Το πολιτικό παρασκήνιο που φέρνει τα 266 «ναι»


Παρά τα όσα περί του αντιθέτου έχουν ειπωθεί και γραφτεί, ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε αμέσως -την ίδια στιγμή που ακούστηκε το όνομά της από τα χείλη του Κυριάκου Μητσοτάκη- να ψηφίσει την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου.

Ο πρώην πρωθυπουργός δεν χρειάστηκε καν την προτροπή της Τασίας Χριστοδουλοπούλου, που ήταν η πρώτη που του εισηγήθηκε την υπερψήφιση από τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού το είχε ήδη αποφασίσει, όπως διαβεβαιώνουν μη κομματικοί συνομιλητές του Αλέξη Τσίπρα, με τους οποίους έτυχε να βρίσκεται μαζί όταν έσκασε το θέμα. Απλώς και ως είναι φυσικό, ήθελε να ακούσει και τη γνώμη των συντρόφων του. Κυρίως για το πώς θα χειριστούν επικοινωνιακά το θέμα, αλλά και επειδή ορισμένοι τού έλεγαν ότι ίσως δεν έπρεπε να δώσουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη για τρίτη φορά (μετά τον πρόεδρο της Βουλής και την ψήφο των αποδήμων) μία ακόμη μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτός ήταν και ο μόνος ενδοιασμός του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Ομως και αυτός ο ενδοιασμός ξεπεράστηκε αμέσως, αφού σχεδόν άπαντες, με πρώτους και καλύτερους τους βουλευτές και τα στελέχη που ανήκουν στην αριστερή πτέρυγα της Κουμουνδού-ρου, ήταν «αναφανδόν υπέρ της Κατερίνας».

Το επιχείρημα που κυριάρχησε μεταξύ των μελών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, όπως μας το μετέφερε προβεβλημένο μέλος της Πολιτικής Γραμματείας, ότι «δεν είμαστε εμείς, αλλά ο Μητσοτάκης αυτός που θα πρέπει να αιτιολογήσει στους βουλευτές και τη λαϊκή βάση της Ν.Δ. γιατί απορρίπτει τον Παυλόπουλο ή δεν προτείνει τον Σαμαρά ή κάποιον άλλον από τη συντηρητική παράταξη, αλλά επιλέγει μια υποψηφιότητα από τον κεντροαριστερό χώρο με προοδευτικές ιδέες, που σε ορισμένα θέματα, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι μετανάστες και η Εκκλησία, βρίσκονται στον αντίποδα όσων πιστεύει ο σκληρός πυρήνας των δεξιών ψηφοφόρων και διατυπώνουν, ως χαλκεία τους, βουλευτές και υπουργοί της κυβέρνησης». Επιπροσθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν είχε κανέναν λόγο, λένε στενοί του συνεργάτες, να βρεθεί απέναντι στη νέα Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αντί να τη δυσαρεστήσει και να τη «χαρίσει» στον Κυριάκο και τη Φώφη, ήταν φρονιμότερο να την «υιοθετήσει». Και ο πρόσθετος λόγος που έπρεπε να το κάνει ήταν επειδή αφενός ήταν δική του επιλογή για την ηγεσία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, αφετέρου η εκλογή της στο ύπατο αξίωμα, μετά την πρόσφατη αλλαγή του Συντάγματος που αποσυνδέει την προεδρική εκλογή από την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, ήταν σίγουρη. Αλλαγή που για αρκετούς στον ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνουμε, θεωρείται ακόμη ανεξήγητη, αφού την εκλαμβάνουν περίπου ως «δώρο του Αλέξη στον Κυριάκο». Για τον ίδιο τον Τσίπρα πάντως «ήταν επιβεβλημένη, αφού σε ένα πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα, όπως το δικό μας, είναι πολιτικός και κοινοβουλευτικός αναχρονισμός να γίνονται εκλογές επειδή η Βουλή δεν μπορεί να συμφωνήσει σε ένα πρόσωπο, του οποίου οι αρμοδιότητες είναι περιορισμένες και πάντως δεν επηρεάζουν τη διακυβέρνηση και το πολιτικό παιχνίδι».

Ενας ακόμη λόγος που βάρυνε στη ζυγαριά η υπερψήφιση της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν και το γεγονός ότι η επιλογή του «παρών», που πρότειναν ορισμένοι, δεν θα παρείχε καμία πολιτική πρόσοδο στον ΣΥΡΙΖΑ, αντίθετα θα τον έβλαπτε, αφού η αιτιολόγηση της άρνησης θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη και ταυτόχρονα θα εμφάνιζε τον Τσίπρα μικρόψυχο, τη στιγμή μάλιστα που ο Μητσοτάκης δίνει την εντύπωση ότι συνεχώς κάνει γενναία ανοίγματα στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η πολιτική διεύρυνσης του Μητσοτάκη προς το Κέντρο και τη μετριοπαθή Αριστερά είναι κάτι που προβληματίζει αρκετά την Κουμουνδούρου, αλλά και τη Χαριλάου Τρικούπη. Οι ηγεσίες και των δύο κομμάτων της αντιπολίτευσης διαπιστώνουν, με ανησυχία είναι η αλήθεια, ότι ο πρωθυπουργός -με τις μεταγραφές των «πράσινων» στελεχών καθώς και τις επιλογές κεντροαριστερών προσώπων είτε για υπουργικά αξιώματα είτε της Σακελλαροπούλου για το ύπατο αξίωμα- προσπαθεί να βομβαρδίσει τον σκληρό δεξιό πυρήνα της Ν.Δ. με κεντροαριστερά νετρόνια. Προφανώς, η μετατόπιση του Κυριάκου Μητσοτάκη προς το Κέντρο δεν γίνεται μόνο επειδή ο ίδιος είναι φιλελεύθερος. Θέλει να αλώσει το ΚΙΝ.ΑΛ. και να σταματήσει τη διείσδυση του Τσίπρα στον χώρο του πρώην ΠΑΣΟΚ επειδή είναι ξεκάθαρο στον ίδιο και τους συνεργάτες του ότι η επόμενη εκλογική αναμέτρηση -που θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής- θα είναι ουσιαστικά, για να το πούμε σχηματικά, η σύγκρουση δύο κόσμων: της Δεξιάς και της Αριστεράς με αρκετή δόση Κέντρου και από τα δύο στρατόπεδα.

Kυριάκος, ο «Σημίτης της κεντροδεξιάς»

Στη σύγκρουση αυτή που θα χρωματίσει την πορεία της χώρας, αλλά και τη διακυβέρνησή της για τα επόμενα αρκετά χρόνια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προφανώς επιθυμεί να καταγραφεί ως ο «Σημίτης της Κεντροδεξιάς». Οπως ο πρώην πρωθυπουργός σφράγισε για μια δεκαετία τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και έδωσε με τον «εκσυγχρονισμό» το πολιτικοκυβερνητικό προβάδισμα στο ΠΑΣΟΚ, έτσι και ο νυν πρωθυπουργός δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να τον αντιγράψει. Στις νέες συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, φυσικά, μετά από μια δεκαετία κρίσης και αυστηρής μνημονιακής επιτήρησης. Είναι προφανές ότι και με τη βοήθεια συμβούλων του στην επικοινωνία προσπαθεί να φιλοτεχνήσει την εικόνα του φιλελεύθερου Ευρωπαίου πολιτικού, του πολιτικού της κοινής λογικής, ο οποίος μέσω των θεσμικών συναινέσεων, της μείωσης του κράτους στην οικονομία και της δημιουργίας φιλοεπενδυτικού κλίματος επιδιώκει την κοινωνικοπολιτική ανασυγκρότηση. Για να μπορέσει να το πετύχει θα πρέπει, λένε οι αντίπαλοί του, να αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία της Ν.Δ. Από κόμμα της λαϊκής Δεξιάς πρέπει να τη μετασχηματίσει σε φορέα του μετριοπαθούς, φιλελεύθερου και μεταρρυθμιστικού Κέντρου. Και να την κάνει φιλόξενο κέντρο υποδοχής προσωπικοτήτων όπως η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, ο Ακης Σκέρτσος, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και πολλών άλλων, όπως η Αννα Διαμαντοπούλου, ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ο Γιώργος Φλωρίδης και άλλοι, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν ενταχθεί οργανωτικά, αλλά βρίσκουν περισσότερα κοινά στο αφήγημα του Κυριάκου από εκείνο της Φώφης και του Τσίπρα.
Η προσπάθεια αυτή είναι λογικό να ανησυχεί το ΚΙΝ.ΑΛ., που θεωρεί εαυτόν εκφραστή του Κέντρου, αλλά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος για να έχει κυβερνητικό μέλλον πρέπει να κυριαρχήσει στην Κεντροαριστερά. Οι συναινέσεις που επιδιώκει και πετυχαίνει ο Μητσοτάκης, με τελευταία αυτή στο πρόσωπο της Σακελλαροπούλου για το προεδρικό αξίωμα, είναι λογικό να μην αρέσουν σε αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Η ανασυγκρότηση του κόμματός τους αποκτά πρόσθετες δυσκολίες όσο η πρωτοβουλία των κινήσεων παραμένει στον Μητσοτάκη, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η κυβέρνησή του στα Ελληνοτουρκικά και το Μεταναστευτικό. Επειδή η κυβέρνηση και όχι η αντιπολίτευση διαμορφώνει την ατζέντα των εξελίξεων, είναι λογικό, λένε, η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει ρολάρει ακόμη. Ενώ τα εμπόδια ψηλώνουν περισσότερο καθώς ο πρωθυπουργός, μέσω της στρατηγικής της κοινής λογικής, επιβάλλει και συνθήκες συναίνεσης. Το έκανε με την ψήφο των αποδήμων, το κάνει τώρα και με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επίσης, η αλλαγή στάσης στο Μακεδονικό, η παραδοχή του σφάλματος στο Μεταναστευτικό και η μετριοπάθεια που επιδεικνύει απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα ουσιαστικά έχουν αφοπλίσει την αντιπολίτευση, αφού πλέον έχει διαμορφωθεί ένας κοινός τόπος στα λεγόμενα εθνικά θέματα.

Ο Τσίπρας δηλώνει «δικαιωμένος»

Βεβαίως, η ανάγνωση του Αλέξη Τσίπρα για τη συναίνεση που επιδιώκει -και πετυχαίνει- ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι διαφορετική από αυτή που έχουν τα μεμψίμοιρα στελέχη του. Ο τέως πρωθυπουργός έχει τη γνώμη ότι όσο η Ν.Δ., ως κυβέρνηση, πλησιάζει στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το Μακεδονικό και το Μεταναστευτικό κερδισμένος είναι αυτός και όχι ο Μητσοτάκης. Η Κουμουνδούρου κατέβαλε σημαντικό εκλογικό τίμημα για τους χειρισμούς στα δύο αυτά θέματα. Τώρα είναι η Ν.Δ. που πλήττεται. «Οσο χρεώνεται τα προβλήματα ο Μητσοτάκης τόσο τα αποχρεώνεται ο Τσίπρας», μας λέει πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται πολύ κοντά στον Τσίπρα. Και προσθέτει: «Οι φλογεροί μακεδονομάχοι της αντιπολίτευσης, που μόλις έγιναν κυβέρνηση μετατράπηκαν σε υπερασπιστές της Συμφωνίας των Πρεσπών, εκθέτουν τη Ν.Δ., ενώ δεν υπάρχει μεγαλύτερη δικαίωση για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από την επανασύσταση του υπουργείου Μετανάστευσης και την παραδοχή του σφάλματος για τις προσφυγικές ροές». Επίσης, ο κ. Τσίπρας θεωρεί ότι η επιλογή Σακελλαροπούλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας αποφορτίζει την πολιτική ατμόσφαιρα και μεταθέτει το πρόβλημα στο εσωτερικό της Ν.Δ. Μπορεί δημοσίως να μην έχουν υπάρξει κραυγές διαφοροποίησης για την επιλογή του πρωθυπουργού, όμως στο εσωτερικό της Ν.Δ. υπάρχουν μπόλικοι ψίθυροι τόσο από τους καραμανλικούς όσο κυρίως από τους σαμαρικούς βουλευτές. Στην Κουμουνδούρου θεωρούν ότι το πρόβλημα του Μητσοτάκη με την επιλογή της Σακελλαροπούλου δεν είναι άμεσο, αλλά συνίσταται στο γεγονός ότι άνοιξε μια πληγή δυσαρέσκειας που μπορεί στο μέλλον να ματώσει αν υπάρξουν ευρύτερα προβλήματα στην κυβέρνησή του. Ο τέως πρωθυπουργός θεωρεί πως η μετάβαση της πολιτικής ζωής σε ήρεμα νερά τον ευνοεί, αφού η συναίνεση που παρέχει ο ίδιος στα εθνικά θέματα, σε συνδυασμό με την αλλαγή στάσης του Μητσοτάκη στο Μακεδονικό και το Μεταναστευτικό, καθιερώνει τον ΣΥΡΙΖΑ -δεδομένης και της χαμηλής πτήσης που συνεχίζει να καταγράφει το ΚΙΝ.ΑΛ.- ως έναν από τους δύο ισχυρούς κυβερνητικούς πόλους του νέου δικομματισμού. Οχι μόνο στους ψηφοφόρους, αλλά και στα εξωπολιτικά -εγχώρια και της αλλοδαπής- κέντρα εξουσίας. Η συναινετική και ήπιων τόνων συμπεριφορά που έχει ο Αλέξης Τσίπρας στα Ελληνοτουρκικά, στο Μεταναστευτικό, στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αλλά και γενικότερα στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής εκ μέρους της κυβέρνησης δείχνει πολιτική ωριμότητα που όντως, όπως εκτιμάται, μπορεί να ανεβάσει τις μετοχές του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ στο κοινωνικοπολιτικό χρηματιστήριο.

Τους άφησε χωρίς... βαρβάρους!

Σε κάθε περίπτωση, στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρχαν και κάποιοι που προτιμούσαν να μην έχει επιλέξει ο Μητσοτάκης τη Σακελλαροπούλου, αλλά ένα πρόσωπο που θα τους επέτρεπε να αρνηθούν την ψήφο τους και μάλιστα θα ήταν ακόμη καλύτερα αν το πρόσωπο αυτό δεν ήταν της αρεσκείας και της Χαριλάου Τρικούπη. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν, λένε, να κατεβάσουν ακόμη και κοινό υποψήφιο με το ΚΙΝ.ΑΛ., που θα μπορούσε να είναι και το πρώτο βήμα διαλόγου ανάμεσα στα δύο κόμματα για την αναδιοργάνωση της Προοδευτικής Παράταξης. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ο Μητσοτάκης επέλεξε μια συναινετική υποψηφιότητα. Ενδεχομένως και καλύτερα, λένε κάποιοι άλλοι, αφού μια υποψηφιότητα που θα επιχειρούσε να συσπειρώσει το σύνολο των δυνάμεων της Δεξιάς σε μια στρατηγική μετωπικής σύγκρουσης με την ευρύτερη Κεντροαριστερά μπορεί να απόβαινε σε βάρος της Αριστεράς, αφού οι διασπάσεις σε αυτή -κατά συνέπεια και τα αριθμητικά δεδομένα- είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τη Δεξιά. Αλλά αυτά είναι για τους... εανολόγους. Υποψήφια είναι η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου και την Τετάρτη 22 Ιανουαρίου θα λάβει 266 ψήφους και θα γίνει η όγδοη Πρόεδρος της Δημοκρατίας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Νίκος Φελέκης

* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια