Η προϊστορία στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης δεν εγγυάται την εύκολη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων
Γράφει ο Νίκος Γεωργιάδης
Ο κοινοτικός αξιωματούχος κοιτούσε τον Έλληνα δημοσιογράφο με απορία. Μόλις είχε δεχθεί την ερώτηση-πρόκληση να σχολιάσει την ανακοίνωση του Έλληνα πρωθυπουργού πως η κυβέρνηση της Ελλάδας θα θέσει βέτο στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το ζήτημα της Λιβύης. Όλος απορία λοιπόν ο κοινοτικός αξιωματούχος, ο οποίος ενημέρωνε off the record τους δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου, ρώτησε τον Έλληνα συνάδελφο: «Βέτο σε τι ακριβώς;». Διότι προφανώς πέρα από τις λαϊκιστικές κορώνες, σε τι ακριβώς θα θέσει βέτο η ελληνική κυβέρνηση; Σε μια απόφαση ενδεχομένως για ειρήνευση στη Λιβύη; Σε μια απόφαση η οποία θα απαιτεί την αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων από τη Λιβύη; Μα όσον αφορά αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα ήδη η Αθήνα ανακοίνωσε επίσημα και διά στόματος υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια πως είναι διατεθειμένη να αποστείλει και στρατιωτική δύναμη στη Λιβύη για την επιτήρηση της εκεχειρίας. Πότε και σε ποιο ζήτημα θα τεθεί λοιπόν βέτο, όταν τόσο η ΕΕ όσο και το Βερολίνο επανέλαβαν σε όλους τους τόνους πως δεσμεύονται όσον αφορά το σύμφωνο Τουρκίας - Λιβύης και συμφωνούν πως είναι άκυρο και πως δεν συνάδει με το Δίκαιο της Θάλασσας;
Ο όρος Βέτο είναι εξαιρετικά φορτισμένος και προϋποθέτει κάτι το πολύ σημαντικό. Πως η χώρα που κάνει χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας, ξέρει πότε το κάνει, γιατί το κάνει και έως πού θα πρέπει να φτάσει για να πετύχει η στρατηγική της. Στο Βέτο υπάρχει παρελθόν, παρόν και δυστυχώς μέλλον. Κάθε καταφυγή σε Βέτο έχει επιπτώσεις. Δεν είναι λοιπόν φρόνιμο να χρησιμοποιείται ο όρος ως μέρος μιας επικοινωνιακής τακτικής με βραχυπρόθεσμα οφέλη. Εκτίθεται και ο χρήστης του όρου, όσο και η χώρα που εκπροσωπεί.
Η Σύνοδος του Βερολίνου ολοκληρώθηκε με τα αναμενόμενα αποτελέσματα. «Οι εμπόλεμοι δεν συμφώνησαν σε τίποτε» έσπευσε να εξηγήσει (για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις) ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας(;) κ. Μπορέλ. Με λίγα λόγια, στη γερμανική πρωτεύουσα επαναλήφθηκε το γνωστό σενάριο που χρόνια τώρα εξελίσσεται στα διπλωματικά σαλόνια. Πολλές κουβέντες, περισσότερες προφορικές δεσμεύσεις, αστείρευτη φλυαρία, περιορισμένη έως ανύπαρκτη αποτελεσματικότητα.
Ο αυτοεξόριστος τούρκος δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός Cengiz Aktar σημείωνε στο Twitter αμέσως μετά τη Σύνοδο του Βερολίνου: «Berlin Conference conclusions are a potpourri of delegations often overlapping intentions. In a world where even UNSC’s binding resolutions don’t apply, they unfortunately don’t mean much. Stakes are high to see business as usual». Για να συμπληρώσει: «I doubt. Unfortunately in today’s world what we call “peace enforcement” is an illusion. Who would enforce these nice wishes? Germany and others who constantly appeases, cajoles and understands Erdogan regime? The same goes for Russia».
Πώς η Γερμανία θα πρωτοστατήσει στην επιβολή εκεχειρίας με προοπτικές ειρήνευσης, όταν το Βερολίνο επιδεικτικά «κατανοεί» τις ενέργειες του καθεστώτος Ερντογάν και «χαϊδεύει» την Άγκυρα εξευμενίζοντας τον θυμό της Τουρκίας; Λόγια έξω από τα δόντια από έναν τούρκο ακαδημαϊκό και δημοσιογράφο ο οποίος αντιλαμβάνεται στο σύνολό του τον ευνουχισμό της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Όπως «αποκωδικοποιεί» και τη γερμανική προσέγγιση η οποία περισσότερο εξαρτάται από τα deal της Άγκελα Μέρκελ για την εγκατάσταση του εργοστασίου της Volkswagen στη Σμύρνη παρά από τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου.
Είναι ξεκάθαρο. Στη γερμανική πρωτεύουσα οι παριστάμενοι προσπάθησαν να διασφαλίσουν κατ’ αρχή την ομαλή ροή των εξαγωγών πετρελαίου καθώς και την ορθολογική κατανομή των εκμεταλλεύσιμων πόρων στη λιβυκή ενδοχώρα. Στη συνέχεια, και χωρίς να ρωτήσουν του εμπολέμους, επέβαλαν ένα μοντέλο διαχείρισης της εμφύλιας σύγκρουσης το οποίο στην πράξη δεν πρόκειται να λειτουργήσει εάν δεν υπάρξει χερσαία στρατιωτική επιχείρηση επιβολής της εκεχειρίας, η οποία θα υποστηρίζεται από αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις. Δηλαδή να συνεχίσει η ιστορία εκεί ακριβώς όπου σταμάτησε, μετά τη γαλλο-βρετανική και με αμερικανική εμπλοκή επιχείρηση ανατροπής του Μουαμάρ Καντάφι.
Αναγκαστικά η «ομαλοποίηση» της Λιβύης θα στοιχίσει έναν ακόμη πόλεμο με τεράστιο οικονομικό κόστος που θα το χρεωθούν οι ευρωπαίοι πολίτες και με αμφίβολο αποτέλεσμα.
Στον πόλεμο αυτό θα συμμετέχουν ως «ειρηνοποιοί» οι πρώην αντίπαλοι, δηλαδή οι Ρώσοι με τους Τούρκους. Σχήμα οξύμωρο. Πλάι τους όλοι εκείνοι που προκάλεσαν το χάος στη Βόρειο Αφρική με το φιάσκο της «Αραβικής Άνοιξης». Στην παρέα σπεύδει να πιάσει θέση η Ελλάδα, η οποία εμπλέκεται διότι νομίζει πως με αυτό τον τρόπο θα εξουδετερώσει την τουρκική σφήνα στα νερά της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτός είναι και ο λόγος που χύθηκαν τόνοι μελανιού και δαπανήθηκαν εκατοντάδες ανθρωποώρες για να συνταχθούν οι έπαινοι και τα καλωσορίσματα στον πολέμαρχο Χαφτάρ που εκπροσωπεί τις φυλές της Ανατολικής Λιβύης και της περιφέρειας Βεγγάζη - Τομπρούκ, οι οποίες για δεκαετίες στήριζαν τον Μουαμάρ Καντάφι. Σε αυτό το εσωτερικό παιγνίδι των τοπικών επιρροών από φυλάρχους έμπλεξε η Αθήνα, ενώ προηγουμένως είχαν εμπλακεί η Μόσχα, η Αίγυπτος και τα Αραβικά Εμιράτα με ολίγη δόση από Γαλλία λόγω της πετρελαϊκής TOTAL και, εκ του μακρόθεν πάντα, με τη διακριτική στήριξη των ΗΠΑ, δηλαδή της EXXON - MOBIL. Διότι επί του λιβυκού εδάφους διακυβεύονται τα συμφέροντα των αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών, της γαλλικής TOTAL, της ιταλικής ENI και της βρετανικής BP. Ο Χαφτάρ είναι επικεφαλής της πολιτοφυλακής η οποία εγγυάται την πληρωμή του «ενοικίου» στους τοπικούς φυλάρχους της Ερήμου από τις πετρελαϊκές εταιρείες. Άρα θα είναι αρχηγός της ένοπλης αυτής δύναμης όσο τον ανέχονται ή τον χρειάζονται οι φυλές της Ανατολικής Λιβύης. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον αντίπαλό του τον Φαγέζ Αλ Σάρατζ, τον οποίο στηρίζει το Κατάρ με την Τουρκία, αλλά και οι απανταχού «Αδελφοί Μουσουλμάνοι» και ως εκ τούτου οι Σαλαφιστές. Τον «πλεύρισε» κάποια στιγμή και η Ιταλία, η οποία θέλησε να παίξει παιγνίδι με την ENI για να εκτοπίσει τους Γάλλους με αποτέλεσμα να εκνευριστεί ο Μακρόν. Έτσι άρχισε η κόντρα Παρισίων - Ρώμης με φόντο την οσμή του λιβυκού αργού πετρελαίου το οποίο είναι ανωτέρας ποιότητας και με πολύ μικρή ποσότητα θείου. Σε αυτό το παιγνίδι θέλησε να παίξει και η Ελλάδα μετά την υπογραφή της Τουρκο-Λυβικής συμφωνίας για τα θαλάσσια σύνορα. Πρέπει να γνωρίζει ωστόσο η ελληνική κοινωνία πως ποτέ δεν ήταν εύκολη η συνεννόηση με τη Λιβύη. Ο Μουαμάρ Καντάφι είχε στηρίξει έμπρακτα την Τουρκία κατά την εισβολή στην Κύπρο το 1974 παραδίδοντας στις τουρκικές δυνάμεις ανταλλακτικά αεροσκαφών αμερικανικής προέλευσης, πυρομαχικά και καύσιμα. Η Λιβύη αρνήθηκε να συμφωνήσει με την Αθήνα για την οριοθέτηση των ΑΟΖ παρότι είχε καταλήξει σε αντίστοιχες συμφωνίες με τη Μάλτα και την Ιταλία. Με λίγα λόγια, η προϊστορία στις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης δεν εγγυάται την εύκολη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων. Αυτά τα γνωρίζει η Άγκυρα.
Στην Ελλάδα τα πρωτοσέλιδα θριαμβολογούν ως προς τις νέες δυναμικές συμμαχίες της χώρας με τον λίβυο πολέμαρχο, ενώ ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε πολεμοχαρές ύφος. Αιφνιδίως οι Γάλλοι είναι φίλοι. Πώς να μην είναι όταν συζητείται η παραγγελία δύο φρεγατών αξίας 2 δις ευρώ; Ξαφνικά και οι Αμερικανοί είναι φίλοι και πώς να μην είναι όταν συζητείται ακόμη και η παραγγελία 24 μαχητικών F35, συν η αναβάθμιση των F-16. Σύνολο μερικά δισεκατομμύρια δολάρια. Κάποιοι τρίβουν τα χέρια τους διότι επιτέλους στην Αθήνα βρισκόμαστε εκ νέου στη φάση του business as usual. Άλλωστε γνωστός πρώην δημοσιογράφος, μετέπειτα λομπίστας και νυν υψηλά ιστάμενος σύμβουλος, έχει αναλάβει πακέτο τις ελληνογαλλικές επαφές. Λένε πώς το 2020 είναι το έτος του αρουραίου, σύμφωνα με το κινεζικό ημερολόγιο.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια