Δεν υπάρχει «win-win» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θα υπήρχε εάν η Τουρκία συμβιβαζόταν με τον εαυτό της. Εάν δεχόταν τη γεωπολιτική της υπόσταση ως οριστική.
Γράφει ο Μελέτης Μελετόπουλος *
Το νεο-οθωμανικό όραμα του Ερντογάν αποτελεί εφαρμογή της θεωρίας των παιγνίων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο,τι χάνει ο ένας, κερδίζει ο άλλος. Ο,τι κερδίζει ο ένας, χάνει ο άλλος. Παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Ο Ελληνισμός κατοικεί σε αυτό που η νεο-οθωμανική γεωπολιτική αντίληψη θεωρεί ζωτικό της χώρο. «Γαλάζια πατρίδα» και ελληνικό Αιγαίο είναι ασύμπτωτα. Κηδεμονία των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης και ελληνική κυριαρχία στην Κομοτηνή και στην Ξάνθη είναι ασύμπτωτα. Η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη και η Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος είναι ασύμπτωτα.
Δείτε επίσης: Γιατί λέμε σήμερα τα κάλαντα - H ιστορία
Αλλωστε, έτσι ήταν πάντα η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Οθωμανική αυτοκρατορία εγκαθιδρύθηκε στα εδάφη του Βυζαντίου, η δημιουργία της προϋπέθεσε τη διάλυσή του. Το νεότερο ελληνικό κράτος, τέσσερις αιώνες μετά, ιδρύθηκε στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η σταδιακή απελευθέρωση των υποδουλωμένων ελληνικών πληθυσμών οδήγησε στη διάλυση του οθωμανικού κράτους και στην εξακτίνωση της ελληνικής στρατιωτικής δράσης μέχρι την Αγκυρα το 1921. Αντιστρόφως, η δημιουργία του κεμαλικού τουρκικού εθνικού κράτους, το 1923, βασίστηκε στη γενοκτονία του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Δεν υπάρχει «win-win» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θα υπήρχε εάν η Τουρκία συμβιβαζόταν με τον εαυτό της. Εάν δεχόταν τη γεωπολιτική της υπόσταση ως οριστική. Εάν δεν νοσταλγούσε τα «βιλαέτια» της στη Βαλκανική. Εάν δεν επιχειρούσε να επανακάμψει στη Συρία και στη Λιβύη, ερχόμενη σε σύγκρουση με ΗΠΑ, Ρωσία, Ισραήλ και Αίγυπτο. Εάν αποδεχόταν τον ρόλο της ως μιας μικρομεσαίας μεσανατολικής χώρας, και εάν προσπαθούσε να οικοδομήσει καλές σχέσεις με τα γειτονικά της κράτη. Εάν ζητούσε συγγνώμη για τις τρεις γενοκτονίες που διέπραξε ως προϋπόθεση αυτών των καλών σχέσεων.
Αλλά αυτά δεν συμβαίνουν. Η φιλοδοξία της Τουρκίας να καταστεί περιφερειακή ή και παγκόσμια υπερδύναμη περνάει μέσα από την αποδόμηση του ελληνικού κράτους. Οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης, διαπραγμάτευσης, διαιτησίας, συμβιβασμού προϋποθέτει ότι η ελληνική πλευρά θα αποδεχθεί ότι το τέρμα της συζήτησης θα είναι η φινλανδοποίηση, η απώλεια του Αιγαίου, της Θράκης. Και ασφαλώς των επόμενων τουρκικών διεκδικήσεων, οι οποίες θα ανοίγουν κάθε φορά που θα ολοκληρώνεται μια ελληνική υποχώρηση.
Οσο και αν ακούγεται σκληρό και δύσκολο, ο μόνος τρόπος να σταματήσει ο τουρκικός αναθεωρητισμός είναι η σθεναρή άρνηση συζήτησης οιουδήποτε ελληνικού κυριαρχικού δικαιώματος. Η Τουρκία κινείται μέχρι σήμερα με το εργαλείο του εκφοβισμού και της ωμής στρατιωτικής απειλής. Αποτελεί μονόδρομο για την Ελλάδα να διακόψει οποιαδήποτε συζήτηση για τα κυριαρχικά της δικαιώματα, όπως αυτά απορρέουν από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο. Και να καταστήσει σαφές ότι δεν τα διαπραγματεύεται.
Είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση παραβίασης της εθνικής κυριαρχίας η ελληνική κυβέρνηση θα πράξει το συνταγματικό της καθήκον. Η απόκρουση της εισβολής ξένης δύναμης στο ελληνικό κράτος (ξηρά, θάλασσα και αέρα) αποτελεί την πρώτη συνταγματική υποχρέωση κάθε ελληνικής κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, περιττεύουν η παραφιλολογία και η καχυποψία έναντι των υποτιθέμενων προθέσεων της κυβέρνησης «να μην απαντήσει σε τουρκική κίνηση εντός της ελληνικής ΑΟΖ» κ.λπ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πράξει αυτό που θα έπραττε οιαδήποτε δημοκρατικά εκλεγμένη και νόμιμη ελληνική κυβέρνηση. Μόνον η χούντα φυγομάχησε και εγκατέλειψε άρον άρον την εξουσία μπροστά στον Αττίλα. Και πλήρωσε τα επίχειρα.
* Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια