Της Αλεξάνδρας Φωτάκη
Αιγαίο, Κυπριακό, μνημόνιο συνεργασίας της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης του Φαγέζ αλ Σάρατζ για τις θαλάσσιες ζώνες, παραβιάσεις, δηλώσεις με εθνικιστικό πρόσημο και απειλές όλων των ειδών συνθέτουν την εικόνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων τους τελευταίους μήνες, με το θέμα των μουσουλμάνων της Θράκης να μοιάζει να είναι σε «ύπνωση». Τα σενάρια «πολέμου» είναι στα «καλύτερά τους», καθώς όλοι περιμένουν να δουν αν τελικά ο τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θα στείλει τελικά ερευνητικό σκάφος στο Αιγαίο ή νοτιοανατολικά της Κρήτης, στην περιοχή που επιχειρεί να μεθοδεύσει νέα τετελεσμένα με το μνημόνιο Τουρκίας – Σάρατζ.
Και αν φτάσει το σκάφος, πώς θα αντιδράσει η Αθήνα; Θα υπάρξει «θερμό επεισόδιο»; Θα έχουμε γκριζάρισμα του Αιγαίου; Θα αντιδράσουν οι σύμμαχοι και πώς; Το σύνολο των ερωτημάτων αυτών επιχειρεί να προλάβει η ελληνική διπλωματία, θέλοντας να οικοδομήσει ένα διεθνές «τείχος προστασίας». Σε αυτά τα θέματα δείχνει να επικεντρώνεται και η Άγκυρα. Τουλάχιστον στο προσκήνιο. Και σε όλη αυτή τη συζήτηση περί απειλών, προειδοποιήσεων, απαντήσεων και δράσεων, το ζήτημα της «Θράκης» δείχνει να μπαίνει προς το παρόν στο περιθώριο της συζήτησης. Φαινομενικά.
Γιατί οι μουσουλμάνοι της Θράκης αποτελούν έναν σταθερό στόχο της τουρκικής διπλωματίας. Έναν στόχο επί του οποίου εργάζονται αδιαλείπτως και κερδίζοντας σταθερά έδαφος. Γεγονός που φάνηκε και στα σαρωτικά αποτελέσματα του μειονοτικού Κόμματος Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας, που στις ευρωεκλογές κυριάρχησε απόλυτα στους νομούς Ροδόπης (38%) και Ξάνθης (24%) δίνοντας σαφές στίγμα τού τι σημαίνει η στρατηγική του «πολιτικού Ισλάμ».
Η επίσκεψη
«Εδώ υπάρχουν σχεδόν 150.000 ομογενείς μας. […] Εσείς είστε η γέφυρα της Τουρκίας με την Ελλάδα» σημείωνε ο Ερντογάν το 2017 κατά την επίσκεψή του στη Δυτική Θράκη, επικαλούμενος για ακόμα μία φορά τη Συνθήκη της Λωζάννης διεκδικώντας δικαιώματα για την «τουρκική μειονότητα», όπως τη χαρακτηρίζει η Άγκυρα. Το ζήτημα της Θράκης και των δικαιωμάτων της μουσουλμανικής μειονότητας αξιοποιείται πάγια από την τουρκική πλευρά, έστω και αν τίθεται λιγότερο επιθετικά από τις υπόλοιπες αξιώσεις της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα. Με πρόσχημα δε τον ορισμό των μουφτήδων, το θέμα επανέρχεται από καιρού εις καιρόν, με την ένταση που επιλέγεται να δοθεί την εκάστοτε στιγμή. Στην ανακίνηση του ζητήματος βοηθούν και ελληνικές ακροδεξιές φωνές, που στρώνουν το έδαφος για σενάρια προβοκάτσιας και προκλήσεων, τροφοδοτώντας με τον τρόπο τους υπόγεια την ένταση στην περιοχή.
Ο Ερντογάν δεν έχει ποτέ κρύψει τη διάθεσή του για αύξηση της επιρροής της Άγκυρας στη βαλκανική χερσόνησο και για έλεγχο των μουσουλμανικών πληθυσμών, μεταξύ των οποίων και της Θράκης. Η θρησκευτική διπλωματία που ασκεί η Τουρκία μέσω του «πολιτικού Ισλάμ» έχει στόχο να ενισχύσει τους δεσμούς των εν λόγω πληθυσμών με την Άγκυρα, επιχειρώντας σταθερά διείσδυση στην περιοχή. Η θρησκεία επιχειρείται να γίνει το όχημα της Τουρκίας με στόχο να επηρεάσει και τις πολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Η Άγκυρα εκμεταλλεύεται για την υλοποίηση των επιδιώξεών της σταθερά την ολιγωρία και τις αδυναμίες που επιδεικνύει και το ελληνικό κράτος στη Θράκη, μια περιοχή με σοβαρά προβλήματα σε πολλούς τομείς, που δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ επί της ουσίας, ή επιχειρήθηκαν λύσεις που ενίσχυσαν το αίσθημα απομόνωσης του πληθυσμού.
Αντίθετα, το τουρκικό κράτος μέσω και του προξενείου προχωρεί στη σύσταση θρησκευτικών, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών, αθλητικών, υγειονομικών, οικονομικών και εμπορικών δομών, με σημαντικό έλεγχο σε όλους τους τομείς της ζωής. Η θρησκεία γίνεται το «όχημα» στην προσπάθεια ελέγχου του μουσουλμανικού πληθυσμού, καθώς το Ισλάμ αναδεικνύεται σε παράγοντα ανάπτυξης της οικονομίας και έκφρασης φιλανθρωπίας, πέρα από την πολιτική δραστηριότητα. Αναλυτές επισημαίνουν χαρακτηριστικά τη δημιουργία και μιας νέας ισχυρής οικονομικής τάξης, με άγνωστη πηγή εσόδων, που κάποιοι αποδίδουν σε διασυνδέσεις με το εξωτερικό ή με συγκεκριμένες ΜΚΟ. Άλλωστε η «ισλαμική οικονομία» εφαρμόστηκε και στην Τουρκία, με τον Ερντογάν να προωθεί από την αρχή της εκλογής του στην εξουσία το 2002 τον ρόλο του προστάτη των μουσουλμάνων, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία. Έστω και αν η τουρκική πολιτική υπέστη πλήγμα μετά το πραξικόπημα του 2016 κατά του Ερντογάν, καθώς η καχυποψία έφτασε και στους κύκλους που δραστηριοποιούνται στη Θράκη, οι «δεσμοί» αποκαταστάθηκαν και ο μηχανισμός συνεχίζει να εργάζεται…
Η Δυτική Θράκη και ο έλεγχος του μουσουλμανικού στοιχείου αποτελεί μία από τις βασικές προτεραιότητες της τουρκικής διπλωματίας, ενώ παράλληλα προωθείται και η ενίσχυση των δεσμών με την Αλβανία, τον μουσουλμανικό πληθυσμό του Κοσόβου, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Βόρειας Μακεδονίας. Σχέσεις που στηρίζονται μεταξύ άλλων και στην επένδυση εκατομμυρίων από την πλευρά της Άγκυρας. Με δεδομένο ότι το ζήτημα της Θράκης και της μουσουλμανικής μειονότητας μπορεί να αξιοποιείται μεθοδικά από την Τουρκία, θα μπορούσε να είναι ένα από τα θέματα που η Άγκυρα θα ήθελε να θέσει στο τραπέζι και στο πλαίσιο της συζήτησης που ανοίγει για ενδεχόμενη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το ερώτημα είναι τι θα κάνει η ελληνική πλευρά και πώς θα αντιδράσει μπροστά στην προοπτική διαρκούς ενίσχυσης των δεσμών των μουσουλμάνων της Θράκης με την Τουρκία και τι διεξόδους θα οικοδομήσει στην οικονομία, την παιδεία και τον πολιτισμό για τη διαχείριση ενός ζητήματος που σταδιακά αναδεικνύεται σε «Δούρειο Ιππο» των διεκδικήσεων της Άγκυρας στην περιοχή.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια