Αμνήστευση έναντι …βοήθειας!
Του Γιώργου Χαρβαλιά
ΜΕΡΟΣ Α΄:
(Το παρόν άρθρο είναι το πρώτο μιας τετραλογίας που αναδεικνύει την Γερμανική διείσδυση στην μεταπολεμική Ελλάδα από την δεκαετία του 1950 έως τις μέρες μας και την επιτακτική ανάγκη δυναμικής διεκδίκησης των πολεμικών επανορθώσεων.)
Δεν νομίζω ότι είναι καθόλου τυχαίο που στη νεότερη ιστορία αυτού του τόπου δεν υπήρξε ποτέ «φιλογερμανικό» πολιτικό κόμμα. Το γεγονός προδίδει άλλωστε και τα αισθήματα του ελληνικού λαού.
Υπήρξαν όμως και υπάρχουν φιλο-γερμανοί πολιτικοί. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι οι περισσότεροι από δαύτους ανέκυψαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή από τους Ναζί που κατέστρεψε την πατρίδα μας.
Παράξενο; Ίσως και όχι αν συνυπολογίσει κανείς την εγγενή οσφυοκαμψία των Ελλήνων πολιτικών τις τελευταίες δεκαετίες που κορυφώθηκε στο διάστημα της μεταπολίτευσης.
Η γερμανική διείσδυση έγινε με μία ιδιότυπη τακτική «μαστιγίου και καρότου», διακρατικού εκβιασμού και ταυτόχρονου εκμαυλισμού κυβερνήσεων και κοινοβουλευτικών ανδρών, από τους Χριστοφοράκους της εποχής. Απώτερος στόχος εκείνης της περιόδου βεβαίως δεν ήταν να… διασφαλιστούν τα χρήματα του Γερμανού φορολογούμενου, αλλά να ξεχαστούν οι εντυπώσεις από τα ναζιστικά εγκλήματα, κυρίως όμως να ακυρωθούν οι συνέπειες τους σε οικονομικό και διεθνές νομικό επίπεδο, ώστε να μη μπορούν να εγερθούν αξιώσεις αποκατάστασης.
Δωροδοκώντας ή εκβιάζοντας πρόσωπα κλειδιά σε κυβερνήσεις και οικονομικές ελίτ χωρών που υπέστησαν καταστροφές από την ναζιστική λαίλαπα οι γερμανικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις κατάφεραν να πετύχουν την συλλογική τους αμνήστευση για να μην μπουν στην ανάγκη να αποκαταστήσουν τα εκατοντάδες χιλιάδες θύματα της θηριωδίας τους.
Ελάχιστα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου η «κατεστραμμένη» Γερμανία που είχε ξανασταθεί στα πόδια της διαθέτοντας αστείρευτα παραγωγικά αποθέματα, αντάλλασσε δάνεια και πάσης φύσεως «υλικοτεχνική βοήθεια» με ασυλία στους εγκληματίες πολέμου.
Οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις με την σειρά τους, ανεξαρτήτως ιδεολογικού προσήμου, είχαν ίσως την πιο ενδοτική στάση απέναντι στις απαράδεκτες γερμανικές απαιτήσεις. Όπως αναφέρει στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του ο ερευνητής Δημήτρης Κ. Αποστολόπουλος («Καθημερινή» 26/7/2015): «Η δίωξη Γερμανών, πού ήταν υπεύθυνοι για σκληρά αντίποινα και απάνθρωπα εγκλήματα απέναντι στον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της Κατοχής αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της ιστορίας της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Οι ένοχοι με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν τιμωρήθηκαν για τις πράξεις τους».
Ήδη από το 1950 η κυβέρνηση του Κόνραντ Αντενάουερ δεν δίστασε να απαιτήσει ως αντιστάθμισμα για την προοπτική ανάπτυξης των ελληνογερμανικών σχέσεων την αποφυλάκιση ενός διαβόητου Γερμανού Ναζί, του στρατηγού Αντρέ (στρατιωτικός διοικητής Κρήτης), όπως και ενός διαβόητου κατασκόπου, του Αρθουρ Ζάιτς που είχε καταδικαστεί από ελληνικό στρατοδικείο. Και τα δύο αιτήματα που διατυπώθηκαν επισήμως με επιστολή προς τον τότε αντιπρόεδρο και υπουργό εσωτερικών Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν ασμένως δεκτά.(Δημοσθένη Κούκουνα: «Η υπόθεση Μέρτεν», σελ. 20)
Το 1952 (με τον νόμο 2058) η ελληνική δικαιοσύνη είχε ήδη στείλει περίπου διακόσιες σχετικές υποθέσεις στις γερμανικές αρχές για περαιτέρω δίωξη, χωρίς ορατό αποτέλεσμα. Τον Δεκέμβριο του 1954 η Αθήνα πρότεινε να παραπέμψει ακόμη 250 υποθέσεις, όμως η Βόννη που ήθελε να κλείσει το ζήτημα άρον-άρον και χωρίς δικές της δικαστικές ενέργειες, απέρριψε την πρόταση με το πρόσχημα ότι θα…επιβάρυνε την γερμανική δικαιοσύνη.
Η κατηφόρα συνεχίστηκε όταν λίγα χρόνια αργότερα η κυβέρνηση Καραμανλή δέχτηκε στην ουσία την συλλογική αμνήστευση Γερμανών εγκληματιών πολέμου, ανταλλάσσοντας την, με ένα δάνειο 200 εκατομμυρίων μάρκων και «υλικοτεχνική βοήθεια». Το 1959 η ελληνική κυβέρνηση, υπό το κράτος πανικού από τους εκβιασμούς των Γερμανών, έφερε στη βουλή Νομοθετικό Διάταγμα σύμφωνα με το οποίο αναστελλόταν «αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα διώξις Γερμανών υπηκόων, φερομένων ως εγκληματιών πολέμου».
Υπήρξαν τότε απίθανες δηλώσεις Ελλήνων πολιτικών όπως του υπουργού δικαιοσύνης Κωσταντίνου Καλλία που απέδωσε την εκτρωματική νομοθετική ρύθμιση στην ανάγκη «να παραμεριστούν τα εμπόδια διά την ανάπτυξιν των σχέσεων μας με την Δυτική Γερμανία» ή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου που από το βήμα της βουλής είπε το αμίμητο: «Κατέχομαι υπό βαθείας ευλαβείας έναντι των θυμάτων των Καλαβρύτων, αλλά αι σφαγαί εκεί προεκλήθησαν ως αντίποινα δια φόνους Γερμανών και μάλιστα αιχμαλώτων»!(Σπύρος Λιναρδάτος «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», τομ Γ΄ 1955-61 σελ. 483)
Όμως αυτό που ξεπερνά κάθε φαντασία ήταν το θράσος των Γερμανών Ναζί και ειδικότερα των σφαγεών να επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος σαν μην συμβαίνει τίποτα. Οι ηττημένοι με τον αέρα του νικητή, αλαζόνες και προκλητικοί να κουνούν το δάχτυλο στα θύματα τους.
Δυο τέτοιες περιπτώσεις συγκλόνισαν το πανελλήνιο και αντιμετωπίστηκαν ενδοτικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Θεωρώ χρέος να τις υπενθυμίσω γιατί έχουν πολλά κοινά στοιχεία με το σημερινό θράσος του Βερολίνου και την απαίτηση να προστατεύονται οι άνθρωποι τους, όπως ο Χριστοφοράκος.
Ο Μέρτεν, το Σπίγκελ, η συκοφάντηση Καραμανλή
Του Γιώργου Χαρβαλιά
ΜΕΡΟΣ Β’
Η πιο κραυγαλέα ίσως περίπτωση αμετανόητου Γερμανού Ναζί και σεσημασμένου εγκληματία πολέμου, που επέστρεψε στην μεταπολεμική Ελλάδα, ως… φίλος, δίχως ίχνος μεταμέλειας για την ειδεχθείς πράξεις του, αφορά τον Μάξ Μέρτεν, γνωστότερο ως «Χασάπη της Θεσσαλονίκης», και υπεύθυνο για τον βίαιο εκτοπισμό 45 χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων.
Οι σκηνές φρίκης από το μαύρο Σάββατο στις 11 Ιουλίου του 1942, όταν οι Ναζί συγκέντρωσαν 9 χιλιάδες Εβραίους στην Πλατεία Ελευθερίας για να τους στείλουν σε καταναγκαστικά έργα, υποχρεώνοντας τους με την απειλή όπλων να παριστάνουν τους πιθήκους, έχει μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στην Κατοχική ιστορία της συμπρωτεύουσας. Το έγκλημα ολοκληρώθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα όταν στην Θεσσαλονίκη κατέφθασε ο Μέρτεν, νεαρός λοχαγός του Γερμανικού Στρατού για να αναλάβει τον ρόλο του άτυπου διοικητή της πόλης. Με την αγαστή συνεργασία του (φυγόδικου) αξιωματικού των Ες-Ες, Αλόις Μπρίνερ και του υπασπιστή διερμηνέα του, Ελληνογερμανού Αρτουρ Μάισνερ, υλοποίησε την «τελική λύση» στο «πρόβλημα» της ακμάζουσας μέχρι τότε εβραικής κοινότητας, στέλνοντας μαζικά τα μέλη της στο Αουσβιτς.
Ο Μέρτεν θεωρείται ως κύριος υπεύθυνος της γενοκτονίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης αλλά και της υφαρπαγής της περιουσίας τους που υπολογίζεται στο τεράστιο για εκείνη την εποχή ποσό των 125 εκ. χρυσών φράγκων, με μεθόδους στυγνού εκβιασμού για την ζωή τους, αλλά ακόμη και…τυμβωρυχίας του εβραικού νεκροταφείου!
Αμέσως μετά την λήξη του πολέμου ο Μέρτεν συνελήφθη από τους Αμερικανούς, αφέθηκε όμως ελεύθερος κατόπιν «διασταύρωσης στοιχείων» με τις ελληνικές αρχές για την δράση του στη Θεσσαλονίκη, καθώς «ουδέν επιλήψιμον διεπιστώθη». Οπως αναφέρει στο λεπτομερές βιβλίο του(«Η υπόθεση Μέρτεν και η σύγκρουση με τον Καραμανλή») ο ερευνητής Δημοσθένης Κούκουνας, η σύζυγος του Μέρτεν επισκέφθηκε τα γραφεία της ελληνικής στρατιωτικής αποστολής και μίλησε με τον επικεφαλής της, Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι δεν εκκρεμεί καμία δίωξη. Την ίδια ώρα ο ίδιος δωσίλογος κρατικός υπάλληλος τηλεγραφούσε στις ελληνικές αρχές προτείνοντας την απόρριψη του αμερικανικού αιτήματος για παράδοση λόγω της «άμεμπτης συμπεριφοράς και των ανεκτίμητων υπηρεσιών» του Μέρτεν προς την Ελλάδα!
Ετσι ο σφαγέας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης άρχισε μια νέα καριέρα στην μεταπολεμική Γερμανία ξαναγυρνώντας, όπως χιλιάδες «συνάδελφοι» του Ναζί, στον δημόσιο τομέα ως ανώτερο στέλεχος(εισαγγελέας!) του γερμανικού υπουργείου δικαιοσύνης. Ηταν δε τόσο καλά δικτυωμένος και αδίστακτος που το 1956 ζήτησε να τοποθετηθεί πρόξενος της Δυτικής Γερμανίας στην Ελλάδα! Η απαίτηση δεν ήταν παράλογη για τα γερμανικά ήθη. Ο πρώτος Γερμανός πρέσβης που ήρθε μεταπολεμικά στην χώρα μας ήταν ο Τέοντορ Κόρτ, ο οποίος μέχρι το 1938 είχε διατελέσει επιτετραμμένος της Χιτλερικής Γερμανίας στην Αθήνα.
Τον Μαιο του 1957, ο Μέρτεν είχε την απίθανη έμπνευση να έρθει στην Ελλάδα για να καταθέσει ως…μάρτυρας υπεράσπισης στην δίκη του παλαιού υπασπιστή του και επίσης εγκληματία πολέμου, Αρτουρ Μάισνερ! Για κακή του τύχη ένας παρατηρητικός δικαστικός τον εντόπισε και έσπευσε να ειδοποιήσει τον αντιεισαγγελέα Ανδρέα Τούση. Ο τελευταίος διέταξε την σύλληψη του Γερμανού, την προφυλάκιση του και την παραπομπή του σε δίκη.
Τελικά, ύστερα από δικαστικές έρευνες 20 μηνών και καταθέσεις διακοσίων και πλέον μαρτύρων, η δίκη του Μέρτεν άρχισε στις 11 Φεβρουαρίου 1959. Λίγες μέρες νωρίτερα και κάτω από την αφόρητη εκβιαστική πίεση της επίσημης Γερμανίας η κυβέρνηση Καραμανλή έφερνε στη βουλή για ψήφιση το νομοσχέδιο «περί αναστολής διώξεων εγκληματιών πολέμου». Παρότι δόθηκαν διαβεβαιώσεις ότι η ρύθμιση αυτή δεν αφορά την περίπτωση Μέρτεν, στην πράξη αποδείχθηκε ότι ο συγκεκριμένος Γερμανός εγκληματίας έτυχε της ευεργετικής της πρόνοιας.
Καταδικάστηκε σε 25ετή κάθειρξη, ως υπεύθυνος για την γενοκτονία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αλλά αποφυλακίστηκε και απελάθηκε από την Ελλάδα στις 5 Νοεμβρίου 1959. Ευθύς μετά την άφιξη του στη Δυτική Γερμανία συνελήφθη και βεβαίως αφέθηκε ελεύθερος με τον όρο να παρουσιάζεται στην αστυνομία δύο φορές την εβδομάδα…
Ομως ο Γερμανός εγκληματίας δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Επιθυμούσε διακαώς να πάρει εκδίκηση από μία ελληνική κυβέρνηση που επέβαλε την φυλάκιση του, έστω και διάστημα μερικών μηνών. Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1960 η γερμανική εφημερίδα «Ηχώ του Αμβούργου» και…(οποία έκπληξη) το «έγκυρο» Σπίγκελ δημοσίευσαν αφηγήσεις του Μέρτεν σύμφωνα με τις οποίες ο πρωθυπουργός Κωσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός εσωτερικών Δημήτρης Μακρής και η σύζυγος του Δοξούλα Λεοντίδου υπήρξαν συνεργάτες και πληροφοριοδότες των αρχών Κατοχής έναντι αμοιβής από τις κατασχεμένες περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
Ο θρασύτατος Ναζί εγκληματίας ισχυρίστηκε ότι διαθέτει και…φωτογραφικά ντοκουμέντα, τα οποία βεβαίως δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το μέγεθος της συκοφαντίας ήταν τέτοιο που ακόμη και η αντιπολίτευση δυσκολεύθηκε να το κεφαλαιοποιήσει πολιτικά. Χαρακτηριστικό ήταν ότι σε όλο το διάστημα της Κατοχής, ο Κωσταντίνος Καραμανλής δεν είχε πατήσει το πόδι του στη Θεσσαλονίκη.
Η κυβέρνηση του όμως πλήρωσε το νόμισμα της ανεπιφύλακτης υποταγής στις απαιτήσεις της επίσημης(μεταπολεμικής) Γερμανίας που επέμενε να προστατεύει τους Ναζί εγκληματίες πολέμου ως τέκνα προερχόμενα από τα σπλάχνα της. Η υπόθεση Μέρτεν είναι ίσως η πλέον γνωστή αφού συγκλόνισε για χρόνια ολόκληρα το πανελλήνιο, αλλά δεν είναι η μόνη που αποδεικνύει την διεστραμμένη ψυχοσύνθεση των Γερμανών κατακτητών.
Υπήρξε κι άλλη περίπτωση διαβόητου Ναζί που αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος, αυτή τη φορά όχι ως «μάρτυρας υπεράσπισης» συναδέλφου του, αλλά ως πρωταγωνιστής αγώνα ταχύτητας αυτοκινήτου! Την επόμενη Κυριακή: «Ο αιμοσταγής Γκούντερ Κόλβες, το ράλι «Ακρόπολις» και η φυγάδευση ενός ακόμη εγκληματία».
Πηγή: Πηγή: hellasjournal.com
0 Σχόλια