Σοκ σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και στους κόλπους της ευρωατλαντικής κοινότητας γενικότερα έχει προκαλέσει το βέτο που προέβαλε ο Εμμανουέλ Μακρόν, μπλοκάροντας την προοπτική έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων της “Βόρειας Μακεδονίας” και της Αλβανίας. Η κίνηση του Γάλλου προέδρου είναι μια συνειδητή επιλογή, βασισμένη στον υπολογισμό του γαλλικού εθνικού συμφέροντος, το οποίο για μια ακόμη φορά προηγείται κάθε άλλου.
Του Ζαχαρία Β. Μίχα *
Αυτό που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει εξετάζοντας τη “μεγάλη εικόνα”, συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή όλες τις δυνάμεις που έχουν ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια, είναι πως πρόκειται για άλλη ήττα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, έστω σε τακτικό επίπεδο. Μπορεί το ζήτημα να είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας της ΕΕ, αλλά είναι κοινός τόπος ότι η Ουάσιγκτον ήθελε να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις και με τις δύο χώρες, τουλάχιστον με τη “Βόρεια Μακεδονία”.
Η όλη εξέλιξη διευκολύνθηκε τα μέγιστα από την προσωπική πολιτική του προέδρου Τραμπ, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να διατυμπανίζει την πεποίθησή του ότι η μεγάλη απόσταση από κάποιες περιφέρειες του πλανήτη, μειώνει σημαντικά το ενδιαφέρον και το κίνητρο ενεργού εμπλοκής των ΗΠΑ. Πρόκειται για μία πολιτική “νεοαπομονωτισμού”, αν και επιλεκτικού.
Προφανώς αυτή δεν είναι η οπτική του αμερικανικού “βαθέος κράτους”, ούτε η ανωτέρω παρατήρηση υπονοεί ότι εάν δεν υπήρχαν οι παραφωνίες στην Ουάσιγκτον, η γαλλική στάση θα ήταν διαφορετική. Προς το παρόν, όμως, η στάση Τραμπ έχει καταφέρει να βραχυκυκλώσει την εκτέλεση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και τα αποτελέσματα είναι δια γυμνού οφθαλμού ορατά σε πολλά μέτωπα.
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν την ενσωμάτωση της Αλβανίας και της “Βόρειας Μακεδονίας” στις δυτικές δομές συνεργασίας και ασφάλειας, στο πλαίσιο της προσπάθειας απομάκρυνσης αυτού που η αμερικανική διπλωματία συνηθίζει να αποκαλεί “κακόβουλη επιρροή” (malign influence). Με τον τρόπο αυτόν περιγράφει τη ρωσική παρουσία σε περιοχές που η Ουάσιγκτον επιθυμεί να ελέγξει στο πλαίσιο του γεωστρατηγικού της σχεδιασμού, εξοβελίζοντας αντιστοίχως τη ρωσική παρουσία.
Ο αμερικανικός σχεδιασμός, στο σκέλος, που αφορά την ένταξη “χωρών-στόχων” στην ΕΕ, σκόνταψε στο Παρίσι, παρότι είναι σαφές ότι ο βασικότερος στόχος, η ενσωμάτωση των χωρών αυτών στο ΝΑΤΟ έχει επιτευχθεί. Η ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία επιτρέπει, εξασφαλίζει και νομιμοποιεί την παρουσία συμμαχικών δυνάμεων σ’ αυτές τις χώρες.
Το σκεπτικό της γαλλικής διπλωματίας
Η πρώτη ερμηνεία της γαλλικής στάσης θα μπορούσε να αποκληθεί κυριολεκτική. Για την είσοδο στην ΕΕ υπάρχουν κάποιες τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις. Εάν θέλουμε να μιλάμε ξεκάθαρα και όχι να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ούτε τα Σκόπια ούτε τα Τίρανα θα είχαν την οποιαδήποτε τύχη. Δεν πληρούν τις προϋποθέσεις.
Επειδή όμως η οπτική αντιμετώπισης του ζητήματος είναι αμιγώς γεωπολιτική, βρίσκεται τρόπος υπερπήδησης των εμποδίων και επίτευξης του αντικειμενικού σκοπού. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι η Γαλλία είναι τυπικά καλυμμένη και μπορεί να επικαλείται ως αιτία της διαφωνίας της το ουσιαστικό ζήτημα εκπλήρωσης των προϋποθέσεων για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η ενταξιακή πορεία χωρών χωρίς ιδιαίτερα δημοκρατικά διαπιστευτήρια και με πολλαπλά προβλήματα, όπως η δράση του οργανωμένου εγκλήματος στην περίπτωση της Αλβανίας, δεν είναι επιθυμητή εξέλιξη από το Παρίσι. Κι αυτό δεν είναι απλά και μόνο ένα πρόσχημα.
Εάν υιοθετηθούν παρόμοιες εκπτώσεις και στην περίπτωση άλλων χωρών, υπάρχει φόβος ότι οι αρχές της ΕΕ θα χαλαρώσουν και τέτοια κράτη θα αποκτήσουν συλλογικά φωνή και τελικά τη δυνατότητα να επηρεάζουν την πολιτική της Ένωσης προς μη επιθυμητές κατευθύνσεις. Απλά, άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις επιλέγουν για λόγους διαφόρων σκοπιμοτήτων να υποβαθμίσουν τη βαρύτητα του κριτηρίου.
Αναφορικά με τις πραγματικές ανησυχίες και ενστάσεις της Γαλλίας, η βασικότερη παρατήρηση είναι ότι παγίως αντιτίθεται στην περαιτέρω διεύρυνση της ΕΕ και προβάλει ως προτεραιότητα την εμβάθυνση της ενοποίησης. Άλλος ένας λόγος που εξηγεί τη γαλλική ένσταση και αφορά στις ενδοευρωπαϊκές ισορροπίες, είναι πως το Παρίσι έχει λόγο να μην επιθυμεί την ένταξη χωρών γερμανικής επιρροής. Αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει το άτυπο ισοζύγιο ισχύος στο εσωτερικό της ΕΕ που ειδικά στον “γαλλογερμανικό άξονα”. Η περίπτωση των Σκοπίων είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική.
Η γαλλική στάση απέναντι στη Ρωσία
Στον χώρο των Βαλκανίων, που παραδοσιακά παράγει συγκρούσεις ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των μεγάλων δυνάμεων, όλοι έχουν κάνει τις επιλογές τους. Οι τακτικές τους κινήσεις στόχο έχουν την κατοχύρωση της πρόσβασης και την όσο το δυνατόν επέκταση της επιρροής τους. Η συζήτηση αφορά κυρίως τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, ενώ η πολύ πιο ήπια και διά της οικονομικής διπλωματίας κινεζική διείσδυση ήδη ανησυχεί τη Δύση.
Οι Ρώσοι δεν επιθυμούν τον εξοβελισμό τους από την περιοχή των Βαλκανίων και ένα εκ των σημείων ισχυρής παρουσίας τους είναι τα Σκόπια. Στην περίπτωση της Αλβανίας, η ρωσική στάση επικεντρώνεται στην ειδική σχέση που διατηρεί η Ρωσία με τη Σερβία, η οποία έχει εύλογο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, που κατοικείται κατά μεγάλη πλειονότητα από Αλβανούς.
Μια συμπληρωματική ερμηνεία των κινήτρων που οδήγησαν στο γαλλικό βέτο συνδέεται με την προαναφερθείσα πραγματικότητα. Η Γαλλία επιχειρεί να πλασαριστεί αυτόνομα στη σύγκρουση ανάμεσα στη Μόσχα και την Ουάσιγκτον, διεκδικώντας τον δικό της ρόλο και την παράλληλη προώθηση των συμφερόντων της.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπενθυμιστεί η πρόσφατη δήλωση του Εμμανουέλ Μακρόν, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη έχει έρθει η ώρα να βρει ένα νέο κώδικα επικοινωνίας και νέες λειτουργικές ισορροπίες με τη Ρωσία. Στη δήλωση αυτή ο Γάλλος πρόεδρος υπονόησε ότι αμφότερες η ΕΕ και η Ρωσία έχουν μόνο να κερδίσουν από αυτό. Πρόκειται για μια δήλωση που καταφανώς δεν συμβαδίζει με τον συγκρουσιακό προσανατολισμό των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία.
Σύμφωνα με τη γαλλική οπτική, η ΕΕ αποτρέπει την υπερβολική εξάρτηση της Ρωσίας από την Κίνα, την οποία ολοένα και περισσότεροι αναγνωρίζουν ως τον πραγματικά επικίνδυνο ανταγωνιστή. Πανομοιότυπο είναι και το ρωσικό συμφέρον, παρά την δίχως όρια αναπτυσσόμενη φιλολογία περί “στρατηγικού άξονα” Μόσχας-Πεκίνου. Η Μόσχα έχει πολλούς λόγους να μην επιθυμεί την εξάρτησή της από την Κίνα, αν και πάντα η ρωσική στάση θα επιδιώκει την τήρηση της λεπτής ισορροπίας απέναντι σε όλους τους κύριους δρώντες του διεθνούς συστήματος.
Το new thinking της γαλλικής διπλωματίας απέναντι στη Ρωσία δεν είναι και πολύ νέο. Επί Ψυχρού Πολέμου, η Γαλλία διαφοροποιούσε τη στάση της από την υπόλοιπη Δύση όσον αφορά τις σχέσεις με την τότε ΕΣΣΔ. Πάντως, η Γαλλία θα μπορούσε να έχει συνυπολογίσει ότι το κόκκινο φως στα Σκόπια και στα Τίρανα αποτελεί εμμέσως και μια χειρονομία διευκόλυνσης της ρωσικής πολιτικής στα Βαλκάνια.
Μεγάλα οφέλη για τη Γαλλία
Οι Γάλλοι ίσως έχουν υπολογίσει ότι πέραν των περιθωρίων που αφήνουν τα αμφιλεγόμενα μηνύματα που εκπέμπει η Ουάσιγκτον, για τη Δύση ως σύνολο είναι μικρή η ζημιά που προκαλεί το γαλλικό βέτο, αφού Αλβανία και “Βόρεια Μακεδονία” έχουν μπει στο ΝΑΤΟ. Η γαλλική επιλογή διευκολύνει και την ανάπτυξη μιας προνομιακής σε σχέση με άλλες δυνάμεις πρόσβασης στη Σερβία, η οποία παραμένει μια κομβική χώρα για την ασφάλεια των Βαλκανίων και επόμενος στόχος για ενσωμάτωση στις ευρωατλαντικές δομές.
Εν κατακλείδι, με το μπλοκάρισμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Τιράνων και των Σκοπίων, η Γαλλία επιτυγχάνει πολλαπλούς στόχους. Ενισχύει τη θέση της απέναντι στη Γερμανία στο πλαίσιο της ΕΕ, κλείνει το μάτι στη Ρωσία, αποκτώντας κομβικό ρόλο στη συζήτηση για το μέλλον των ρωσο-ευρωπαϊκών σχέσεων και ταυτόχρονα πλασάρεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο στη σκακιέρα των Βαλκανίων.
Πηγή: defence-point.gr
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια