Eurokinissi |
Ο πρώην πρωθυπουργός και άλλοτε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, η πρώην υπουργός Εξωτερικών και νυν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Ντόρα Μπακογιάννη, ο τέως υπουργός Εξωτερικών και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος και ο ομότιμος καθηγητής, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Χρήστος Ροζάκης, επιχείρησαν από το βήμα της εκδήλωσης που διοργάνωσε στο Ωδείο Αθηνών το απόγευμα της Τρίτης, 18 Φεβρουαρίου, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) να δώσουν απάντηση στο ερώτημα εάν, κατά πόσο και υπό ποίες προϋποθέσεις «Μας συμφέρει η Χάγη;».
Παίρνοντας πρώτος τον λόγο, ο Γιώργος Παπανδρέου υπογράμμισε την αξία που έχει «ο σοβαρός και νηφάλιος δημόσιος διάλογος γύρω από καίρια εθνικά θέματα όπως είναι τα ελληνοτουρκικά». Ο ίδιος συνέχισε μάλιστα λέγοντας ότι μέσα από «τον ορυμαγδό των απόψεων και αντεγκλήσεων στα Μέσα Ενημέρωσης και στα social media», «συχνά χάνεται η ουσία» και «εξυπηρετούνται σκοπιμότητες που καμία σχέση δεν έχουν με την προάσπιση των εθνικών μας συμφερόντων». «Η προσφυγή στη Χάγη είναι ο πιθανός τελικός σταθμός μιας διαδρομής που περιλαμβάνει πολλά πιθανά στάδια», σύμφωνα με τον κ. Παπανδρέου.
«Τι φοβόμαστε; Μην τουρκέψουμε;»
«Πρέπει να γίνει σημαία της Ελλάδας η θέση υπέρ της ισχύος του δικαίου», συνέχισε ο ίδιος, στέλνοντας παράλληλα το μήνυμα ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον διάλογο με την Τουρκία. «Τι φοβόμαστε; Μην τουρκέψουμε;», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, επικαλούμενος την απορία που έχουν κατά καιρούς διατυπώσει «άλλοι». «Το περιθώριο παρεξήγησης, λαθεμένων μηνυμάτων, πόλωσης, κορύφωσης της έντασης μεγαλώνει όσο δεν μιλάμε», προειδοποίησε ο κ. Παπανδρέου, υπογραμμίζοντας ωστόσο παράλληλα ότι «η σιγουριά ότι έχουμε άμυνα αποτρεπτική» είναι που θα «εξασφαλίσει τα νώτα μας σε περίπτωση πιθανής πρόκλησης».
Ο κ. Παπανδρέου υπερασπίστηκε «το κεκτημένο του Ελσίνκι» ως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αναγνωρίζοντας ωστόσο «ότι σήμερα έχουν πια πολλά αλλάξει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και στην περιοχή, και στην Τουρκία». Παράλληλα, εκείνος δεν παρέλειψε να κατηγορήσει τη ΝΔ όχι έχασε ευκαιρία ως κυβέρνηση το 2004.
«Όσοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να προβούμε σε μονομερείς ή στρατιωτικού τύπου κινήσεις οφείλουν να αναλογιστούν ότι και αυτές μπορεί να έχουν δυσανάλογο κόστος ή να οδηγήσουν τη χώρα σε διαπραγματεύσεις υπό πίεση… Τραγικό θα ήταν εάν μπούμε σε πολεμικές περιπέτειες κατά λάθος ή από επιπόλαιους χειρισμούς και χωρίς καμία προετοιμασία», δήλωσε ο ίδιος.
Αναφερόμενος δε στην επιλογή της Χάγης, εκείνος ξεκαθάρισε ότι «η διαδικασία για πιθανή προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ μπορεί να είναι επωφελής στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πολυδιάστατης στρατηγικής», με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα «θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων», αλλά και με την επίγνωση ότι «μια προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη ευνοεί συνήθως ισορροπημένες και όχι μαξιμαλιστικές λύσεις».
Όταν τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής… ποδοσφαιροποιούνται
Τον λόγο πήρε εν συνεχεία η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη, προχωρώντας σε μια «πολιτική τοποθέτηση» όπως σημείωσε η ίδια. «Στη μακρά ιστορία της Ελλάδας το μεγαλύτερο κόστος για τη χώρα έχει προέλθει από διχασμούς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής τα οποία συχνά ποδοσφαιροποιούνται… Μετά λύπης μου παρατηρώ πως η Ελλάδα βαδίζει πάλι ταχύτατα προς αυτήν την κατεύθυνση… Στο δημόσιο διάλογο για την εξωτερική πολιτική επικρατεί μια επιφανειακή προσέγγιση, επιπολαιότητα ανάλυσης και εκτίμησης και προσφυγή σε δημαγωγικούς χειρισμούς συναισθηματικά φορτισμένων θεμάτων… απόλυτος λαϊκισμός», πράγμα το οποίο «καθιστά πάρα πολύ δύσκολη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από την όποια κυβέρνηση», δήλωσε η κυρία Μπακογιάννη.
Η νέα πραγματικότητα, που δυστυχώς απέχει πολύ από τα δεδομένα του Ελσίνκι, απαιτεί νηφαλιότητα, σε βάθος ανάλυση, σοβαρότητα και προπαντός ενότητα, σύμφωνα με την πρώην υπουργό Εξωτερικών. «Πρέπει να αρχίσουμε να λέμε και να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα όπως είναι. Να μιλάμε με καθαρές κουβέντες», δήλωσε η ίδια, υπερασπιζόμενη παράλληλα την αρχή μιας ενεργητικής και πολυεπίπεδης εξωτερικής πολιτικής.
«Οι διαφορές μας με την Τουρκία μπορούν να λυθούν μόνο πολιτικά. Δεν θα λυθούν στρατιωτικά. Μια ισχυρή αμυντικά Ελλάδα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχουμε στον όποιο διάλογο… Θα είναι μείζον λάθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εάν περιμένουμε από τρίτους να μας βάλουν να κάτσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, διότι τότε θα κάτσουμε αδύναμοι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εμείς πρέπει να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων… Το διεθνές δίκαιο είναι το μεγάλο όπλο της Ελλάδας», συνέχισε η βουλευτής της ΝΔ.
Όσο για το Ελσίνκι, εκείνο «δυστυχώς δεν υπάρχει πια… Η Τουρκία δεν θα γίνει ποτέ μόνιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης», σημείωσε ο κυρία Μπακογιάννη, παίρνοντας θέση υπέρ μιας νέας ειδικής σχέσης με την Τουρκία.
«Οι σχέσεις μας με την Τουρκία είχαν και θα έχουν πάρα πολλά σκαμπανεβάσματα. Το μήνυμα του πολιτικού διαλόγου με την Τουρκία πρέπει να είναι στο τραπέζι συνεχώς. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την κυριαρχία μας εάν συνομιλούμε με τους Τούρκους. Οι καθαρές κουβέντες με τους Τούρκους δεν μπορούν παρά μόνο να ωφελήσουν», δήλωσε η ίδια.
Η κυρία Μπακογιάννη δεν παρέλειψε, ωστόσο, να αφήσει και αιχμές κατά της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας ότι «εάν υπάρχει μία αλλαγή ανάμεσα στην προηγούμενη κυβέρνηση και τη σημερινή είναι ότι η σημερινή ξαναξεκίνησε και συνεχίζει ως οφείλει την πάγια πολιτική της ενημέρωσης των κομμάτων και της προσπάθειας συνδιαμόρφωσης των βασικών αρχών της άσκησης της εξωτερικής πολιτικής». «Η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι κομματική πολιτική», κατέληξε.
«Ναι» στη συμπερίληψη της Τουρκίας στα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου
Εν συνεχεία, τον λόγο έλαβε ο Γιώργος Κατρούγκαλος αλλά μέσω βιντεοσκοπημένης ομιλίας του από το κρεβάτι του νοσοκομείου, το «κρεβάτι του πόνου» όπως ειπώθηκε, όπου εκείνος νοσηλεύεται έπειτα από πρόσφατο τραυματισμό. «Πρέπει να συνεχίσει να ασκείται διεθνής διπλωματική πίεση προς την Τουρκία», δήλωσε ο κ. Κατρούγκαλος, «ούτως ώστε αυτή να αντιληφθεί ότι τίποτα δεν μπορεί να κερδίσει με μονομερείς ενέργειες, αλλά να είναι και συνείδηση της δικής μας πλευράς ότι η συμπερίληψη της Τουρκίας στην ενεργειακή εξίσωση της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να γίνει με όρους διεθνούς δικαίου και να είναι αμοιβαία επωφελής». «Αυτός είναι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος επίλυσης της διαφοράς», όπως υποστήριξε ο τέως υπουργός Εξωτερικών, οποίος μάλιστα ανάφερε ότι «υποχώρηση του ενεργητικού και πολυδιάστατου χαρακτήρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής» από την κυβέρνηση της ΝΔ είναι που επέτρεψε στην Τουρκία να βγει σε έναν βαθμό από την απομόνωση.
Εναλλακτική μας... η προσφυγή στο δικαστήριο κατά της Λιβύης
Τελευταίος τοποθετήθηκε ο κ. Ροζάκης, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα δέχεται να πάει στο διεθνές δικαστήριο αλλά μόνο για το θέμα της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, και όχι για όλα τα άλλα που επιμένει να θέτει η Τουρκία. Αναγνωρίζοντας το αδιέξοδο, ο ίδιος υποστήριξε ότι πρέπει να επιστρέψουμε στη φάση των διερευνητικών επαφών που έχουν διακοπεί με ευθύνη της Τουρκίας από το 2016. «Για να βρούμε μια κοινή συνισταμένη με την Τουρκία, πρέπει να ξεκινήσουμε ξανά τις διερευνητικές επαφές και να τις εξαντλήσουμε επιτυχώς… Καλό είναι να ξεκινήσουμε ξανά τις διερευνητικές, να δούμε που πάμε», δήλωσε ο κ. Ροζάκης, σημειώνοντας μάλιστα ότι μια εναλλακτική για την Ελλάδα θα ήταν να προσφύγει στο Δικαστήριο εναντίον της Λιβύης και του τουρκολιβυκού συμφώνου, επιδιώκοντας μια δικαστική επίλυση της διαφοράς με τη Λιβύη.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια