Ξημερώματα βάλανε φωτιά στο δάσος πάνω από τη Νέα Μάκρη. Κι όλοι έχοντας ακόμα φρέσκια την οσμή του καπνού και του θανάτου από το Μάτι στη μνήμη τους, πανικοβλήθηκαν. Κι αν αυτές δεν είναι εικόνες πολέμου, ποιες είναι τότε;
Όλη τη νύχτα ακούγονταν σειρήνες στη Νέα Μάκρη και τον Διόνυσο. Όλη τη νύχτα, μέχρι που ξημέρωσε φωτιά και καπνοί. Χτύπησαν οι καμπάνες με ήχο αναστάσιμο, όμως όλοι ξέραμε πως δεν ήταν για την Ανάσταση, αλλά για μια ακόμη σταύρωση…
Ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, έξω. Στριμώχτηκε στην αγωνία και στ’ αυτοκίνητά του. Σκυλιά, καναρίνια, άνθρωποι γίναν ένα. Και περίμεναν τη διαταγή. Ο πρώτος θα ‘φευγε και θα ακολουθούσαν όλοι! Και το πρωί ήρθαν τ’ αεροπλάνα και τα ελικόπτερα και βομβάρδισαν… Με νερό χτύπησαν τον εχθρό!
Κι αν αυτές οι εικόνες κι οι περιγραφές δεν είναι πόλεμος, ποιες είναι τότε;
Ξημερώματα βάλανε φωτιά στο δάσος πάνω από τη Νέα Μάκρη. Κι όλοι έχοντας ακόμα φρέσκια την οσμή του καπνού και του θανάτου από το Μάτι στη μνήμη τους, πανικοβλήθηκαν. Κάποιος τρελός, είπαν, άναψε τη φωτιά. Κάποιοι άλλοι μίλησαν για συντονισμένο εμπρησμό. Κοντά στα ξημερώματα δεν πιάνει μόνη της μια φωτιά.
Έχουμε πόλεμο, καταλάβετε το! Επιβουλεύονται τις ζωές μας και εξολοθρεύουν τα δάση μας.
Κι όποιος εκμεταλλεύεται για πολιτικό όφελος ανάλογες καταστάσεις, τις βρίσκει στο δρόμο του. Οι μεν «δείχνουν» τους δε και σαν οι «μεν» γίνουν κυβέρνηση τους «δείχνουν» οι «δε». Έτσι δεν λύνεται το πρόβλημα. Πάντα θα υπάρχει ένας τρελός, ένας προβοκάτορας, ένας ανόητος γέροντας που θα κάψει τα κλαδιά του και μαζί χιλιάδες στρέμματα. Πάντα, όσο ανασαίνουν τα δάση, θα προκαλούν τους εμπρηστές, τους εκ προμελέτης ή εξ αμελείας να τα πνίξουν! Κι εσύ κράτος τι κάνεις; Τόσα χρόνια τι έπραξες ώστε να σταματήσουν οι ολετήρες να καταστρέφουν;
Πόσες μέρες μέσα στο καλοκαίρι θα φυσήξει ο άνεμος ο μοιραίος; Τριάντα, σαράντα, πενήντα; Βγάλε το στρατό στα δάση για περιπολίες. Ύψωσε παρατηρητήρια, όχι σαν εκείνα του Σχινιά, που κόστισαν εκατομμύρια και σαπίζουν, άλλα πιο απλά στην κατασκευή τους, κι ανέβασε πάνω τους παρατηρητές, να υπάρχουν μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, να σημάνουν συναγερμό, πριν είναι αργά! Βγάλε περιπολίες. Οι δήμοι να μαζέψουν κάποιους από αυτούς που προσλαμβάνουν για να βοηθούν… εκείνους που κάθονται και να τους εξοπλίσει, να τους βγάλει στα δάση· να είναι έτοιμοι να επέμβουν ξημερώματα!
Ψιλά γράμματα θα μου πείτε… Για δάση να μιλάμε τώρα; Περιμένουμε τη ΔΕΘ τώρα. Τι θα πει ο ένας κι ο άλλος· πώς θα χαϊδέψουν τα αφτιά μας. Άσε το δάσος να καεί . Ε, κι αν καεί και κανένας άνθρωπος, θα δακρύσουμε μπροστά στους δημοσιογράφους, κάποιον θα παραιτήσουμε που μετά οι «άλλοι» θα τον προσλάβουν, σε κάποιον άλλον θα ρίξουμε το φταίξιμο, θα βρούμε τα λόγια εκείνα τα κατάλληλα για να σβήσουμε τη δική μας φωτιά: «Μου έτυχε η στραβή στη βάρδιά μου»… και συνεχίζουμε.
Κι όλα γύρω μας καπνός, μοναξιά και απαξίωση. Και τα τύμπανα του πολέμου ηχούν χρόνια τώρα και μόνο οι κρατούντες τα παίρνουν για νταούλια πανηγυριών και χορεύουν στην πλάτη μας…
Νίκος Τζιανίδης
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια