Του Strange Attractor
Έχω μια συνάδελφο έξω καρδιά και φουλ εργατική. Την Χρυσούλα.
Όλοι τη φωνάζουμε κυρά Σούλα.
Δημοκράτισσα και πασοκτζού από τα γεννοφάσκια της.
Έχει να λέει, πως το 1977 έχασε τον γάμο της αδελφής της διότι μιλούσε ο Ανδρέας στην Πλ. Αριστοτέλους.
Έμεινε μάλιστα ελεύθερη, διότι δεν είχε χρόνο για «γαμπρίσματα»… προείχε η προκοπή του τόπου (χώρια που ήταν ερωτευμένη με τον μονίμως παντρεμένο Άκη Τσοχατζόπουλο), οπότε και έμεινε στο ράφι.
Για τέτοια σοσιαλίστρια μιλάμε…
Η μόνη φορά που ο φλογερός σοσιαλισμός που έκαιγε παιδιόθεν την καρδιά της κυρά Σούλας κλονίστηκε ήταν το 2012, όταν τρόμαξε από τον μνημονιακό ΓΑΠ, φοβήθηκε το ΔΝΤ, απαύδησε από τους Πικραμένους και τους Παπαδήμους, και στράφηκε κι αυτή (όπως εκατομμύρια άλλοι) προς το γελαστό παιδί, που εξέφραζε τη γνήσια αριστερά, που ήταν άφθαρτος, και που υπόσχονταν μια «λεύτερη Ελλάδα» χωρίς μνημόνια και χωρίς αφεντικά.
Ποιος την άκουγε τότε να ξετυλίγει το συριζέικο όραμα και δεν πάλλονταν η καρδιά του από επαναστατικό ενθουσιασμό;
Μάλιστα στα χρόνια των επαχθών σαμαροβενιζέλων η κυρά Σούλα τα έδωσε όλα.
Όχι μόνο έκανε καθημερινή προπαγάνδα για τον Αλέξη, τον Πάντζα, και τα άλλα παιδιά, όχι μόνο συμμετείχε σε λαϊκές συνάξεις στην πάνω και κάτω πλατεία με τον Καζάκη και τον Κατρούγκαλο, αλλά γράφτηκε και σε τοπική του Σύριζα στο Κορδελιό, συμμετείχε σε εκδηλώσεις και διαδηλώσεις, και μάλιστα μούντζωνε την τηλεόραση κάθε φορά που έβλεπε τον Σαμαρά ή κάποιον παρόμοιο «νενέκο».
Με λίγα λόγια η κυρά Σούλα, αν και σιτεμένη, είχε ξανανιώσει χάρη στην ελπίδα. Χάρη στον Αλέξη…
Η ζωή της είχε βρει ξανά νόημα, όπως τότε που ήταν έφηβη, και τραγουδούσε αντάρτικα και Κοινούση, πίνοντας χύμα κονιάκ, και συμμετέχοντας σε αφισοκολλήσεις του Χάρη Καστανίδη.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια, πέρασε η λαίλαπα των προσκυνημένων, και τον Γενάρη του 2015 η χώρα είπε αντίο στην υποτέλεια και άρχισε να ατενίζει το μέλλον με σιγουριά.
Το ίδιο και η κυρά Σούλα, που που την έχανες που την έβρισκες, όλο σε συναντήσεις και ομιλίες μεγαλόσχημων συριζαίων ήταν, ενώ πρόσφερε και εθελοντική δουλειά (αφίσες, σταύρωμα ψηφοδελτίων, πίτες, γλυκά, κλπ.) στο ίνδαλμά της, τον Αλέκο Τριανταφυλλίδη, τον Θεσσαλονικιό εκείνο πολιτικό ογκόλιθο που επιτέλους ο λαός αποφάσισε να τον στείλει στη βουλή μπας και σωθεί ο τόπος.
Σε κάποια φάση κόλλησε και δίπλα στην Νοτοπούλου, την διανοούμενη εκείνη πανέμορφη κοπέλα, η οποία και αργότερα την ενέταξε στο ψηφοδέλτιο του συνδυασμού της για δημοτική σύμβουλο.
Έλα όμως που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα ήθελε η κυρά Σούλα.
Μια ο ΕΝΦΙΑ που δεν καταργήθηκε, μια οι κρατήσεις και οι εισφορές που αυξήθηκαν, μια οι συντάξεις των γονιών της που περικόπηκαν, μια τα διόδια που πολλαπλασιάστηκαν, και μια ο κίνδυνος της επιστροφής στη δραχμή που την τσάκισε, η κυρά Σούλα άρχισε να ταλαντεύεται.
Παρ’ όλα αυτά έμεινε σταθερή σαν ακράνι στην πορεία που διάλεξε, στον δρόμο για τον σοσιαλισμό.
Μάλιστα, εκείνα τα χρόνια η εν λόγω θείτσα ήταν η πυξίδα μας στα οικονομικά.
Μπορεί να μην είχε πάει πανεπιστήμιο, μπορεί να μην είχε χρηματοοικονομικές γνώσεις, αλλά είχε ένστικτο.
Διέθετε ένα έμφυτο ταλέντο να «διαβάζει» τις αγορές, να μυρίζεται τις τάσεις, και να πράττει ανάλογα.
Εξάλλου ενημερώνονταν καθημερινά από την ΑΥΓΗ, το ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ, και την ΕΡΤ, οπότε τα ήξερε όλα.
Έτσι για μένα και για πολλούς άλλους ήταν ο χρηματοπιστωτικός μας δείκτης.
Ποιος ΝΙΚΚΕΙ και ποιος HANG SENG;
Αν έβλεπες την κυρά Σούλα να ανησυχεί και να σπεύδει εκτάκτως στο χωριό, ήξερες ότι πάει να θάψει κονσέρβες, τσουβάλια με ρύζι, και … χρήματα.
Αν την έβλεπες αεράτη, ήξερες ότι όλα πάνε καλά, και ίσως γλιτώσουμε τελικά τα συσσίτια.
Λες και μιλούσε απ’ ευθείας με τον Μπαρουφάκη… λες και είχε ανοιχτή γραμμή με την Βαλαβάναινα και τον Μάρδα.
Γι’ αυτό και την παρακολουθούσα στενά, κοιτώντας την κάθε πρωί στα μάτια.
Ήταν ο οδηγός επιβίωσής μου.
Το πρώτο μεγάλο χτύπημα το δέχτηκε η Σούλα το καλοκαίρι του 2015, τότε που αναγκάζονταν να στηθεί στις ουρές μέσα στο λιοπύρι για να πάρει 60 ευρώ από το ΑΤΜ.
Αυτό δεν την πείραξε και πολύ. Ήταν γερή κράση, και εξάλλου «η δημοκρατία έχει κόστος» έλεγε.
Αυτό όμως που την γονάτισε ήταν όταν η μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών την οποία είχε γεμίσει με ρευστό (απέσυρε τις καταθέσεις της έγκαιρα) και που την είχε θάψει στην αυλή του πατρικού της στο χωριό, όχι μόνο διαλύθηκε από την υγρασία και τα χιόνια, αλλά τα χρήματα καταστράφηκαν… δεν τα έπαιρνε ούτε η τράπεζα!
Έκλαιγε σαν κουτάβι που το δείρανε.
Την είχε λυπηθεί η ψυχή μου.
«Καλύτερα να πηγαίναμε στη δραχμή» έλεγε… «τόση ζημιά δεν θα πάθαινα»… μουρμούριζε, κλαίγοντας καθημερινά για τις οικονομίες μιας ζωής που έγιναν αέρας!
Παρ’ όλα αυτά ατσαλώθηκε.
Έσφιξε τα δόντια και συνέχισε να στηρίζει δυναμικά τον Αλέξη, με πάθος και με ζέση, στον όμορφο αγώνα.
Μάλιστα, τότε που η Νέα Δημοκρατία έκανε αρχηγό της τον Κυριάκο, η κυρά Σούλα ξεσάλωσε.
Εφιάλτη τον ανέβαζε, γουρλομάτη ρεμπεσκέ τον κατέβαζε…
Μέχρι που ένα μεσημέρι, μέσα στο κέντρο της πόλης, δέχθηκε επίθεση από δυο μαυριδερούς «πρόσφυγες πολέμου», που με την απειλή μαχαιριού της κλέψανε τη τσάντα και το κινητό.
«Παρά λίγο να με βιάσουνε στα όρθια εκεί στο πεζοδρόμιο» μας έλεγε αναψοκοκκινισμένη την επομένη το πρωί, ουρλιάζοντας σαν μανιακή «μα που είναι η αστυνομία»;
Όταν κάποιος συνάδελφος της θύμισε την στήριξή της στον Αλέξη και στον Καρανίκα, που ήθελαν να καταργήσουν τα ΜΑΤ και να ξεδοντιάσουν τη φασιστική αστυνομία, και να μας φυλάνε στις γειτονιές ομάδες εθελοντών πολιτών, κάτι σαν σοβιέτ, που όμως δεν θα είναι σοβιέτ, όπως έλεγε κι ο Στρατούλης, η κυρά Σούλα αναδιπλώθηκε. Δεν απάντησε.
Από κείνη τη μέρα κλείστηκε στον εαυτό της. Έγινε άλλος άνθρωπος… πιο σιωπηλός, και πιο μαζεμένος.
Και όταν πέρυσι το καλοκαίρι μπήκαν «πρόσφυγες» από γειτονικό χοτ σποτ στο πατρικό της στο χωριό και το διέλυσαν, κλέβοντας ακόμη και τα κουφώματα, αφοδεύοντας στο παιδικό της κρεβάτι, η κυρά Σούλα άλλαξε για τα καλά.
Έγινε φανατική του νόμου και της τάξης.
Θυμήθηκε και την ελληνικότητά της, και πως αυτή κινδυνεύει με την αλλοίωση του πληθυσμού που μας επέβαλλαν η κυρά Τασία και ο Μουζάλας.
«Προδότες» τους ανέβαζε, «τζιχαντιστές» τους κατέβαζε.
Μάλιστα γράφτηκε και στη Νέα Δημοκρατία, την οποία ψήφισε με δυο χέρια (όπως είπε) τον Ιούλη, επειδή «ο Κυριάκος δεν είναι ούτε μπαχαλάκιας ούτε ισλαμολάγνος», και «θέλει να βάλει τάξη».
«Τέρμα οι καρανίκες» ωρύονταν.
Άρχισε να παρακολουθεί στενά και τον Άδωνι, «που έχει μπέσα και τα λέει τσουβαλάτα».
«Έχει σχέδιο ο Κουμουτσάκος» μας έλεγε κάθε πρωί… «κάντε υπομονή».
Εσύ είσαι που το λες;
Όσο περνούσε ο καιρός, και όσο οι ροές όχι μόνο δεν μειώνονταν αλλά αυξάνονταν, η κυρά Σούλα έβραζε στο ζουμί της.
Δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον παραλίγο βιασμό της, ούτε μπορούσε να αποδεχτεί τα νέα χοτ σποτς που στήνονταν παντού, απειλώντας τον… Χριστιανισμό!!!!
«Μα γι’ αυτό διώξαμε τους Κουράκηδες»; Αναρωτιόνταν.
Της έτυχε και ένα περιστατικό ένα βροχερό πρωί που πήγε σε ΑΤΜ για να πάρει τη σύνταξη του μπαμπά της, και το βρήκε ανατιναγμένο, της διέρρηξαν και το σπίτι κάτι συμπαθείς Ρομά, και η σταγόνα ξεχείλισε… πολύ θέλει;
Ήρθε και το συνέδριο της ΝΔ, με τις τοποθετήσεις του Άδωνι επί του μεταναστευτικού που την εξόργισαν, και να ο θυμός να περισσεύει.
«Ανίκανοι, προδότες, πουλημένοι… όλοι τους», φώναζε στη δουλειά, και έτρεμαν τα χέρια της. Λες και ξαναζούσε τον περήφανο… αγαναΧτισμό του 2011.
Αναπολούσε μάλιστα και τον «γερμανοντυμένο αλήτη», όπως τον αποκαλούσε παλιά, τον Σαμαρά.
«Τον είχα παρεξηγήσει» μας έλεγε κλαψουρίζοντας.
Πήρε και ένα μήνα άδεια για να ξελαμπικάρει, όπως δήλωσε.
Γύρισε χτες το πρωί, αναζωογονημένη.
Φρέσκια… έλαμπε, λες και θα εμφανίζονταν στο My Style Rocks.
«Τι έγινε βρε Σούλα»; Την ρώτησε συνάδελφος χαχανίζοντας.
«Το ξεπέρασες το σοκ; Το πήρες απόφαση ότι θα γίνουμε μούλτι κούλτι έστω και με το στανιό»; «Προσαρμόστηκες στα νέα δεδομένα; Συνεχίζεις να στηρίζεις τον Κουμουτσάκο και το σχέδιό του, ή ξανάγινες Σύριζα»;
Τότε είναι που το βλέμμα της σκοτείνιασε, θυμίζοντας μου την… Ζωζώ.
«Τι είπες»;
Ο συνάδελφος ταράχτηκε.
«Τέλος οι Γούσηδες» ψέλλισε, «τώρα έχουν σειρά οι πατριώτες… γράφτηκα στο κόμμα του Βελόπουλου, μέχρι να ανασυνταχτεί η Χρυσή Αυγή».
«Μα εσύ η σοσιαλίστρια, στη Χρυσή Αυγή; Και πως θα δει προκοπή ο τόπος»; Την ρώτησα με επιφύλαξη.
Με κάρφωσε στα μάτια. Ίδρωσα.
«Ωρίμασα ρε χάφτα», μου είπε με ύφος παγερό.
«Κοίτα να ωριμάσεις κι εσύ», είπε, και απομακρύνθηκε.
Σκιάχτηκα…
Το μέλλον είναι ζοφερό, σκέφτηκα.
Άντε ξανά μανά από την αρχή…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια