Του Κώστα Ράπτη
"Κανόνια ή βούτυρο;” Εκφωνώντας την ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του Έθνους το 2018 ο Βλαντίμιρ Πούτιν προχώρησε σε εντυπωσιακές ανακοινώσεις, τις οποίες η διεθνής κοινότητα μοιάζει να μην έχει αφομοιώσει ακόμη πλήρως, σχετικά με τις προόδους της Ρωσίας στα εξοπλιστικά προγράμματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει η ανάπτυξη υπερηχητικών πυραύλων.
Δύο χρόνια μετά, με την ομιλία για την κατάσταση του έθνους που εκφώνησε χθες Τετάρτη ο Ρώσος πρόεδρος αιφνιδίασε και πάλι, ανακοινώνοντας τομές στο πολιτικό σύστημα, οι οποίες θα τεθούν στην κρίση του ρωσικού λαού με δημοψήφισμα. Λίγο μετά, η έκπληξη έγινε ακόμη μεγαλύτερη με την ανακοίνωση της παραίτησης Μεντβέντεφ και τον διορισμό στη θέση του πρωθυπουργού του ελάχιστα γνωστού στο ευρύ κοινό επικεφαλής της Φορολογικής Υπηρεσίας Μιχαήλ Μισούστιν.
Πρόκειται για μία στροφή στα εσωτερικά προβλήματα της Ρωσίας, η οποία πατά ακριβώς στο γεγονός ότι κατά την τρέχουσα και τελευταία προεδρική θητεία του Πούτιν έχουν απαντηθεί οι προκλήσεις εξωτερικής ασφάλειας και δημοσιονομικής σταθεροποίησης μετά τις κυρώσεις που υιοθέτησε η Δύση το 2014. Κεκτημένα τα οποία ασφαλώς εκτιμά ο μέσος Ρώσος πολίτης, αλλά δεν αποσπούν την προσοχή του από τη στασιμότητα του πολιτικού συστήματος, την αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού στα ζητήματα της καθημερινότητας και την πανταχού παρούσα διαφθορά. Όλα αυτά δημιουργούν μια κρίση εμπιστοσύνης, η οποία διευρύνθηκε μετά την αύξηση (παρά τις σχετικές προεκλογικές υποσχέσεις του Πούτιν) των καθιερωμένων από την σοβιετική εποχή ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, στη "σκιά” της διοργάνωσης του Μουντιάλ από τη Ρωσία.
Η ραγδαία πτώση της δημοτικότητας του προέδρου και ακόμη περισσότερο της κυβέρνησης της Ρωσίας είναι έκτοτε ορατή.
Έχοντας αφήσει πίσω του την κατάσταση "εθνικού συναγερμού και συσπείρωσης” ο ρωσικός λαός εμφανίζεται πιο απαιτητικός και διεκδικητικός. Το αποτυπώνει αυτό χαρακτηριστικά πρόσφατη έρευνα του ανεξάρτητου κέντρου Levada όπου οι ερωτηθέντες δήλωσαν σε ποσοστό 66% ότι αναμένουν σκάνδαλα και παραιτήσεις υπουργών και σε ποσοστό 45% ότι περιμένουν μαζικές διαμαρτυρίες – την ίδια ώρα που υποχωρούν τα ποσοστά όσων αναμένουν συνέπειες από την οικονομική κρίση (στο 45% από 53% το 2019) ή ένοπλες συγκρούσεις με γειτονικές χώρες (στο 23% από 34%) ή τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ (14% από 19% πέρσι).
Πρόκειται για έναν ιδιόμορφο συνδυασμό δυσφορίας και αισιοδοξίας, καθώς το 63% των Ρώσων εκτιμούν ότι η χρονιά αυτή θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη (το σχετικό ποσοστό το 2019 ήταν 58%), ενώ παράλληλα εκφράζουν φόβους για εντάσεις στην πολιτική (55%) και την οικονομία (57%), όσο και αν θεωρούν (σε ποσοστό 65%, το μέγιστο ποσοστό από το 2013) ότι το 2020 θα είναι μια χρονιά ήσυχη για τους ίδιους προσωπικά και τις οικογένειες τους.
Τα θέματα της δικαιοσύνης, της κατανομής των εισοδημάτων και της ελευθερίας του λόγου έρχονται στο προσκήνιο, ενώ η απόσταση από την πολιτική ελίτ μεγαλώνει και οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας παύουν να αποτελούν κάτι το εξωτικό. Και αν τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης είναι τα πιο ζωηρά από πολιτική άποψη, η αχανής ρωσική ενδοχώρα που αποτελούσε το μεγάλο στήριγμα του Πούτιν δεν διακρίνεται από λιγότερη δυσφορία και διεκδικητικότητα, καθώς νιώθει ότι δεν συμμερίζεται τα όποια βήματα προόδου.
Ο πολλαπλασιασμός κινητοποιήσεων για θέματα λ.χ. όπως οι χωματερές ή η παραβίαση ταμπού, όπως ο ρόλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (που υποχρεώθηκε λόγω των αντιδράσεων να ακυρώσει τα σχέδιά της για οικοδόμηση καθεδρικού στον χώρο δημόσιου πάρκου στο Εκατερίνμπουγκ) δίνει το μέτρο των κοινωνικών αλλαγών.
Η ανάγκη μιας "επανεκκίνησης” προβάλλει επιτακτική. Και τη δρομολόγησή της ανέλαβε ο ίδιος ο Πούτιν με την ομιλία του για την κατάσταση του έθνους.
Στον τύπο της Δύσης οι εξαγγελίες του Ρώσου προέδρου ερμηνεύονται σχεδόν αποκλειστικά υπό το πρίσμα της φιλολογίας για τον ρόλο που ο ίδιος διεκδικεί μετά την λήξη της θητείας του το 2024. Είναι άραγε η ενίσχυση του ρόλου του κοινοβουλίου σε ό,τι αφορά την συγκρότηση της κυβέρνησης δείγμα πιθανής επιστροφής του στην πρωθυπουργία, όπως έπραξε την περίοδο 2008-2014; Ή μήπως επιφυλάσσει για τον εαυτό του έναν ρόλο "Νέστορα” από τη θέση του Κρατικού Συμβουλίου;
Το ζήτημα όμως είναι βαθύτερο. Ο Πούτιν εργάζεται για την "κληρονομιά” του, δηλ. για την διαφύλαξη των κατακτήσεων της προηγούμενης περιόδου σε ό,τι αφορά την εθνική ανάταξη, δημιουργώντας χώρο για να δοκιμαστεί ο όποιος υποψήφιος διάδοχος – πιθανότατα από τις τάξεις των κυβερνητών περιφερειών που και αυτοί ενισχύονται.
Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο μέρος της ομιλίας του αφιερώθηκε στο δημογραφικό πρόβλημα της Ρωσίας (και την εξαγγελία αντίστοιχων μέτρων στήριξης των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος), το σύστημα περίθαλψης και την διαμόρφωση μιας νέας γενιάς καλά εκπαιδευμένης, ιδίως στις θετικές επιστήμες. Ούτε είναι τυχαίο ότι ορίζει στην πρωθυπουργία έναν 54χρονο οικονομέτρη, που ως φυσιογνωμία παραπέμπει στον Σεργκέι Βίττε, τον προσφιλή σε πολλούς σημερινούς Ρώσους εκσυγχρονιστές υπουργό Οικονομικών του τσάρου στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η μετάβαση συντελείται χωρίς εμφανείς κραδασμούς, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι ο έως τώρα πρωθυπουργός (και αντικαταστάτης του Πούτιν στην πρωθυπουργία το 2008-2012) Ντμίτρι Μεντβέντεφ αναλαμβάνει την αντιπροεδρία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ήτοι του υπό τον πρόεδρο "υπερ-επιτελείου” της χώρας.
Το κυριότερο όμως είναι ότι οι εξαγγελίες Πούτιν προετοιμάζουν την Ρωσία για μία φάση υποχώρησης της παγκοσμιοποίησης. Η πρόβλεψη ότι το ρωσικό Σύνταγμα θα υπερισχύει των προβλέψεων των διεθνών οργανισμών (και της νομολογίας λ.χ. του Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης) είναι χαρακτηριστική, όπως και η απαίτηση ο όποιος μελλοντικός πρόεδρος να μην έχει αποκτήσει ποτέ υπηκοότητα ή άδεια παραμονής από ξένη χώρα. Αν το "άστρο” του Πούτιν (και η αντιπαράθεση με τη Δύση) άρχισε να αναδεικνύεται με την σύγκρουσή του το 2003 με τον πολιτικά φιλόδοξο ολιγάρχη Μιχαήλ Χανταρκόφσκι, η αποχώρηση του ενοίκου του Κρεμλίνου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την εγγύηση ότι κανένας Χανταρκόφσκι δεν θα επιδιώξει να τον διαδεχθεί.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια