρνηση. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι προεκλογικώς κορυφαία μέλη της υπόσχονταν να βελτιώσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών, αξιοποιώντας την ενταξιακή διαδικασία των Σκοπίων στην ΕΕ. Ωστόσο, μετά τις εκλογές, τα ίδια ή άλλα μέλη της κυβέρνησης άρχισαν να αντιστρέφουν τους χαρακτηρισμούς τους και να ανακαλύπτουν στη Συμφωνία των Πρεσπών «αρετές» που δεν έβλεπαν όταν συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Το αποκορύφωμα ήλθε, όταν η ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ αναβλήθηκε με γαλλικό βέτο. Η ελληνική κυβέρνηση τότε, όχι μόνο δεν άρπαξε αυτή την ευκαιρία για να παζαρέψει τουλάχιστον τη στάση της, αλλά αμέσως έσπευσε να ανακηρυχθεί σε διαπρύσιο υπερασπιστή της ευρωπαϊκής προοπτικής των Σκοπίων.
Τρίτον, οι ελληνικές πολιτικές «ελίτ» έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τις διεθνείς εξελίξεις με μια στατικότητα. Έτσι μάλλον παραβλέπουν τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί από το 1975 έως σήμερα. Η επισήμανση αυτή έχει δύο όψεις:
Η μια όψη είναι ότι στο παραπάνω διάστημα οι συσχετισμοί ισχύος Ελλάδας-Τουρκίας άλλαξαν σημαντικά. Η μεν Ελλάδα έμεινε στάσιμη δημογραφικά, διέγραψε μια πορεία δανεικής ευημερίας και τελικά χρεοκόπησε. Η δε Τουρκία έκτοτε διπλασιάστηκε πληθυσμιακά, γιγαντώθηκε παραγωγικά και σήμερα – παρά τα όποια εσωτερικά της προβλήματα – συμπεριφέρεται ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατ. Μεσόγειο, κάνοντας στρατιωτικές επεμβάσεις στον περίγυρό της.
Η άλλη όψη των μεταβολών που έχουν επισυμβεί από το 1975 στο διεθνές περιβάλλον είναι ότι πια έχουμε φύγει από την περιχαράκωση που επέβαλε ο «ψυχρός πόλεμος». Πλέον είμαστε σε έναν κόσμο πολύ πιο ρευστό, όπου οι ΗΠΑ είτε δεν μπορούν να τηρούν σε όλα τα σημεία του πλανήτη την Pax Americana είτε επιλέγουν για λόγους οικονομίας δυνάμεων να επικεντρωθούν στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα. Η παράβλεψη αυτής της μεταβολής από πλευράς ελληνικού πολιτικού προσωπικού είναι βεβαίως πολύ επικίνδυνη: δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι λειτουργούν κάποια διεθνή δίχτυα ασφαλείας, τα οποία στην πραγματικότητα ίσως να μην υπάρχουν.
«Κι αν χάσετε;»
Σχετικά, χαρακτηριστικό ήταν αυτό που συνέβη στην πρόσφατη επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ. Όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον Πρόεδρο Τραμπ ανέφερε ότι «αν η Τουρκία αμφισβητήσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα αντιδράσουμε δυναμικά», ο Αμερικανός Πρόεδρος τον ρώτησε με νόημα: «Κι αν χάσετε;»
Επρόκειτο για μια έμμεση παραίνεση, περιέχουσα και κάποια απειλή, ότι πρέπει «να τα βρούμε» με την Τουρκία. Και το «να τα βρούμε» βεβαίως σημαίνει ότι θα πρέπει εμείς να κάνουμε τις κατάλληλες υποχωρήσεις και η Τουρκία να μετριάσει κάπως τις διεκδικήσεις της, μεταθέτοντας ορισμένες για την επόμενη φορά. Το γεγονός βεβαίως ότι η ελληνική πλευρά διάλεξε να γνωστοποιήσει αυτή τη συζήτηση, δείχνει ότι μάλλον είναι έτοιμη να προχωρήσει σε αυτή τη συνθηκολόγηση και έμμεσα μεταθέτει τον εκβιασμό στην ελληνική κοινή γνώμη. Εννοείται φυσικά ότι αν όλα αυτά πιθανώς ισχύουν για τις ΗΠΑ, τότε δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από την ΕΕ και ειδικά από τη Γερμανία.
Αντίσταση αντί υποταγής
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η ελληνική κοινή γνώμη έχει κάθε λόγο να δυσπιστεί στις διαβεβαιώσεις κυβερνητικών στελεχών ότι πιθανή προσφυγή στη Χάγη θα γίνει με περιορισμένη ατζέντα. Διότι υπάρχει ο κίνδυνος τελικά να πάμε στη Χάγη ή να μας καθίσουν σε κάποιο άλλο τραπέζι διαπραγματεύσεων με όρους πολύ χειρότερους από αυτούς που υποθέτουμε. Και βέβαια σε ένα τέτοιο τραπέζι έχουμε μόνο να χάσουμε, αφού έτσι κι αλλιώς με όποια ατζέντα κι αν πάμε, η συζήτηση θα αφορά μόνο διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος μας.
Ζητούμενο λοιπόν σήμερα είναι να πάψουμε να δηλώνουμε ανοικτά ότι αναζητούμε φόρμουλα κατευνασμού της τουρκικής επιθετικότητας. Διότι είναι καιρός να πάψουμε να θεωρούμε την «προληπτική παράδοση» ως τη μόνη διαθέσιμη «εθνική στρατηγική». Υπάρχει και ο δρόμος της αντίστασης, ο οποίος απαιτεί θυσίες και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, που όμως το πολιτικό σύστημα τις αποφεύγει, για να μην χάσει την πρόσβαση στην εξουσία. Ας διαλέξουμε τον δρόμο της αντίστασης. Το χρωστάμε στις προηγούμενες και στις επόμενες γενιές. Το χρωστάμε όμως και στον εαυτό μας· γιατί εν τέλει, είναι θέμα στοιχειώδους αξιοπρέπειας.
* Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος κατέχει πτυχίο Φυσικής και διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά και στη Θεωρητική Φυσική. Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Συνεργάζεται με διεθνείς ελεγκτικούς οίκους ως συμβουλος επιχειρήσεων και διδάσκει Διαχείριση Κινδύνων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει τα βιβλία: «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και «Σιωπηρή Άλωση – Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας».
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια